Τρίτη, 15 Δεκεμβρίου 2015 08:46

Ισόβια στον Αλβανό για τη δολοφονία ηλικιωμένης στο Μοναστήρι Αετού

Ισόβια στον Αλβανό για τη δολοφονία ηλικιωμένης στο Μοναστήρι Αετού

Ενοχο κήρυξε χθες το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας τον 32χρονο Αλβανό κατηγορούμενο για τη δολοφονία και τη ληστεία μιας ηλικιωμένης στο Μοναστήρι Αετού και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.

Την απόφαση πήρε το δικαστήριο κατά πλειοψηφία 4 - 3. Νωρίτερα ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Δημήτρης Σταύρου πρότεινε την αθώωση του κατηγορουμένου, λέγοντας ότι οι σοβαρές παραλείψεις στη δικογραφία οδηγούν σε «σοβαρές ελλείψεις ενοχής του κατηγορουμένου».

Θυμίζουμε ότι την ηλικιωμένη γυναίκα κατηγορούνταν ότι την χτύπησαν άγρια και την άφησαν να πεθάνει από ασφυξία μέσα στο σπίτι της 3 Αλβανοί, στις 27 Φεβρουαρίου του 2008. Οι ληστές είχαν κλείσει το στόμα της άτυχης 84χρονης με ένα κομμάτι ύφασμα και είχαν τυλίξει ένα κασκόλ στο πρόσωπό της για να μην μπορεί να το φτύσει. Φεύγοντας την πέταξαν στο κρεβάτι και την κουκούλωσαν με ένα σωρό βαριά ρούχα και σκεπάσματα, αφήνοντάς την να πεθάνει από ασφυξία. Ο 32χρονος Αλβανός όλα αυτά τα χρόνια φυγοδικούσε. Πέρυσι το Φεβρουάριο ένας άλλος 24χρονος ομοεθνής του αθωώθηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας, γιατί τα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να οδηγηθεί το δικαστήριο με βεβαιότητα στην καταδίκη, ενώ ο τρίτος -ο οποίος ήταν τότε 17 χρονών- έχει δικαστεί και καταδικαστεί ερήμην σε 28 χρόνια από το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Κυπαρισσίας.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: «ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΧΕΣΗ»

Ο κατηγορούμενος δήλωσε εξ αρχής ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ό,τι του καταλογίζουν. Υποστήριξε δε στην απολογία του πως την ηλικιωμένη την είδε μια φορά μόνο, όταν της πήγε στο σπίτι κάτι ξύλα και τα άφησε έξω από την μάντρα, χωρίς να μπει μέσα. Τότε αυτή τον πλήρωσε και εκείνος έφυγε, όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, ενώ δούλεψε στα χωράφια της μια ακόμα φορά. Το βράδυ του φόνου ισχυρίστηκε ότι είχε πάει σε καφενείο στο Κοπανάκι και μετά σε ένα μπαρ λίγο πιο πάνω μαζί με φίλους τους, πριν πάει στο σπίτι του για ύπνο. Οσον αφορά την κοπέλα με την οποία είχε τότε σχέση, υποστήριξε ότι την είχε διώξει αλλά εκείνη επέμενε να τον παίρνει τηλέφωνο και ισχυρίστηκε ότι λέει ψέματα πως της πήρε ένα ακριβό δώρο για το λαιμό, όπως και ότι τον πήρε τηλέφωνο αφού είχε φύγει στην Αθήνα για να τον ρωτήσει αν αυτός έκανε το φόνο.

Ο κατηγορούμενος αφού έδωσε ένορκη κατάθεση στην Αστυνομία, την επομένη εξαφανίστηκε από το χωριό και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι τσακώθηκε άγρια με τον πατέρα του και εκείνος τον χτύπησε. Σκεφτόταν άλλωστε, σύμφωνα πάντα με όσα υποστήριξε στην απολογία του, να φύγει γιατί ήθελε να αρχίσει τη δική του ζωή. Κι όταν ο πατέρας του άπλωσε χέρι πάνω του για μια ακόμα φορά, το πήρε απόφαση, και αφού αρχικά έφυγε για την Αθήνα μετά πήγε στον παππού και τη γιαγιά του στην Αλβανία. Και παρόλο που πέρασαν 7 χρόνια μέχρι τη σύλληψή του πριν λίγους μήνες στα σύνορα με το Μαυροβούνιο, αυτός ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε έμαθε από συγγενείς ή φίλους ότι καταζητείτο ως φονιάς. Ο εισαγγελέας Δημ. Σταύρου ζήτησε να γίνει κατ' αντιπαράσταση εξέτασή του με την πρώην κοπέλα του. Εκείνη επέμεινε ότι τον είχε ρωτήσει στο τηλέφωνο αν σκότωσε αυτός την ηλικιωμένη γυναίκα, ο κατηγορούμενος, όμως, αρνήθηκε για μια ακόμα φορά και υποστήριξε ξανά πως έφυγε μετά τον τσακωμό με τον πατέρα του γιατί δεν άντεχε άλλο την καταπίεση. Οσο για την κοπέλα, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν δεχόταν ότι έχουν τελειώσει μεταξύ τους και λέει ψέματα. 

 

Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Ο εισαγγελέας Δημήτρης Σταύρου ξεκινώντας την αγόρευσή του είπε ότι το έγκλημα έγινε με στυγνό και απάνθρωπο τρόπο, με σκοπό τη ληστεία. Αναφέρθηκε και στην αυτόπτη μάρτυρα, η οποία είδε έξω από το σπίτι της ηλικιωμένης τρία άτομα. Μια μαρτυρία που όπως είπε δεν αξιοποιήθηκε τόσο προανακριτικά, όσο και ανακριτικά. Γιατί αν και είχε παρέλθει το αυτόφωρο, οι ύποπτοι θα μπορούσαν να κρατηθούν γιατί ήταν παράνομα στην Ελλάδα. Ετσι θα δινόταν η δυνατότητα στις αστυνομικές αρχές να παρουσιάσουν τους ύποπτους στην αυτόπτη μάρτυρα ή και να υπάρξει μία κατ' αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο και την μάρτυρα. Συνεχίζοντας την αγόρευσή του ο κ. Σταύρου ανέφερε πως τα επιβαρυντικά στοιχεία που θα μπορούσαν να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο δεν υπάρχουν. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι η αυτοψία στο χώρο του εγκλήματος δεν ταυτοποιεί κάποιον από τους δράστες. Επίσης από την εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη δεν βρέθηκε DNA του κατηγορουμένου, που να ταιριάζει με τα δείγματα από τον χώρο του εγκλήματος, ούτε και δακτυλικά αποτυπώματα. Επίσης, δεν υπάρχει ομολογία του κατηγορουμένου ότι διέπραξε το έγκλημα, αλλά και οι μάρτυρες της υπόθεσης δεν συνεισέφεραν στοιχεία ενοχής. Η μόνη μάρτυρας που θα μπορούσε ίσως να τον αναγνωρίσει -και είδε τους τρεις έξω από το σπίτι της δολοφονηθείσας-, έφυγε δύο χρόνια μετά από την Ελλάδα.  

Ο κ. Σταύρου είπε ακόμα πως μετά την εξαφάνισή του από το Κοπανάκι θεωρήθηκε ο κατηγορούμενος ύποπτος -την επόμενη μέρα της κατάθεσής του στην Αστυνομία-, αλλά αυτό είναι μια ένδειξη ενοχής. Οπως ένδειξη της ενοχής του είπε πως είναι και η κατάθεση της πρώην φίλης του, ότι ο κατηγορούμενος είχε πάνω του την επομένη της δολοφονίας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και της πήρε ένα καλό δώρο. Πρόσθεσε δε πως η φυγή του και η κατάθεση της πρώην φίλης του αποτελούν ενδείξεις για την παραπομπή του σε δίκη, δεν υπάρχουν όμως τα κλασικά στοιχεία για να κηρυχθεί ένοχος.