Τρίτη, 10 Ιανουαρίου 2017 23:17

Αντίθετος ο Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας στα συναινετικά διαζύγια

Αντίθετος ο Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας στα συναινετικά διαζύγια

Την απόλυτη αντίθεσή του εκφράζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας στην ανάληψη της έκδοσης συναινετικών διαζυγίων από τους συμβολαιογράφους.

Με επιστολή προς τον πρόεδρο της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, που υπογράφουν ο πρόεδρος του ΔΣΚ Κώστας Μαργέλης και η γεν. γραμματέας Δήμητρα Μαρκοπούλου, ζητείται «η άμεση γνωστοποίηση στο υπουργείο Δικαιοσύνης της κατηγορηματικής και αποφασιστικής αντίθεσής μας σε μία τέτοια νομοθετική ρύθμιση». Επίσης ζητείται «η σύγκληση των οργάνων του δικηγορικού σώματος για το θέμα αυτό, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των αλλεπάλληλων καθοριστικών πληγμάτων που έχουν καταφερθεί κατά των δικηγόρων (με τελευταίο το ασφαλιστικό), που καθιστούν τελείως ανέφικτη ή πάντως εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος». 

Αναλυτικά η επιστολή του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας αναφέρει τα εξής:

«Κύριε πρόεδρε, 

Ι. Για το μείζον θέμα, που κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα ανακινήθηκε και διατηρείται στη δημοσιότητα, σχετικά με τη μεταφορά της αρμοδιότητας για την έκδοση των συναινετικών διαζυγίων και παρεπομένων οικογενειακών διαφορών από τα δικαστήρια στους συμβολαιογράφους, πρέπει να επισημανθούν τα εξής:  

α) Πρωτίστως, μία ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση που θα καθιστά τους συμβολαιογράφους αρμόδιους για να απαγγέλλουν τη λύση του γάμου, προσκρούει ευθέως στις διατάξεις του Συντάγματος και σ’ εκείνες του οικογενειακού δικαίου, σύμφωνα με τα ακόλουθα: Ο γάμος προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 1) και οι διατάξεις που προβλέπουν την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο λύση του είναι δημόσιας τάξης και συνακόλουθα αυτή προϋποθέτει παντάπασιν δικαστική κρίση και πρέπει να απαγγέλλεται από τα αρμόδια δικαστήρια με δικαστική απόφαση, κατόπιν διερεύνησης των προϋποθέσεων του οικογενειακού δικαίου που προβλέπουν τη λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο (άρθρο 1441 Α.Κ.), χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα παραίτησης των συζύγων από την προβλεπόμενη συνταγματική προστασία. Και, άλλωστε, λόγω της σοβαρότητας των γαμικών διαφορών, γι’ αυτές προβλέπονται επιπρόσθετες, σε σχέση με τις υπόλοιπες διαφορές, ειδικές δικονομικές διατάξεις. Και βέβαια οι συμβολαιογράφοι δεν είναι δικαιοδοτικά όργανα και δεν νομιμοποιούνται από το Σύνταγμα να ασκούν δικαιοδοτικό έργο για οποιαδήποτε υπόθεση, πολύ δε περισσότερο για τις τόσο σοβαρές υποθέσεις της λύσης του γάμου και των διαφορών που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων. 

β) Με την υφιστάμενη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου, επιλύονται ταυτόχρονα και τα σοβαρότατα θέματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανηλίκων τέκνων (υποχρεωτικά) και προαιρετικά κάθε άλλο ζήτημα που θα αποτελούσε αντικείμενο διαφοράς μεταξύ των συζύγων. Η οποιαδήποτε συμφωνία για τα επί μέρους αυτά θέματα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ορθής αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών και εναρμόνισής τους με τον οικείο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (όπως οι διατάξεις περί διατροφής), που έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα στα δικαστήρια, τα οποία και μόνο παρέχουν τις συνταγματικές εγγυήσεις για ορθή κρίση και τήρηση των οικείων κανόνων δικαίου (εν προκειμένω κατά την επικύρωση της παραπάνω συμφωνίας του άρθρου 1441 Α.Κ.). Και, όπως προαναφέρεται, από το Σύνταγμα δεν παρέχεται η δυνατότητα στους συμβολαιογράφους για υποκατάσταση των δικαστηρίων σε καμία απολύτως περίπτωση.

γ) Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συνταγματική προστασία δεν περιορίζεται, και ως προς τις υποθέσεις της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, στην πρωτοβάθμια δικαστική κρίση, παρέχουσα τη δυνατότητα για άσκηση όλων των τακτικών και ενδίκων μέσων, ανεξαρτήτως του ότι, κατά κανόνα, παραιτούνται αυτών οι διάδικοι. Τούτο υποδηλώνει τη σοβαρότητα των σχετικών διαφορών και αναδεικνύει το πελώριο συνταγματικό έλλειμμα που θα προκύψει και για το λόγο αυτό, σε μία ενδεχόμενη τέτοια νομοθετική παρέμβαση.

δ) Ως προς τον μύθο περί δήθεν αποσυμφόρησης των δικαστηρίων ή της επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης με την αφαίρεση των συναινετικών διαζυγίων απ’ αυτά, αυτός βέβαια δεν χρήζει καν σοβαρού σχολιασμού, αφού είναι γνωστό σε δικαστές και δικηγόρους ότι η διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου είναι απλούστατη, ταχύτατη και δεν δημιουργεί καμία απολύτως επιβάρυνση στα δικαστήρια. Οι χρόνιες δυσλειτουργίες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης οφείλονται στις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή.

ΙΙ. Οι ίδιοι ή παρόμοιοι λόγοι, των οποίων παρέλκει επί του παρόντος η αναφορά τους, καθιστούν ασύμβατη συνταγματικά και ανεπίτρεπτη την αφαίρεση από τα δικαστήρια και οποιασδήποτε άλλης διαφοράς της εκούσιας δικαιοδοσίας.

ΙΙΙ. Υπενθυμίζεται ότι, όταν για μία ακόμη φορά στο παρελθόν, κατά το έτος 2011, είχε εμφανιστεί το ίδιο θέμα, το δικηγορικό σώμα με αποφασιστική αντίδραση, επικαλούμενο τους πιο πάνω λόγους και ιδιαίτερα τα ανυπέρβλητα συνταγματικά κωλύματα που δεν επιτρέπουν τέτοια νομοθετική παρέμβαση, την απέτρεψε. 

Πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι τότε (2011) και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων επικαλούμενη τις πιο πάνω συνταγματικές επιταγές παρενέβη υπέρ της διατήρησης των συναινετικών διαζυγίων στα δικαστήρια.

Τέλος, θα πρέπει στηλιτευθούν κάποιες επικοινωνιακές στρεβλώσεις, με τις οποίες προβάλλεται το θέμα αυτό στη δημοσιότητα, κατά τρόπο που παραπληροφορούν τους πολίτες με την επίκληση ανυπόστατων επιβαρύνσεων των δικαστηρίων με τις υποθέσεις αυτές ή δήθεν επιβράδυνσης της περαίωσης της σχετικής διαδικασίας, που δεν συντρέχει, δημιουργώντας σύγχυση σε σχέση με τις διαφορές των κατ’ αντιδικία διαζυγίων.

 

Εν όψει αυτών θεωρώ κ. πρόεδρε ότι είναι αναγκαία η άμεση γνωστοποίηση στο υπουργείο Δικαιοσύνης της κατηγορηματικής και αποφασιστικής αντίθεσής μας σε μία τέτοια νομοθετική ρύθμιση και η σύγκληση των οργάνων του δικηγορικού σώματος για το θέμα αυτό, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των αλλεπάλληλων καθοριστικών πληγμάτων που έχουν καταφερθεί κατά των δικηγόρων (με τελευταίο το ασφαλιστικό), που καθιστούν τελείως ανέφικτη ή πάντως εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος».