Λιγότερες από προηγούμενες χρονιές είναι και οι αιτήσεις που κατατίθενται, αν και από το Ειρηνοδικείο μας είπαν ότι φαίνεται να υπάρχει μια αναθέρμανση, μετά από μια μακρά περίοδο που οι δανειολήπτες είχαν σταματήσει να προσφεύγουν δικαστικά για τη ρύθμιση των οφειλών τους. Η κάμψη αυτή παρατηρήθηκε μετά την αυστηροποίηση των διατάξεων του νόμου Κατσέλη, αλλά σε ένα βαθμό οφείλεται και στην περσινή πολύμηνη αποχή των δικηγόρων.
Φέτος, λοιπόν, οι αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και τις 28 Ιουλίου είναι 107, ενώ πέρυσι είχαν κατατεθεί όλο το χρόνο 115 αιτήσεις. Πάντως οι δικηγόροι που ασχολούνται με υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών επισημαίνουν πως η μείωση αυτή έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των αιτήσεων έχει ήδη εκδικαστεί. Επισημαίνουν δε ότι μετά τη μεταρρύθμιση του νόμου και τις αυστηρότερες διατάξεις οι οποίες ισχύουν, οι αποφάσεις του Ειρηνοδικείου είναι πιο αυστηρές και παράλληλα έχει αυξηθεί ο αριθμός των απορριπτικών αποφάσεων σε σχέση με παλιότερα.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι συνήθως η έκδοση απόφασης αργεί περίπου στον ένα χρόνο από την ημερομηνία συζήτησης. Για φέτος έχουν εκδοθεί 68 αποφάσεις, ενώ πέρυσι είχαν εκδοθεί συνολικά 110.
Αναλύοντας τις αγκυλώσεις που προκύπτουν σε ό,τι αφορά τον ορισμό δικασίμων και το χρόνο που χρειάζεται για την απόφαση, οι ίδιοι άνθρωποι εξηγούν ότι σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για τυπικό λόγο (κάποια τυπική παράλειψη του δικογράφου ή π.χ. απουσία κάποιων δικαιολογητικών), δεν υπάρχει η δυνατότητα να επανέλθει ο δανειολήπτης με μια νέα αίτηση. Κι αυτό γιατί ο νόμος Κατσέλη καταργείται ουσιαστικά από το 2019 (ως προς το σκέλος της διάσωσης της κύριας κατοικίας του αιτούντος), οπότε ο αιτών έχει μόνο το δικαίωμα έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης. Επιπρόσθετα, μέχρι το 2023 -εφόσον η προσφυγή του δανειολήπτη εκδικαστεί π.χ. το 2019 και εκδοθεί η απόφαση το 2020- θα έχει περάσει η τριετία των καταβολών προς όλους τους πιστωτές που ορίζει ο νόμος σε άρθρο του. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο οφειλέτης που έχει προσφύγει για δικαστική ρύθμιση των χρεών του στο νόμο Κατσέλη, υφίσταται οικονομική ασφυξία. Καθώς δεν μπορεί να μεταβάλει προς το καλύτερο την περιουσιακή και οικονομική του κατάσταση, αφού σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά αν αποκτήσεις περιουσιακά στοιχεία, για παράδειγμα από κληρονομιά, υποχρεούσαι να εισφέρεις το ½ της κληρονομιάς στους πιστωτές σου, ενώ κάθε μεταβίβαση περιουσιακού σου στοιχείου εξετάζεται ως καταδολιευτική. Τέλος, σε περίπτωση θανάτου του αιτούντος -και υπάρχουν αρκετοί συνταξιούχοι μεγάλης ηλικίας οι οποίοι έχουν καταθέσει αίτηση- η ρύθμιση που ενδεχομένως θα πετύχει στο δικαστήριο δεν κληρονομείται, παρά μόνο αν παρέλθει η πρώτη τριετία από την έκδοση της απόφασης και είναι συνεπής με την καταβολή των δόσεων που ορίζονται. Αρα εάν πεθάνει ο αιτών στο διάστημα αυτό -και έχει τύχει κάτι τέτοιο σε δικηγόρο- τα χρέη του μεταφέρονται χωρίς "κούρεμα" στους κληρονόμους του.
Ν.Κ.