«Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω δεν θα ξεκινούσα τη γνωριμία μου με τον Κώστα Σγούρο» είχε δηλώσει νωρίτερα, στη δική του απολογία, ο Π.Μ. από την πλευρά του. Και οι δυο τους ζήτησαν συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, ενώ ο Ν.Μ. πρόσθεσε ότι γνωρίζει πως «ό,τι και να πω τώρα, αυτό δεν λέει τίποτα στις οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους».
Με τις ερωτήσεις που απηύθυναν στους δύο κατηγορούμενους, ο πρόεδρος της έδρας Νικόλαος Νταής και ο εισαγγελέας πρωτοδικών Παρασκευάς Αδάμης προσπάθησαν να ξετυλίξουν το κουβάρι των όσων διαδραματίστηκαν εκείνη τη μοιραία νύχτα του Αυγούστου. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο εισαγγελέας εκτίμησε -μετά την ολοκλήρωση της απολογίας του Π.Μ.- ότι οι δύο νέοι δεν τα έχουν πει όλα: «Βλέπω ότι κάτι κρύβετε, αυτό καταλαβαίνω από όλη την ακροαματική διαδικασία. Θα δικαστείτε για δις ισόβια. Αποφασίστε μέχρι το τέλος της διαδικασίας να πείτε τι έχει γίνει» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Π. Αδάμης.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος Ν. Νταής επέμεινε ιδιαίτερα να εξηγήσουν οι δύο κατηγορούμενοι, αφ’ ενός αν ήταν και οι δύο -ή μόνο ο Π.Μ.- στο αγροτικό αυτοκίνητο που ακολούθησε ώς τα Αλτομιρά τα δύο θύματα, και αφ’ ετέρου τον λόγο που ο Ν.Μ. πυροβόλησε πολλές φορές τον Κ. Σγούρο και τον Γ. Κομμάτη. Και οι δύο νέοι δήλωσαν ότι ήταν μαζί στο αυτοκίνητο και ότι δεν οδηγούσε ο Π.Μ. τους Σγούρο και Κομμάτη σε ενέδρα του Ν.Μ., ενώ ο Ν.Μ. είπε ότι δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί πυροβόλησε επανειλημμένα τα δύο θύματα, γεμίζοντας και δεύτερη φορά την καραμπίνα.
Επανειλημμένα, εξ άλλου, ρωτήθηκαν οι Π.Μ. και Ν.Μ. για ποιο λόγο πήραν το όπλο στο αυτοκίνητο, χωρίς να φαίνεται ότι πείθουν την έδρα όταν απαντούσαν πως το έκαναν «επειδή φοβούνταν»· με αποτέλεσμα ο πρόεδρος συχνά πυκνά να επανέρχεται στο συγκεκριμένο θέμα.
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Π.Μ.
Απολογούμενος ο Π.Μ. έκανε λόγο για τη γνωριμία του σε γυμναστήριο της Καλαμάτας με τον Κ. Σγούρο, ο οποίος -όπως είπε ο κατηγορούμενος- του είχε δώσει μια φορά αναβολικά. Είπε ακόμα πως είχε δώσει 800 ευρώ στο θύμα για να τον προμηθεύσει με ενέσιμα αναβολικά, αλλά αυτός καθυστερούσε την παράδοσή τους. Υποστήριξε ότι η αρχική συνάντησή του με τον Σγούρο και τον Κομμάτη, στο πάρκο του Αλμυρού τη νύχτα της 18ης Αυγούστου 2014, αφορούσε το θέμα αυτό. Δήλωσε ωστόσο ότι στο τηλεφώνημά του προς το θύμα δεν ανέφερε το θέμα των αναβολικών, αλλά ότι τον ήθελε για να του δείξει «ένα κλεμμένο αυτοκίνητο» - ως πρόσχημα, όπως είπε, προκειμένου να πειστεί ο Σγούρος ώστε να πάει στη συνάντηση.
Σε αυτή, συνέχισε ο Π.Μ., ζήτησε τα αναβολικά, ο Σγούρος του είπε ότι δεν τα έχει και τότε, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, τσακώθηκαν και ο ίδιος γύρισε στο αγροτικό, όπου είχε παραμείνει κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο Ν.Μ. Επιστρέφοντας στον Κάμπο και στο ύψος της γέφυρας της Κοσκάρακας, είπε ο Π.Μ., δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Σγούρο ο οποίος ζητούσε να δει το επίμαχο αυτοκίνητο και έτσι τους είπαν ότι θα περιμένουν αυτόν και τον Κομμάτη στη γέφυρα. Συνεχίζοντας δήλωσε πως είπε στα δύο θύματα, που έφτασαν με τη μηχανή του Σγούρου, ότι το αυτοκίνητο ήταν μακριά, προσπαθώντας, όπως είπε, να τους κάνει να παραιτηθούν από την απαίτησή τους να το δουν - χωρίς να το κατορθώσει όμως, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν προς τα Αλτομιρά.
Στον χωματόδρομο κι ενώ η μηχανή του Σγούρου είχε «κολλήσει» μια - δυο φορές λόγω της ανωφέρειας, ο Π.Μ. δήλωσε ότι κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να την σπρώξει αλλά τότε ο Σγούρος, εκνευρισμένος, τον έπιασε από τον σβέρκο και άρχισαν να περπατούν στον χωματόδρομο. Συνεχίζοντας ο Π.Μ. είπε ότι άκουσε βήματα πίσω τους και ενστικτωδώς, όπως είπε, ξέφυγε από τη λαβή του Σγούρου κι έκανε πίσω, τη στιγμή που ο Ν.Μ. πυροβολούσε τα δύο θύματα.
Ο ίδιος δήλωσε ότι περιήλθε σε κατάσταση σοκ - «έκανα εμετό, είχα παγώσει» είπε και στη συνέχεια περιέγραψε πώς μετέφεραν τα θύματα μέχρι το σημείο όπου πέταξαν τα νεκρά σώματα, ενώ στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι του Ν.Μ. στη Φιλοθέη, όπου έπλυναν το αυτοκίνητο και πέταξαν σε κάδους τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων, έχοντας νωρίτερα αφήσει τη μηχανή του Σγούρου στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου «Φωτεινή».
Ο Π.Μ. δήλωσε πως δεν γνωρίζει γιατί πυροβόλησε ο Ν.Μ., ενώ απέρριψε ότι υπήρξε ο παραμικρός προσχεδιασμός από την πλευρά τους, χωρίς να σχολιάσει πάντως την παρατήρηση του εισαγγελέα πως τα στοιχεία από τα κινητά τηλέφωνα δείχνουν ότι το δεύτερο ραντεβού κλείστηκε μετά από τηλεφώνημα προς τα θύματα από το κινητό του Ν.Μ. Παραδέχτηκε πάντως, σε άλλη παρατήρηση του εισαγγελέα, ότι μπαίνοντας στον χωματόδρομο προς τα Αλτομιρά, ο ίδιος και ο Ν.Μ. συζήτησαν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει κάποιος από τους δύο την καραμπίνα, προσθέτοντας πως ο ίδιος δήλωσε στον Ν.Μ. ότι δεν μπορεί να το κάνει.
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Ν.Μ.
Από την πλευρά του, ο Ν.Μ. στην απολογία του δήλωσε ότι είχε γνωρίσει τον Κ. Σγούρο σε γυμναστήριο της Καλαμάτας, ότι είχε πάρει από εκείνον αναβολικά που όμως -όπως είπε- δεν έφεραν αποτέλεσμα και τα σταμάτησε, προσθέτοντας ότι στη συνέχεια άλλαξε γυμναστήριο και δεν τον ξαναείδε.
Για τη μοιραία νύχτα, ο Ν.Μ. δήλωσε πως πήγε στο σπίτι του Π.Μ. στο Κάμπο και δέχτηκε να τον συνοδεύσει στη συνάντησή του στο Αλμυρό με τον Σγούρο, «για να πάρουμε τα πράγματα, δηλαδή τα αναβολικά, εγώ αυτό κατάλαβα» είπε. Ερωτώμενος σχετικά με την καραμπίνα που πήραν μαζί τους στο αγροτικό οι δύο φίλοι, είπε πως «την πήραμε από χαζομάρα κι από φόβο, μέχρις ενός σημείου». Συνεχίζοντας είπε πως στη συνάντηση του Π.Μ. με τον Σγούρο και τον Κομμάτη στο Αλμυρό, ο ίδιος δεν βγήκε από το αυτοκίνητο, αλλά είδε ότι δημιουργήθηκε ένταση και ο φίλος του επέστρεψε στο αγροτικό, με το οποίο ξεκίνησαν για το σπίτι του Π.Μ. στον Κάμπο.
Και ο Ν.Μ. είπε ότι όταν βρίσκονταν κοντά στην Κοσκάρακα τα θύματα τηλεφώνησαν στον Π.Μ. να συναντηθούν εκ νέου για κάποιο αυτοκίνητο - «δεν ξέρω γιατί το είπε ο Π.Μ., δεν υπήρχε αυτοκίνητο, ήταν πρόσχημα για να δεχθεί ο Σγούρος να έρθει στη συνάντηση. Πιστεύω πως ο Π.Μ. φοβήθηκε να τους πει πως τους έλεγε ψέματα» δήλωσε ο Ν.Μ., που κι αυτός δέχθηκε ότι μπαίνοντας στον χωματόδρομο για τα Αλτομιρά έγινε πράγματι συζήτηση για ενδεχόμενη χρήση της καραμπίνας, επειδή οι Σγούρος και Κομμάτης «ήταν τσαντισμένοι» από την ταλαιπωρία που υφίσταντο και στην οποία οι Π.Μ. και Ν.Μ. πόνταραν, για να εγκαταλείψουν την πρόθεσή τους να δουν το δήθεν «κλεμμένο αυτοκίνητο».
Ο Ν.Μ. περιέγραψε κι αυτός πως όταν ο Π.Μ. βγήκε από το αυτοκίνητο για να σπρώξει τη μηχανή του Σγούρου -που είχε «μείνει» για τρίτη φορά- ο Κ. Σγούρος έπιασε τον φίλο του από τον σβέρκο και τον έσπρωχνε να περπατήσει στον χωματόδρομο:
«Πήρα την καραμπίνα και άρχισα να περπατώ προς το μέρος τους, πίστευα ότι ο Π.Μ. κινδύνευε έτσι όπως το έβλεπα. Ο Π.Μ. έσπρωξε το χέρι του Σγούρου και έκανε στην άκρη, τότε άρχισα κι εγώ να πυροβολώ. Δεν μου είχε πει ο Π.Μ. να τους σκοτώσουμε, είχε πει "αν χρειαστεί να πυροβολήσουμε". Δεν υπήρχε λογική σε αυτό που έκανα, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, δεν ξέρω γιατί πυροβόλησα τόσες φορές. Εκείνη τη στιγμή έτσι το έβλεπα. Ξέρω ότι δεν υπάρχει δικαιολογία για αυτό που έκανα. Δεν πιστεύαμε ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα» είπε ο Ν.Μ. απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις του προέδρου Ν. Νταή, απορρίπτοντας την παρατήρησή του πως οι επανειλημμένοι πυροβολισμοί έδειχναν ιδιαίτερο μίσος: «Οι ενέργειές μου έβγαιναν μηχανικά» δήλωσε.
Στη συνέχεια περιέγραψε με τη σειρά του τον τρόπο που έβαλαν τα σώματα των δύο νεκρών στην καρότσα του αγροτικού, λέγοντας ότι δρούσαν σε κατάσταση πανικού, «δεν σκεφτόμαστε, περάσαμε δύο χωριά και κοντεύαμε στην πλατεία του Κάμπου, το σημείο που έστριψε ο Π.Μ. ήταν το μόνο που μπορούσαμε να πάμε εκεί που είχαμε φτάσει» δήλωσε ο Ν.Μ.
Ο ίδιος, απαντώντας σε ερωτήσεις του εισαγγελέα Π. Αδάμη, είπε μεταξύ άλλων ότι πράγματι τον ενοχλεί που οι γονείς του είναι χωρισμένοι, ωστόσο χαρακτήρισε «ως ένα βαθμό υπερβολικές» τις εκτιμήσεις των ψυχολόγων που ακούστηκαν σχετικά με την συναισθηματική του κατάσταση.
Η δίκη θα συνεχιστεί -και αναμένεται να ολοκληρωθεί με την έκδοση απόφασης- την ερχόμενη Τετάρτη 27 Ιανουαρίου, με την πρόταση του εισαγγελέα και τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης.