Η εισαγγελέας περιέγραψε τον κατηγορούμενο σύζυγο του θύματος ως γυναικοκτόνο, ζητώντας από τους ενόρκους και τους τακτικούς δικαστές να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Νωρίτερα ο κατηγορούμενος υποστήριζε στην απολογία του: “Μου λείπει η γυναίκα μου… Βλέπω τα παιδιά μου και θλίβομαι. Ξέρω ότι είμαι αθώος, δεν έχω κάνει κάτι, και εκείνος που το έκανε χαίρεται που ταλαιπωριέμαι”. Μια απολογία που κράτησε σχεδόν 3 ώρες, με την πρόεδρο, την εισαγγελέα, δικαστές και ενόρκους να επανέρχονται ξανά και ξανά με ερωτήσεις τους, για να διαλευκάνουν αν πραγματικά ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης του εγκλήματος.
Η εισαγγελέας πάντως είπε στην αγόρευσή της ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι αυτός είναι ο δράστης. Ως κίνητρά του για τη δολοφονία της γυναίκας του, είπε, είχε την οργή, την κτητικότητα και την εκδίκηση γιατί μάλωναν συνέχεια και το θύμα θα τον εγκατέλειπε - ενώ αναφέρθηκε και σε στοιχεία για τις γυναικοκτονίες, καθώς και στο προφίλ των δραστών.
Η αγόρευσή της διήρκεσε δύο ώρες και ολοκλήρωσε την πρότασή της μετά τις 9 το βράδυ, οπότε το δικαστήριο μετά από 12 ώρες διαδικασία διέκοψε για τη Δευτέρα προκειμένου να αγορεύσουν οι συνήγοροι υπεράσπισης και να ληφθεί η απόφαση.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΙΔΕ
Η δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας θυμίζουμε ότι ξεκίνησε στις 5 Νοεμβρίου. Η 35χρονη πολύτεκνη μητέρα είχε βρεθεί νεκρή γύρω στις 7 το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου 2016 μέσα στο αυτοκίνητό της σε αγροτικό δρόμο στη Λεύκη Γαργαλιάνων, πυροβολημένη στο κεφάλι. Ο ιατροδικαστής που έκανε την αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος και αργότερα τη νεκροψία-νεκροτομή προσδιόρισε στην προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου ως ώρα θανάτου της γυναίκας τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Δεκεμβρίου, με απόκλιση μέχρι 4 ωρών. Σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας και όσα υποστήριξε ο σύζυγός της στην απολογία του χθες, η 35χρονη τσακώθηκε άγρια με τη μάνα της το απόγευμα της 8ης Δεκεμβρίου και για να την καλμάρει έφυγαν μαζί από το σπίτι, για να πάνε στο χτήμα τους για ξύλα. Εκεί κουβέντιασαν πολύ, όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος, κι ενώ είπαν μετά ότι θα βγουν για καφέ στον Πύργο Τριφυλίας, σταματώντας στο βενζινάδικο για να ρίξουν βενζίνη στα αυτοκίνητά τους, η γυναίκα του το μετάνιωσε και με το πρόσχημα ότι χρωστάει κάτι λεφτά και πρέπει να τα δώσει, έφυγε μόνη της με το δικό της αυτοκίνητο και αυτός επέστρεψε με το βανάκι του φορτωμένο ξύλα στο σπίτι τους, στους Γαργαλιάνους. Αυτή ισχυρίστηκε ότι ήταν και η τελευταία φορά που την είδε.
“ΑΛΙΜΟΝΟ ΜΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑ”
Ο κατηγορούμενος είπε ότι αγαπούσε τη γυναίκα του και ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της, ενώ πήγαιναν παντού μαζί και δεν καβγάδιζαν – όπως είχε ακουστεί σε καταθέσεις κατά την προδικασία, τις οποίες όμως οι μάρτυρες που προσήλθαν αναίρεσαν στη δίκη, μιλώντας για στημένες από την Αστυνομία καταθέσεις. Ο κατηγορούμενος μάλιστα ερωτώμενος εκτίμησε ότι μάλλον έψαχναν οπωσδήποτε για έναν ένοχο και προσπάθησαν να του φορτώσουν το έγκλημα. Αρνήθηκε ότι έπεσε σε αντιφάσεις κατά την εξέτασή του από τους αστυνομικούς και ότι παρουσίασε διαφορετικές εκδοχές, για το πώς έφυγε από το σπίτι η γυναίκα του και τι έγινε όταν τη βρήκαν με τους εργάτες που πήγαιναν για ελιές νεκρή. Επέμεινε ότι οι αστυνομικοί τον εξευτέλισαν, τον έγδυσαν, τον χτύπησαν και τον απείλησαν να λέει σε όλα “ναι” ό,τι και να τον ρωτούσαν.
Ο κατηγορούμενος απάντησε σε ερώτηση της εισαγγελέα ότι παντρεύτηκε από έρωτα τη γυναίκα του, λέγοντάς “αλίμονό μου αν δεν την αγαπούσα”, αλλά υποστήριξε ότι ειδικά κατά την τελευταία εγκυμοσύνη στο 4ο παιδί τους έγινε πολύ δεσποτική και καβγάδιζε με την πεθερά και με τη μητέρα της. Επίσης, υποστήριξε ότι η γυναίκα του είχε κι άλλες φορές φύγει από το σπίτι και δεν είχε επιστρέψει τη νύχτα, αλλά πάντα γύριζε πίσω γιατί “μαζί του ήταν εντάξει”.
ΤΗΝ ΕΨΑΞΕ ΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥΣ
Το γιατί δεν πήγε κατευθείαν στην Αστυνομία το δικαιολόγησε λέγοντας ότι μια άλλη φορά του είχαν πει πως θα έπρεπε να έχουν περάσει 24 ώρες για να πάει στο Τμήμα και να δηλώσει εξαφάνιση. Είπε ακόμη ότι μιλώντας με μια θεία της, αλλά και με προτροπή της μητέρας της γυναίκας του να μην την ψάξει άλλο γιατί όπου και αν πήγε θα γυρίσει, υπέθεσε ότι θα επέστρεφε όπως και τις άλλες φορές. Υποστήριξε ωστόσο πως βγήκε και την έψαξε ο ίδιος με το βανάκι του κι έτσι τον “έπιασε” 8.26 το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου η κάμερα στο φωτοβολταϊκό πάρκο, καθώς λίγο μακρύτερα είναι το χτήμα τους (σ.σ. εκεί κοντά βρέθηκε και το πτώμα της γυναίκας μέσα στο αυτοκίνητο), καθώς ήθελε να δει αν είχε πάει εκεί η γυναίκα του.
Όσο για το αυτοκίνητο που φαίνεται στο βίντεο να ακολουθεί το βανάκι του κατηγορούμενου και σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα είναι της γυναίκας του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε πως κατάλαβε ή είδε να τον ακολουθεί, ενώ υποστήριξε πως δεν φοράει ρολόι και δεν κοιτάζει ποτέ την ώρα όταν βγαίνει από το σπίτι, γι’ αυτό και υποθέτει ότι το βαν στο βίντεο είναι το δικό του, καθώς, όπως είπε και νωρίτερα, βγήκε για να την ψάξει μετά που ξεφόρτωσε τα ξύλα. Αφού όμως δεν είδε φως στην αγροικία του χτήματος, υποστήριξε ότι επέστρεψε στο σπίτι τους στους Γαργαλιάνους, όπου η κόρη τους ανέφερε στον πατέρα της ότι η μαμά της της είπε ότι θα είναι σε ένα καφενείο. Τότε, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, πήρε την κόρη τους και πήγαν μαζί να την αναζητήσουν στο καφενείο -κάτι που επιβεβαίωσε στην κατάθεσή του στο δικαστήριο μάρτυρας νωρίτερα το πρωί- ενώ υποστήριξε ότι υπάρχει και βίντεο από ένα περίπτερο που τον δείχνει μαζί με την κόρη του να ψωνίζουν πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους, γύρω στις 9 το βράδυ.
“ΘΑ ΕΚΑΝΕ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟ”
Ο κατηγορούμενος χαρακτήρισε τη γυναίκα του φιλοχρήματη και υποστήριξε πως θα έκανε ακόμα και κάτι παράνομο προκειμένου να κερδίσει λεφτά. Αυτό ήταν κάτι που υποστήριξε ο κατηγορούμενος ως απάντηση σε μια διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με ένα πακέτο χασίς που η πεθερά του τού αποκάλυψε -όπως ισχυρίστηκε- αργότερα ότι φύλαγε η γυναίκα του στο ψυγείο του σπιτιού τους. Ισχυρίστηκε επίσης πως κάποιο διάστημα νωρίτερα από τη δολοφονία της είχε σηκώσει από ένα λογαριασμό 10.000 ευρώ, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι έκανε η γυναίκα του.
Σχετικά με πιθανή εξωσυζυγική σχέση που μάρτυρας είχε πει ότι ακουγόταν πως διατηρούσε η γυναίκα του, ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως ποτέ δεν πίστεψε κάτι τέτοιο και πως ντράπηκε όταν άκουσε όλα αυτά που ειπώθηκαν για αυτή και τις συμπεριφορές της στο δικαστήριο.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Νωρίτερα, είχε προβληθεί με αρκετές τεχνικές δυσκολίες το βίντεο από το φωτοβολταϊκό πάρκο, το οποίο η υπεράσπιση τόνισε πως δεν αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να γνώριζε ότι ακολουθούσε η γυναίκα του με το αυτοκίνητό της. Αν και αυτό αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, η υπεράσπιση τόνισε πως το βίντεο δεν πήγε ποτέ στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ ώστε να προσδιοριστεί σε τι απόσταση ακολουθεί το πίσω αυτοκίνητο και αν είναι αυτό του θύματος. Αντίθετα, το βούλευμα -σύμφωνα πάντα με την υπεράσπιση- υιοθέτησε το διαβιβαστικό της Ασφάλειας Καλαμάτας όπου αναφέρεται πως το θύμα φαίνεται από το βίντεο ότι στις 8.26 μ.μ. ακολουθεί σε απόσταση λίγων μέτρων το προπορευόμενο βαν του κατηγορούμενου, ενώ προσδιορίζει ως ώρα θανάτου τις 8.30 το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου. Κάτι που, όπως επεσήμανε η υπεράσπιση, δεν προέκυψε από την εξέταση του ιατροδικαστή, και επανέλαβε ότι πρόκειται για μια στημένη υπόθεση εξαρχής.
Νωρίτερα το πρωί, εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα ο οποίος βεβαίωσε ότι είδε στο καφενείο μετά τις 8 το βράδυ τον κατηγορούμενο μαζί με το παιδί του να ρωτάνε αν πέρασε από εκεί η σύζυγός του, διαβάστηκαν και οι καταθέσεις της πεθεράς του θύματος και ενός ακόμα μάρτυρα συγγενή του κατηγορουμένου, οι οποίοι έχουν πεθάνει. Και στις δύο αυτές καταθέσεις κατά την προδικασία, οι δύο θανόντες σήμερα μάρτυρες είχαν μιλήσει για συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι, με το συγγενή του να έχει καταθέσει πως δεν θα του φαίνονταν περίεργο αν είχε σκοτώσει ο κατηγορούμενος τη γυναίκα του. Αργότερα, ο κατηγορούμενος στην απολογία του υποστήριξε ότι ο συγγενής του είπε ψέματα γιατί είχαν μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Η εισαγγελέας μίλησε για στυγερό έγκλημα εις βάρος μιας νέας γυναίκας, μητέρας 4 παιδιών. Είπε ότι ο δολοφόνος ήταν προσεκτικός, εξαφάνισε τον κάλυκα ώστε να μην γίνει ταυτοποίηση με κανένα κυνηγετικό όπλο, ενώ στόχος του ήταν ο άμεσος θάνατος της γυναίκας και έγινε με απίστευτη βιαιότητα. Ξεκάθαρα ο δράστης ήταν οικείο πρόσωπο, το θύμα δεν αιφνιδιάστηκε, είπε, επικαλούμενη την κατάθεση του ιατροδικαστή. Δεν ταιριάζει, είπε επίσης η εισαγγελέας, ότι το θύμα βρισκόταν εκεί γιατί είχε ραντεβού, καθώς το αυτοκίνητο διακρινόταν από το δρόμο, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή συνεύρεση. Βασικός λόγος που το ζευγάρι καβγάδιζε συχνά σύμφωνα με την εισαγγελέα, και έντονα, ήταν πως το θύμα ήθελε να ελέγχει απόλυτα τα οικονομικά του σπιτιού, δίνοντας “χαρτζιλίκι” στον κατηγορούμενο. Είπε ακόμα ότι το θύμα άφηνε αφρόντιστο το σπίτι και τα παιδιά της, είχε έντονο χαρακτήρα και μάλωνε με όλους στην οικογένεια, περιγράφοντας μια δύσκολη συμβίωση στο σπίτι με συχνούς καβγάδες.
Για τον κατηγορούμενο είπε ότι έκανε υπομονή και υπέφερε τον δύστροπο χαρακτήρα της συζύγου του, αλλά κάποιες φορές -όπως κατέθεσαν μάρτυρες- του ξέφευγε ο έλεγχος και απειλούσε το θύμα, ενώ την είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο. Επίσης, μάρτυρες είχαν ακούσει να τη βρίζει χυδαία, όπως και τον είχαν ακούσει να της λέει “αν φύγεις θα σε σκοτώσω”. Απέκλεισε επίσης το να είχε εξωσυζυγικό δεσμό το θύμα, και επεσήμανε ότι μόνο ένας μάρτυρας κατέθεσε πως άκουσε ότι είχε, χαρακτήρισε όμως αόριστη τη μαρτυρία του. Ακόμα, όταν έγινε η άρση απορρήτου δεν βρέθηκε, είπε η εισαγγελέας, καμία ύποπτη επικοινωνία, επαφή ή μήνυμα που να παραπέμπει σε παράνομες συναλλαγές ή εξωσυζυγική ερωτική σχέση. Σημείωσε επίσης, επικαλούμενη και την κατάθεση του ιατροδικαστή, ότι δεν ήταν χρήστρια χασίς.
“Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕ”
Η εισαγγελέας επικαλούμενη μαρτυρίες για άγριο καβγά του ζευγαριού στις 8 Δεκεμβρίου και απειλές του κατηγορούμενου “θα δεις τι θα πάθει το βράδυ”, που άκουσε εργάτρια η οποία κατέθεσε στο δικαστήριο, μίλησε για την πρόθεση του θύματος να τον εγκαταλείψει. Μάλιστα είπε ότι τσακώθηκαν δύο φορές εκείνη την ημέρα και υπενθύμισε ότι αρχικά οι μάρτυρες -κατά την προδικασία- είχαν πει πως το θύμα έφυγε από το σπίτι της γύρω στις 6 το απόγευμα, αφού είχαν γυρίσει από το βενζινάδικο με τον κατηγορούμενο. Αναφορικά με το βίντεο από τα φωτοβολταϊκά, η εισαγγελέας υπέθεσε με σιγουριά ότι 8.26 μ.μ. κατευθύνθηκαν μαζί (κατηγορούμενος και θύμα) στον τόπο του εγκλήματος, και αναφέρθηκε σε διαφορετικές εκδοχές και αντιφάσεις του κατηγορούμενου, περιγράφοντας πώς ο κατηγορούμενος πλησίασε το αυτοκίνητο του θύματος και την πυροβόλησε στο κεφάλι - γι’ αυτό, είπε, και το θύμα δεν αιφνιδιάστηκε, καθώς περίμενε να ανοίξει την πόρτα ο σύζυγος και πατέρας των παιδιών της.
Ν.Κ.