Ο κατηγορούμενος τον Ιούλιο του 2014 έβαλε σε ένα φουσκωτό 5,70 μέτρων 23 Σύρους μετανάστες και ξεκίνησε από το Βασιλίτσι για την Ιταλία. Ανάμεσά τους 9 μικρά παιδιά με τις μανάδες τους, που είχαν έρθει στα μέσα Ιουλίου με φορτηγό από την Αθήνα. Δύο βράδια κοιμήθηκαν στα χωράφια στο Βασιλίτσι και ξημερώματα στις 17 του μήνα ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Το φουσκωτό είχε πρόβλημα με τις μηχανές του και λίγες ώρες μετά βρέθηκε ακυβέρνητο 14 ναυτικά μίλια ανοιχτά της Πύλου. Ενας από τους μετανάστες φοβήθηκε ότι θα πνίγονταν και κάλεσε με το κινητό του τηλέφωνο το θάλαμο έρευνας και διάσωσης του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Οπως κατέθεσε λιμενικός της Πύλου, το σκάφος του Λιμεναρχείου ήταν σε περιπολία όταν πήρε το σήμα να αναζητήσει το ακυβέρνητο σκάφος. Πλησιάζοντας οι λιμενικοί είδαν πάνω στο φουσκωτό, που κανονικά δεν έπαιρνε περισσότερους από 6 άτομα, στοιβαγμένους 24 ανθρώπους να περιμένουν τη σωτηρία. Μισά Ελληνικά - μισά Αγγλικά, ψευτοσυνεννοήθηκαν και άρχισαν να ανεβάζουν στο σκάφος του Λιμενικού τους 11 άντρες, τα 9 παιδιά και τις μανάδες τους. Αργότερα και αφού είχαν πατήσει σώοι το πόδι τους στο λιμάνι της Πύλου, οι μετανάστες κατέθεταν στους λιμενικούς ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο κυβερνήτης του σκάφους. Είπαν ακόμη ότι έδωσαν 3.000 ευρώ ο καθένας για να τους μεταφέρουν από την Αθήνα στο Βασιλίτσι και από εκεί με σκάφος στην Ιταλία.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι έμαθε κάποια βασικά για την διακυβέρνηση ενός σκάφους από τον πραγματικό διακινητή. Εναν Αλί που, όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος, του έκανε τη χάρη να πληρώσουν με τον αδερφό του τα μισά λεφτά για να βρεθούν στην Ιταλία, με τον όρο να οδηγήσει το φουσκωτό μέχρι ένα σημείο όπου θα τους περίμενε άλλο σκάφος για να τους πάει στον τελικό προορισμό τους.
Ν.Κ.