Παρασκευή, 11 Μαϊος 2012 08:51

Κάτω από δρακόντεια μέτρα η δίκη για το φονικό στην Ασούταινα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας

Κάτω από δρακόντεια μέτρα η δίκη για το φονικό στην Ασούταινα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας

Κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας ξεκίνησε χθες στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας η δίκη σε δεύτερο βαθμό για το φονικό στην Ασούταινα Τριπύλας, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2009. Κατηγορούμενος για το έγκλημα είναι ο 68χρονος Α.Λ., ο οποίος πυροβόλησε ζευγάρι κτηνοτρόφων, με αποτέλεσμα το θάνατο της 64χρονης Αναστασίας Βλάχου και τον σοβαρό τραυματισμό του 74χρονου συζύγου της Μανώλη.
Η υπόθεση κρίνεται από την αρχή μετά την έφεση που άσκησε η αντεισαγγελέας Εφετών κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία με πιστόλι της Αναστασίας Βλάχου και τον βαρύ τραυματισμό του συζύγου της Μανώλη καταδικάστηκε σε 17 χρόνια κάθειρξη. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Α.Λ. είναι για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας εν βρασμώ.
Τα αστυνομικά μέτρα ήταν το ίδιο αυστηρά με αυτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπό το φόβο εκδίκησης από τους συγγενείς της δολοφονημένης γυναίκας. Κανένας δεν πέρασε την πόρτα του Εφετείου για να παρακολουθήσει τη δίκη χωρίς να ελεγχθεί ο ίδιος και η τσάντα του. Ο κατηγορούμενος φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο και σε όλη τη διάρκεια της δίκης ισχυρή ήταν η παρουσία των αστυνομικών μέσα και έξω από την αίθουσα.

Με δραματικό τόνο ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε να σκοτώσει το ζευγάρι των κτηνοτρόφων. Οπως είπε περιγράφοντας τη θέση του στο δικαστήριο, πάνω στη σύγχυση της στιγμής τράβηξε το πιστόλι και πυροβόλησε. Νωρίτερα είπε ότι προκλήθηκε από το ζευγάρι και υποστήριξε πως τον περίμεναν και μόλις τον είδαν του έκλεισαν το δρόμο, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ο Μανώλης Βλάχος άρχισε να τον χτυπά με ένα ρόπαλο.
Χθες κατέθεσαν ο 74χρονος κτηνοτρόφος Μανώλης Βλάχος, εναντίον του οποίου και της συζύγου του Αναστασίας -η οποία και σκοτώθηκε- πυροβόλησε ο κατηγορούμενος Α.Λ. Επίσης, κατέθεσαν οι 4 γιοι του ζευγαριού, οι οποίοι -όπως άλλωστε και ο πατέρας τους Μ. Βλάχος- ισχυρίστηκαν πως ο κατηγορούμενος είχε προσχεδιάσει να σκοτώσει τους δυο κτηνοτρόφους. Και οι 5 κατηγόρησαν στις καταθέσεις τους ως ηθικό αυτουργό του εγκλήματος τον μοναδικό μόνιμο κάτοικο της Ασούταινας και φίλο του Α.Λ.
Η δίκη συνεχίζεται σήμερα.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΒΛΑΧΟΣ: "ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ"

Ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε ήταν ο 74χρονος κτηνοτρόφος Μανώλης Βλάχος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του η επίθεση έγινε απρόκλητα, ενώ καταλόγισε στον κατηγορούμενο πρόθεση. "Ημουνα τυχερός που δεν με σκότωσε - ήθελε να σκοτώσει και τους δυο μας", ανέφερε χαρακτηριστικά στην κατάθεσή του.
Το προηγούμενο βράδυ ο Μ. Βλάχος είχε ειδοποιηθεί από τα παιδιά του ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε το κοπάδι με τις αγελάδες τους. Γι' αυτό και είχε καταθέσει μήνυση εναντίον του κατηγορούμενου για απόπειρα ζωοκτονίας το ίδιο κιόλας βράδυ.  Οπως είπε στο δικαστήριο ο Μανώλης Βλάχος, το προηγούμενο βράδυ ο κατηγορούμενος πυροβόλησε και τραυμάτισε μία από τις αγελάδες του. Ετσι, συνέχισε, το επόμενο πρωινό -αυτό της επίθεσης- ο ίδιος ξεκίνησε με τη γυναίκα του από το σπίτι τους στο Κλωνί για να βρουν τις αγελάδες και να τις οδηγήσουν στο στάβλο τους, στην Ασούταινα. Οταν τις βρήκαν λίγο πιο έξω από την είσοδο του χωριού, το ζευγάρι χώρισε. Η γυναίκα ανέλαβε να οδηγήσει τα ζωντανά στο στάβλο και ο Μ. Βλάχος να φέρει το αυτοκίνητο που είχε αφήσει μακρύτερα. Σύμφωνα πάντα με την κατάθεσή του, επιστρέφοντας είδε πάνω στο δρόμο σταματημένο το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου με τρόπο τέτοιο που εμπόδιζε την κυκλοφορία.
Η γυναίκα του, Αναστασία Βλάχου, όπως υποστήριξε ο 74χρονος κτηνοτρόφος, στεκόταν δίπλα στην πόρτα του οδηγού και συνομιλούσε ήρεμα με τον Α.Λ., ο οποίος βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Μ. Βλάχος -σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του- κατέβηκε από το αυτοκίνητο και περπάτησε προς το μέρος τους. Πλησιάζοντας υποστήριξε ότι είδε τον κατηγορούμενο να σημαδεύει με το πιστόλι τη γυναίκα του. Και πριν προλάβει να αντιδράσει, όπως είπε, την άκουσε  να λέει: "Φύγε Μανώλη, θα μας σκοτώσει, έχει πιστόλι!".
Τότε -συνέχισε ο Μ. Βλάχος-, ο κατηγορούμενος έστρεψε το πιστόλι προς το μέρος του και τον πυροβόλησε από το 1 μέτρο. Ο Μ. Βλάχος έσκυψε και η σφαίρα πέρασε ξυστά από το αυτί του. Ακολούθησαν 3 ακόμα σφαίρες: οι 2 πέτυχαν τον 74χρονο κτηνοτρόφο στην κοιλιά και μία στο πόδι. Η γυναίκα δέχτηκε 4 σφαίρες και ξεψύχησε μετά από λίγο.
Περιγράφοντας τι άνθρωπος είναι ο κατηγορούμενος, ο Μ. Βλάχος τον χαρακτήρισε «τραμπούκο και τουφεκορίχτη». Και υποστήριξε ότι όλοι συζητούσαν πως έχει όπλα στον ξενώνα του, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να τα επιδεικνύει σε δημόσιες συγκεντρώσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΟΣ: "ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ"

Ο γιος του ζευγαριού των κτηνοτρόφων, Γιώργος Βλάχος, στην κατάθεσή του κατηγόρησε τον κατηγορούμενο ότι είναι «γεννημένος δολοφόνος». Είπε ακόμη πως ποτέ δεν μετάνιωσε για το έγκλημά του, γιατί αν το είχε μετανιώσει θα έπρεπε να κρεμαστεί για το κακό που προκάλεσε. Το χαρακτηρισμό του «γεννημένος δολοφόνος» δικαιολόγησε λέγοντας πως άνθρωπος ο οποίος πυροβολεί ένα ζώο δεν έχει ίχνος ανθρωπιάς. Και υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε τις αγελάδες για να του ζητήσουν το λόγο και έτσι να έχει το πρόσχημα για να σκοτώσει τα αφεντικά των ζώων.
Ο αδελφός του Παναγιώτης Βλάχος στην κατάθεσή του περιέγραψε στο δικαστήριο πώς βρήκε χτυπημένους τους γονείς του: Ο πατέρας του, είπε, ήταν πεσμένος καταμεσής στο δρόμο έχοντας τις αισθήσεις του, ενώ η μητέρα του ψυχορραγούσε λίγα μέτρα μακρύτερα, πεσμένη στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Ρώτησε τότε τον πατέρα του ποιος τους πυροβόλησε, κι εκείνος -όπως κατέθεσε στο δικαστήριο ο Παν. Βλάχος- απάντησε πως ήταν ο κατηγορούμενος και του έδειξε προς ποια κατεύθυνση είχε φύγει με το αυτοκίνητό του.
Η υπεράσπιση, εξετάζοντας τον Παν. Βλάχο, επέμεινε να μάθει γιατί απομάκρυνε το αυτοκίνητο του πατέρα τους από τον τόπο του εγκλήματος. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου, το ζευγάρι των κτηνοτρόφων ήταν που του έκλεισε το δρόμο, βγαίνοντας με το αυτοκίνητό τους από έναν παράδρομο. Η απάντηση ήταν ότι ήθελε να φορτώσει τον τραυματισμένο πατέρα του στην καρότσα του αγροτικού του. Επρεπε όμως -σύμφωνα με τα λεγόμενά του- να γυρίσει το αυτοκίνητό του, κι έτσι για να έχει χώρο να κάνει όπισθεν χωρίς να πατήσει τα σώματα των γονιών του που κείτονταν στο δρόμο, μετακίνησε το αυτοκίνητο του πατέρα του στην αντίθετη πλευρά από εκεί που το βρήκε.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΛΑΧΟΣ: "ΤΟΝ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ ΤΑ ΤΡΟΚΑΝΙΑ"

Ο Βασίλης Βλάχος, γιος και αυτός του ζευγαριού των κτηνοτρόφων, κατέθεσε ότι είχε ειδοποιήσει το προηγούμενο βράδυ τον πατέρα του Μανώλη ότι ο κατηγορούμενος είχε πυροβολήσει τα γελάδια τους. Μαζί με τον αδελφό του Φώτη βρίσκονταν εκεί κοντά και ζήτησαν το λόγο από τον κατηγορούμενο Α.Λ. Μάλιστα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, όταν τον ρώτησαν τι του έφταιξαν τα γελάδια, απάντησε πως τον ξυπνούσαν με τα τροκάνια τους. Τα αδέλφια διαπληκτίστηκαν με τον Α.Λ. και όπως υποστήριξε ο Β. Βλάχος, ο κατηγορούμενος και ο φίλος του, κτηνοτρόφος και αυτός και μοναδικός κάτοικος της Ασούταινας, τους απείλησαν ότι θα τους «κάνουν κομμάτια» αν δεν φύγουν από το χωριό. Μάλιστα ο Β. Βλάχος -όπως και όλη η οικογένεια- υποστήριξε στο δικαστήριο ότι ο φίλος του κατηγορούμενου ήταν η αιτία για το κακό. Οπως ισχυρίστηκε, ο άνθρωπος αυτός ήθελε να ελέγχει την περιοχή και δεν μπορούσε να δεχτεί την παρουσία της οικογένειας Βλάχου.
Ο επόμενος και τελευταίος μάρτυρας που κατέθεσε ήταν ο Φώτης Βλάχος, ο οποίος έφτασε στον τόπο που έγινε το φονικό αμέσως μετά τον αδελφό του, Παναγιώτη. Οπως κατέθεσε στο δικαστήριο, ο αδελφός του είχε ήδη βάλει τη μητέρα τους στο μπροστινό κάθισμα και τον πατέρα τους στην καρότσα του αυτοκινήτου του, για να τους μεταφέρει στο νοσοκομείο. Εκεί, ήταν και η τελευταία φορά που -όπως είπε- είδε τη μάνα τους ζωντανή, ενώ τον πατέρα τους, με τη βοήθεια του αδελφού του και του Ρουμάνου που εργαζόταν για την οικογένεια, τον μετέφεραν στο δικό του αγροτικό αυτοκίνητο. Οταν ρωτήθηκε γιατί έδωσε εντολή στον Ρουμάνο να απομακρύνει το αγροτικό του πατέρα του, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε σκοπό να αλλοιώσει τα στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Και ισχυρίστηκε ότι ο Ρουμάνος δεν είχε άλλο τρόπο για να φύγει από κει, γι’ αυτό του είπε να πάρει το αγροτικό του πατέρα του και να περιμένει στο σπίτι της οικογένειας, στο Κλωνί.