Οι υπερασπιστές του Β.Β., αναφέρθηκαν στις αγορεύσεις τους στο γιατί δεν στέκει η κατηγορία για την ηθική αυτουργία στη δολοφονία του τρίχρονου παιδιού και του πατέρα του, ενώ οι συνήγοροι του Γ.Π. επικεντρώθηκαν στο γιατί ο εντολέας τους δεν είναι ο εκβιαστής που απειλούσε καταστηματάρχες και έπαιρνε χρήματα από νυχτερινά μαγαζιά πουλώντας προστασία. Αίσθηση προκάλεσε η αναφορά της δικηγόρου του Αλβανού κατηγορουμένου Χ.Τ., ότι ο πατέρας του είναι ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας στην Αλβανία. Ενώ οι συνήγοροι του Β.Δ., ο οποίος κατηγορείται όπως και ο Χ.Τ., για την δολοφονία του Φιλίπ Μεσάι και του τρίχρονου παιδιού, τόνισαν ότι ο εντολέας του δεν είχε το κίνητρο για να διαπράξει τους φόνους.
Οι αγορεύσεις ξεκίνησαν με τους συνηγόρους υπεράσπισης του Β.Β. Η Σταυρούλα Γιαννοπούλου είπε στην αγόρευσή της ότι η διαδικασία πάσχει απόλυτης ακυρότητας. Το αιτιολόγησε λέγοντας ότι εξ αρχής απαγορεύτηκε η δημοσιότητα της δίκης γιατί η Αστυνομία δεν επέτρεψε να μπαίνει ο καθένας ελεύθερα και να παρακολουθεί. Μίλησε ακόμη για δημιουργία κλίματος που μόνο δικαιοσύνη δεν θυμίζει εξαιτίας της παρουσίας των κουκουλοφόρων αστυνομικών, όπως η ίδια αποκάλεσε τους άνδρες της ΟΠΚΕ Αρκαδίας.
Στο μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσής της η κ. Γιαννοπούλου προσπάθησε να καταρρίψει την κατηγορία που βαρύνει το Β.Β. για την ηθική αυτουργία στο διπλό φονικό. Οπως είπε η κατηγορία στηρίχτηκε στις αυθαίρετες ερμηνείες αποσπασματικών συνομιλιών. Οσον αφορά τη δολοφονία του παιδιού είπε ότι η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας για τον πελάτη της είναι ανυπόστατη γιατί αν δεχτεί κανείς την εκδοχή της εισαγγελέα, η απόφαση για το φόνο του παιδιού πάρθηκε επί τόπου, ενστικτωδώς και στιγμιαία, αφού οι δύο κατηγορούμενοι ως φυσικοί αυτουργοί φορτώθηκαν με ένα παιδί που ούρλιαζε.
Για τη γυναίκα του Β.Β. είπε ότι δεν έχει κάνει καμία πώληση ναρκωτικών και πως ό,τι ακούστηκε στους διαλόγους αφορούσε αγορά ναρκωτικών για δική τους αποκλειστικά χρήση. Τόνισε δε ότι έχει καταστρέψει τη ζωή της με τα ναρκωτικά και περιέγραψε τη σχέση της με το Β.Β. ως μια σχέση εξάρτησης.
Ο Νίκος Κανελλόπουλος συνήγορος επίσης του Β.Β. και της γυναίκας του τόνισε ότι αναφορικά με τα ναρκωτικά δεν προκύπτουν οι ποσότητες από τις συνομιλίες. Και αν δεχτεί το δικαστήριο ότι οι αναφορές είναι για κιλά κι όχι για γραμμάρια για δική τους χρήση, η αξία των 75.000 ευρώ που είπε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της είναι υπερβολική. Χαρακτήρισε το Β.Β. ποινικό μύθο των φυλακών και έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζεται με προκατάληψη από την κοινή γνώμη και τα δικαστήρια. Αυτή η φήμη που ακολουθεί το Β.Β. έστρεψε, όπως είπε ο συνήγορος, επιχειρηματίες της νύχτας να στραφούν στον πελάτη του για να χρησιμοποιούν το όνομά του προκειμένου να υπάρχει τάξη και ασφάλεια στα μαγαζιά τους.
Για την εγκληματική οργάνωση είπε χαρακτηριστικά ότι στην Ελλάδα έχουμε τόσες εγκληματικές οργανώσεις που δεν υπάρχουν στον κόσμο όλο. Ο σκοπός όπως εξήγησε είναι για να καταγράφονται οι συνομιλίες - “ο εύκολος τρόπος να βαφτίζουμε κάθε εγκληματική δραστηριότητα εγκληματική οργάνωση”, ανέφερε.
Ο Γιώργος Ράλλης επίσης συνήγορος του Β.Β. και της γυναίκας του χαρακτήρισε υπερβολική την ποινική δίωξη που τους ασκήθηκε. Είπε ότι αυτό που παρουσιάζει η δικογραφία ως προστασία ήταν το είδος της βοήθειας που ζητούσαν στο Β.Β. οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών. Για την εγκληματική οργάνωση είπε ότι γίνεται κατάχρηση σε όσα προστάζει η νομολογία ώστε να γίνεται παρακολούθηση των τηλεφώνων. Η Γιώτα Παντελεάκη συνήγορος του Χ.Β. και της συντρόφου του επικεντρώθηκε στην αγόρευσή της ότι η διάταξη για την εγκληματική οργάνωση χρησιμοποιείται καταχρηστικά ώστε να υπάρξει η προϋπόθεση για την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών. Χαρακτήρισε τους εντολείς της περιστασιακούς παραβάτες του Ποινικού Κώδικα, "κουρέλια των ναρκωτικών", που παρουσιάζονται από ένα κατηγορητήριο γενικό και αόριστο ως μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης η οποία όμως ούτε δομή φαίνεται να έχει, ούτε διάρκεια δράσης και πολύ περισσότερο να ασκεί βία και να απειλεί. Ανέφερε δε ότι το ζευγάρι πωλούσε κρέας και όχι ναρκωτικά, ενώ η σύντροφός του δεν μπορεί να κατηγορείται ως μέλος καθώς από πουθενά δεν προκύπτει να σχετίζεται με εκβιασμούς. Ο Γιώργος Ράλλης περιέγραψε το Χ.Β. ως έναν άνθρωπο που ζούσε απομονωμένος στο βουνό με τα ζώα του.
Η Παναγιώτα Πολυμενέα συνήγορος του Γ.Π. τόνισε ότι για να σταθεί η κατηγορία της εκβίασης θα πρέπει ο κατηγορούμενος με βία και απειλές να έχει χρηματικό και περιουσιακό όφελος. Ομως στην περίπτωση του εντολέα της είπε ότι τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Πρόκειται για έναν άνθρωπο κατεστραμμένο οικονομικά -ανέφερε η συνήγορος- και σε όσες περιπτώσεις αναφέρονται στη δικογραφία ότι απαίτησε χρήματα, οι άνθρωποι για τους οποίους μεσολάβησε ήταν γνωστοί του και είχαν αποδείξεις και νόμιμα χαρτιά ότι τους χρωστούν. Αναφορικά με τις κατηγορίες της εγκληματικής οργάνωσης είπε ότι ούτε η υποδομή βρέθηκε για να στηρίξει την κατηγορία ούτε τα φερόμενα ως μέλη της βρέθηκαν με χρήματα και περιουσία. Οσο για την κατηγορία της υπόθαλψης εγκληματία που κατηγορείται επειδή έστειλε τον κατηγορούμενο Ν.Κ. να μεταφέρει τον Αλβανό Χ.Τ. στην Αθήνα, είπε ότι δεν προκύπτει από καμία συνομιλία ότι γνώριζε πως είχε προηγηθεί η ανθρωποκτονία ή ποιος ήταν αυτός που θα μετέφερε ο Ν.Κ. Ο έτερος συνήγορος του Γ.Π. Παναγιώτης Μπαλακτάρης επιτέθηκε στην εισαγγελέα λέγοντας ότι με την πρότασή της ήθελε να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη της Μεσσηνίας. Χαρακτήρισε έκνομη τη διαδικασία από την προδικασία μέχρι και την ακροαματική διαδικασία γιατί έγινε άρση απορρήτου χωρίς να απαιτείται, ενώ οι μάρτυρες είπαν στο δικαστήριο ότι δεν εκβιάστηκαν, οπότε στηρίζεται μόνο στις συνομιλίες.
Ο Χρήστος Κουτσουρούπας συνήγορος του Αλβανού Χ.Τ. είπε στην αγόρευσή του πως δεν ήταν μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, αφού δεν γνώριζε τα περισσότερα φερόμενα ως μέλη της. Είπε ακόμη πως δεν ήταν προσχεδιασμένο να σκοτώσει το Φιλίπ Μεσάι καθώς ούτε όπλα είχε φέρει μαζί του από την Αθήνα, ούτε είχε την εμπειρία ή την εξοικείωση τα όπλα. Μάλιστα είπε ότι η "δουλειά" του ήταν να μεταφέρει ναρκωτικά και δεν ήταν ο επαγγελματίας δολοφόνος που τον κατηγορούν. Για τη δολοφονία του παιδιού είπε ότι θα του ήταν δύσκολο να το ακινητοποιήσει γιατί μόνο με το τίναγμα του όπλου ο Χ.Τ. θα κόλλησε στο κάθισμα και δεν θα μπορούσε να σηκωθεί και να κρατήσει το παιδί, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός δεν ήταν ο δολοφόνος του.
Η Σοφία Εξουζίδου επίσης συνήγορος του Χ.Τ. είπε ότι είναι γιος αστυνομικού με μεγάλο αξίωμα στην Αλβανία και θα ήξερε πώς να συμπεριφερθεί αν ήθελε να οργανώσει ένα φόνο. Είπε ακόμη ότι δεν υπάρχει θέμα εγκληματικής οργάνωσης, ενώ λόγω της χρήσης της κοκαΐνης ο Χ.Τ. βρισκόταν σε υπερδιέγερση. Επίσης τόνισε πως δεν υπήρχε απόφαση ή συναπόφαση από πριν γιατί ο τρόπος που το έκανε δείχνει ότι το έγκλημα δεν ήταν προσχεδιασμένο.
Ο υπερασπιστής του Β.Δ. (ο οποίος κατηγορείται μαζί με το Χ.Τ. για το διπλό φονικό), Φώτης Λαπιώτης είπε στην αγόρευσή του ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας αλλά και τις απολογίες των κατηγορουμένων αυτό που προκύπτει είναι ότι ο Β.Δ. βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν καν αποχρώσες ενδείξεις για την ενοχή του. Αλλωστε -τόνισε ο συνήγορος- ο ίδιος ο Β.Δ. είπε στην απολογία του και επιβεβαίωσε και ο ξάδελφός του Δ.Σ. -ο οποίος ακολουθούσε σε κοντινή απόσταση με το δικό του αυτοκίνητο- ότι ο Χ.Τ. ήταν αυτός που κρατούσε μαχαίρι και τους απείλησε με αυτό για να τον φυγαδεύσουν από τον τόπο του εγκλήματος. Είπε ακόμη πως δεν στοιχειοθετείται ούτε η κατηγορία ότι συμμετείχε σε εγκληματική οργάνωση και πως ήταν χρήστης κοκαΐνης γι' αυτό και βρέθηκαν μικροποσότητες ναρκωτικών στο σπίτι του. Η Μαρίνα Λαθούρη έτερη συνήγορος του Β.Δ. είπε στην αγόρευσή της ότι το κίνητρο να σκοτώσει το Φιλίπ Μεσάι το είχε ο Αλβανός Χ.Τ., ενώ το παιδί ήταν ο μάρτυρας που έπρεπε να εξαφανιστεί.
Ο Διονύσης Αλευράς εκπροσωπώντας τον πρώην αστυνομικό τόνισε στην αγόρευσή του ότι οι κατηγορίες που τον βαραίνουν είναι αντιφατικές, γιατί δεν μπορεί κάποιος να είναι μέλος μιας εγκληματικής ομάδας και πληροφοριοδότης της. Οπως είπε, η μια κατηγορία αναιρεί την άλλη, ενώ και η συνομιλία η οποία εμπλέκει τον εντολέα του (στην οποία ο Χ.Β. τον παίρνει από το Λεωνίδιο και του ζητά να πάρει τα όπλα από το σπίτι της συντρόφου του), καταρρίπτεται γιατί οι συνάδελφοί του κατέθεσαν στην ανακρίτρια ότι κανένα όπλο δεν βρέθηκε στο σπίτι, ενώ φυλασσόταν και δεν μπορούσε να το πάρει ο ίδιος ο αστυνομικός ή να βάλει κάποιον άλλον. Επιπλέον τόνισε ότι ο κατηγορούμενος έχει συλλάβει πολλές φορές τα δίδυμα αδέρφια Χ.Β. και Β.Β., όπως και τον κατηγορούμενο Β.Δ. Τόνισε επίσης ότι όπως κατέθεσε πρώην διοικητής του, η υπηρεσία ήξερε, όπως ήξεραν και αξιωματικοί της Ασφάλειας Καλαμάτας, ότι ο αστυνομικός είχε επικοινωνία με τον Χ.Β.
Ο έτερος συνήγορος του πρώην αστυνομικού Ευτύχης Αλιγιζάκης τόνισε ότι οι κατηγορίες που τον βαραίνουν δεν στέκουν στην κοινή λογική και ζήτησε από το δικαστήριο να οριοθετήσει ποια είναι η παροχή ουσιωδών πληροφοριών που παρείχε.
Η δίκη συνεχίζεται τη Δευτέρα με τις αγορεύσεις των υπόλοιπων συνηγόρων.