Θεωρώ πως δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η έξαρση της εγκληματικότητας και της κοινωνικής βίας, μάλιστα στην ειδεχθέστερη μορφή της, αρχίζει να στιγματίζει την μετά Covid εποχή.
Πυκνώνουν τα σχετικά περιστατικά και τούτο ως φαινόμενο πρέπει να μας προβληματίσει όλους, επειδή η μορφή αυτής της εγκληματικότητας, είτε ενδο-οικογενειακή είτε έξω οικογενειακή, ως απότοκη συνέπεια του ίδιου του πανδημικού φαινομένου, τείνει να καταστεί μία «συνήθεια» στην καθημερινότητά μας.
Η ίδια η απομόνωση, ως αναγκαιότητα εξαιτίας της πανδημίας, οδήγησε αναπόφευκτα τον άνθρωπο σε μία εσωστρεφή κατάσταση επιβίωσης με έντονο τον ατομισμό και την φίλαυτη εγωϊστική αντιμετώπιση της ίδιας της ζωής και της ανθρώπινης κοινωνίας.
Θεωρεί πλέον τον διπλανό του ως μία απειλή και τον αντιμετωπίζει εχθρικά, αφού κατά την αντίληψή του κινδυνεύει ο ψεύτικος ατομικός κόσμος της εσωστρέφειάς του και η απατηλή ευδαιμονία του απομονωτισμού του. Πιστεύει ότι κινδυνεύει από όλους τους «άλλους» το κεκτημένο δήθεν δικαίωμα του για επιβίωση και γι’ αυτό αντιστέκεται δυναμικά και βίαια προκειμένου να το διασώσει και με τον τρόπο αυτό να επιβιώσει.
Περιχαρακώνει την εσωστρεφή διάθεση του στη βάση ενός διαθρυλούμενου δικαιωματισμού, μία άλλη συνέπεια της πανδημίας, και διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνίας έχει μόνο δικαιώματα-καμία υποχρέωση έναντι του κοινωνικού συνόλου και των συνανθρώπων του- αυτά μάλιστα τα δικαιώματα τα διεκδικεί με οποιαδήποτε τρόπο ακόμα και με τη βία ενώ πολλές φορές σε αυτή την διεκδίκηση προσδίδει και διαστάσεις θρησκοληπτικών και μεταφυσικών παρερμηνειών.
Επειδή όμως η κράση αυτή του απομονωτισμού, της εσωστρέφειας, του ατομισμού και του διεκδικητικού δικαιωματισμού παράγει ένα εκρηκτικό και επικίνδυνο μίγμα για την κοινωνική συνοχή και τις διανθρώπινες σχέσεις, ο πνευματικός κόσμος της πατρίδας μας πρέπει να έχει «αντιδράσει» ήδη από «χθες», προκειμένου να αφυπνίσει τους ανθρώπους, καθώς το φαινόμενο της βίας και το έγκλημα δεν εντοπίζονται πλέον «προ των πυλών» αλλά «εντός των τειχών», υπό οποιαδήποτε μορφή έκφρασής τους και έχουν ολέθριες συνέπειες στην ευημερία και ανάπτυξη σύνολης της κοινωνίας.
Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή την αφύπνιση πρέπει να έχει η Εκκλησία, όχι τόσο με τον θεσμικό της ρόλο, όσο με την ποιμαντική Της μέριμνα, την κηρυγματική και κατηχητική Της παρουσία. Η Εκκλησία είναι απαραίτητο πλέον να ξεκινήσει μία διαδικασία εγρήγορσης της κοινωνίας για τα «βαρύτερα του νόμου». Για την αξία, δηλαδή, και την σπουδαιότητα της ανθρώπινης ζωής και την αναγκαία ισόρροπη στην λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η Εκκλησία χρειάζεται να τονίσει την ανεπανάληπτη αξία της ανθρώπινης ζωής στη βάση μιας ισόρροπης μορφής κοινωνίας σχέσεων και έτσι να ενσταλάξει στον ανασφαλή και δοκιμαζόμενο άνθρωπο από τα δεινά της πανδημίας την ανάγκη συνέχισης και διαιώνισης της. Να επικαιροποιήσει το απαράλλακτο ευαγγελικό Της μήνυμα, ότι κανένας μας δεν κινδυνεύει από την παρουσία των συνανθρώπων του. Να τονίσει ότι η ελπίδα για το μέλλον, για ένα καλύτερο αύριο, δεν έχει χαθεί, καθώς το μέλλον είναι πάντοτε μπροστά μας και αποτελεί το ζητούμενο και συνεχώς επιδιωκόμενο.
Η Εκκλησία θα πρέπει να εμψυχώσει και να στηρίξει τον άνθρωπο της μετά Covid εποχής στον αγώνα του για επιβίωση, έναν αγώνα ο οποίος καταξιώνεται μέσα από την συμβίωση και την συνύπαρξη. Καλείται, δηλαδή, να υποδείξει πρότυπα ζωής, κοινωνικής συνύπαρξης, αλληλεγγύης, καταλλαγής και συνεργασίας, προβάλλοντας τα στοιχεία της ταυτότητά Της, αφού η Εκκλησία σημαίνει και είναι κοινωνία αγάπης, έμπρακτης προσφοράς και θυσίας προς τον συνάνθρωπο. Για την Εκκλησία η ζωή έχει αξία και λαμβάνει ανθρώπινες και φίλιες διαστάσεις, όταν μοιράζεται δηλαδή μεταξύ των ανθρώπων και όχι όταν διεκδικείται.
Τότε ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κοινωνικό στιγματισμό της βίας και του εγκλήματος, του θανάτου και της καταστροφής και καθίσταται πρόξενος ζωής και ευημερίας.
[Πρώτη δημοσίευση: protothema.gr]