Οπως αναφέρει το synodoiporia.gr o μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος ξεκίνησε την ομιλία του με την αξιωματική αρχή ότι, εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Και αυτό γιατί η Εκκλησία είναι η μοναδική κιβωτός σωτηρίας για τον άνθρωπο.
Την σωτηριολογική της διάσταση η Εκκλησία την εκφράζει μέσα από μία πορεία φιλάνθρωπης θεραπευτικής, την οποία θεμελιώνει στο έργο της θείας οικονομίας και καταξιώνει εκκλησιολογικά με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται και εκφράζεται ποιμαντικά ο θεραπευτικός και φιλανθρωπικός χαρακτήρας της Εκκλησίας , είναι αφ᾽ ενός το μυστήριο της Εξομολογήσεως και αφετέρου η λειτουργικότητα των «κανονικών επιτιμίων».
«Σκοπός και των δύο, είναι η επανένταξη των «πεπτοκότων αμαρτωλών», στην εκκλησιαστική κοινότητα. Το γεγονός της αμαρτίας, ως γεγονός αποτρεπτικό προς επίτευξη της σωτηρίας, είναι που αναγκάζει την Εκκλησία να αντιμετωπίσει θεραπευτικά τον πιστό.
Και να του δώσει την δυνατότητα μέσα από μια διαδικασία, αυτή της μετάνοιας, να αποκτήσει ξανά το εχέγγυο προς την σωτηρία του.»
Το πρώτο λοιπόν απαραίτητο στοιχείο, είναι η μετάνοια, ως απόρριψη της αμαρτίας και ως μεταστροφή του νου προς το «αγαθόν», με σκοπό να επανέλθει ο μετανοών πιστός στην ίδια την ευχαριστιακή κοινωνία. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την συνέργια των μετανοούντων.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η συγχώρεση. Η συγχώρεση είναι συστατικό στοιχείο της πορείας προς την αγιότητα. Και συγχρόνως, καθοριστικός παράγοντας του φιλανθρώπου και θεραπευτικού χαρακτήρα της Εκκλησίας. Αφού η συγχώρεση αποτελεί το ξαναγράψιμο της ιστορίας κάθε πιστού στην πορεία του προς τον αγιασμό και συγχρόνως το επιστέγασμα του μυστηρίου της μετανοίας του.
Ως προς το ερώτημα ποιος αποφασίζει για την συγχώρεση, ο Σεβ. τόνισε ότι είναι κατ᾽ αρχήν ο Επίσκοπος και ο διατεταγμένος Πρεσβύτερος. Γιατί η συγχώρεση ως εκκλησιολογικό γεγονός δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την αναφορά στην ιεροσύνη.
«Τα όρια όμως της συγχώρεσης, αποτελούν μία πορεία, η οποία διασώζεται μέσα από την κανονική παράδοση της Εκκλησίας όπου επισημαίνεται η επιείκεια, ο ποιμαντικός χαρακτήρας της, η φιλάνθρωπη και θεραπευτική λειτουργικότητα της, ο χαρισματικός της ρόλος, η απενοχοποίηση της διαδικασίας και τέλος το μη νομικίστικο – δικανικό του όλου θέματος.»
Τα επιτίμια στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας της μετάνοιας και της συγχωρητικότητος, έχουν πάντα για την Εκκλησία θεραπευτικό και φιλάνθρωπο χαρακτήρα και ουδέποτε δικανικό ή νομικό. Δεν αποτέλεσαν ποτέ μέσα, προς ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των επιτιμίων, τυγχάνει η μετάνοια σε συσχετισμό προς την προαίρεση του μετανοούντος.
Και όπως σημείωσε ο Σεβασμιώτατος, η άσκηση της επιείκειας ή της φιλανθρώπου θεραπευτικής της Εκκλησίας, προς εκείνους οι οποίοι επέδειξαν την μετάνοια, εκφράζει το μεγαλείο της Εκκλησίας στην πορεία για την τελείωση.
Η οικονομία αποτελεί έναν τρόπο θεραπευτικής και ποιμαντικής, του ίδιου του μυστηρίου της Εκκλησίας. Γι᾽ αυτό και η οικονομία χωρίς μετάνοια δεν έχει κανένα νόημα. Γιατί η μετάνοια είναι ένα συνεχές βίωμα και όχι απλά μια στιγμιαία πράξη. Και επιπλέον προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου.
Οι Κανόνες είναι για να σώζουν τους ανθρώπους και όχι για να τους δεσμεύουν και να τους οδηγούν στην απόγνωση και στην απώλεια, συμπλήρωσε.
Ο Σεβασμιώτατος ολοκλήρωσε την εισήγησή του με δύο επισημάνσεις:
«Η πρώτη, πως ο πνευματικός πατέρας είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται από το χάρισμα της διακρίσεως.
Και η δεύτερη ότι η πράξη και η εφαρμογή της οικονομίας, είναι το θεραπευτικό μέσο ώστε ο αμαρτωλός να αισθανθεί την μητρική και φιλάνθρωπη παρουσία της Εκκλησίας και όχι να αντιμετωπίζεται μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως, με ένα πνεύμα καθαρά κοσμικό, δικανικό ή κάτω από μία προοπτική ιεροεξεταστικής διαδικασίας, με την απόφαση της οποίας επικρέμαται ο πέλεκυς της τιμωρίας και μόνο.»