Πρόκειται για μία καλαίσθητη έκδοση, η οποία με περιληπτικό τρόπο παρουσιάζει τα γεγονότα πριν και μετά από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το βιβλίο αυτό είναι το δεύτερο που αναφέρεται στη Σύνοδο αυτή και εκδίδεται το 2017.
Ο Ποιμενάρχης της εν Μεσσηνία Εκκλησίας και Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μητροπολίτης Χρυσόστομος αναφέρει μεταξύ πολλών άλλων στο βιβλίο αυτό:
1. «Το πνεύμα αυτό του νεοζηλωτισμού επλανάτο καθ' όλη την τελευταία περίοδο (2014 και έξης) της τελικής προετοιμασίας των Συνοδικών Κειμένων και Αποφάσεων και μάλιστα κατά τρόπο πολλές φορές δυναμικό, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν πολλές αποφάσεις και να μην εκφραστεί απόλυτα το μήνυμα της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η νοοτροπία δεν εκφράζεται μόνον από ελληνόφωνους, αλλά και από σλαβόφωνους εκπροσώπους, η οποία μέσα από μία μετακενωτική διαδικασία επιχειρημάτων επανεμφανίστηκε με ισχυρές συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες πολλές φορές δεν ελέγχονταν και από την κάθε τοπική Εκκλησία».
2. «Παραμένουν όμως αναπάντητα ορισμένα ερωτήματα, τα οποία αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, και τις αφορμές για ερμηνεία όλων αυτών των πριν και μετά τη Σύνοδο αντιδράσεων.
Τί συνέβη σε αυτές τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες μέχρι το προπαρασκευαστικό στάδιο είχαν υπογράψει και αποδεχθεί τα Συνοδικά Κείμενα και απαιτούσαν απλώς την επικαιροποίησή τους και τη φιλολογική τους διόρθωση; Γιατί ξαφνικά αρνήθηκαν να υπογράψουν τα τελικά Κείμενα ή επέλεξαν την αποχή από τις εργασίες της Συνόδου; Ηταν απλώς το θέμα «ζηλωτισμός - φιλελευθερισμός», «συντηρητισμός - παραδοσιακότητα» ή οι περί τούς όρους επιφυλάξεις;… ή μή συμμετοχή των τεσσάρων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ήταν ένας «μετέωρος βηματισμός», συγχρόνως όμως ανορθόδοξος και εκκλησιολογικώς επικίνδυνος.
Οι παραπάνω αντιδράσεις, όπως παρουσιάστηκαν, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός ενδοορθόδοξου «ψυχρού πολέμου» μεταξύ ενός ιδεολογικοποιημένου τρόπου ζωής, ο οποίος εκφράζεται κυρίως στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης με συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις».
3. «Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό, το οποίο χαρακτηρίσαμε αρχικά ως «ψυχρό πόλεμο» Ανατολής και Δύσης σε αναφορά προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εάν λάβουμε υπ' όψιν και κάποιες άλλες εξελίξεις, οι οποίες παρουσιάζονται με τον μανδύα της εκκλησιαστικότητας, τότε δεν απέχουμε πολύ και από τον πολιτικό τους χαρακτήρα και τις επιδιώξεις ορισμένων ηγετών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι αναπολούν την ανάληψη ηγετικού παράγοντα στον χώρο της Ορθοδοξίας. Ο πολιτικός αυτός ηγέτης με θεοκρατικές αντιλήψεις χριστιανικού ιδεώδους, μεσαιωνικού τύπου και καρλομάγνειας μεθόδου, με την συνεργασία και της εκκλησιαστικής ηγεσίας και με «σημαία» τον αντιδυτικισμό, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ιδεολογικό και πνευματικό αντιστάθμισμα προς κάποιες άλλες μορφές αντίστοιχων θεοκρατικών ηγεσιών, όπως για παράδειγμα των θεοκρατικών ισλαμικών καθεστώτων, οι οποίες όμως δεν απέχουν πολύ ως προς τη μέθοδο, τις αποκλειστικότητες, τις επιδιώξεις και τις απολυτοποιήσεις. Η στάση τους όμως αυτή μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα προοιωνίζει, δηλαδή τη διάσπαση και την ένταση όχι μόνο μέσα στην Ορθοδοξία αλλά και στον λοιπό Χριστιανισμό και στις σχέσεις τους με τις άλλες Θρησκείες.
Το αντιστάθμισμα σε μια τέτοια διχαστική τάση δεν μπορεί να είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο «εκκλησιαστικό ή θρησκευτικό» μόρφωμα αλλά η συνεργασία των Ορθοδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες, ακόμη και τις άλλες Θρησκείες, ώστε να καλλιεργηθεί το πνεύμα της συνοχής, της αλληλεγγύης και της ενότητας».
Ιωάννης Π. Μπουγάς