Ο κ. Χρυσόστομος αναφέρει ότι “το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί αυτό το νέο μοντέλο οικογενειακής σχέσης. επιβεβαιώνεται πρωταρχικά από το αδιέξοδο στην υιοθεσία ή στον χρησιμοποιούμενο από κάποιους νεολογισμό στην τεκνοθεσία. Πουθενά στη φύση δεν έχουμε σύναψη όμοιων φύλων που να οδηγούν σε τεκνογονία”.
Σε ερώτηση για την ομοφυλοφιλία απαντά ότι “για την Εκκλησία και αυτοί οι άνθρωποι έχουν μία θέση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποδεχόμεθα ή αναγνωρίζουμε την ομοφυλοφιλία ως μία κατάσταση «κατά φύσιν», όπως άλλωστε κάθε άλλη «παρά φύσιν» επιθυμία δεν γίνεται αποδεκτή. Η Εκκλησία τους αποδέχεται με την αμαρτωλότητα τους (όπως όλους μας εξάλλου) και μέσα από την «θεραπευτική» της πρακτική προσπαθεί να τους οδηγήσει και πάλι στο «κατά φύσιν»”.
Για την βάπτιση των παιδιών των ομόφυλων ζευγαριών ο κ. Χρυσόστομος παρατηρεί πως “η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κάποιες αξιωματικές αρχές. Από το βάπτισμα δεν μπορεί να αποκλεισθεί κανείς. Συνεπώς, με βάση αυτή την αρχή, θα πρέπει να σκεφτούμε όλοι και να προβληματιστούμε ως Σύνοδος για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε αυτήν την νέα πρόκληση. Δεν χρειάζονται ούτε βιασύνες ούτε μεμονωμένες πρωτοβουλίες”.
Για την αντίδραση της Εκκλησίας όταν ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, επισημαίνει: “Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι διδακτικός και κατηχητικός και όχι καταγγελτικός ή εκδικητικός. Η Εκκλησία λοιπόν θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει και να ευαισθητοποιεί το ποίμνιό της χωρίς παροξυσμούς και ακρότητες, λέγοντας την αλήθεια, όπως αυτή διασώζεται στο Ευαγγέλιο και στην εκκλησιαστική της παράδοση”.
Για την παραβατικότητα των ανηλίκων και το τι θα μπορούσε να κάνει η Εκκλησία, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας απαντά:
“Η ύπαρξη της βίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διάφορες μορφές (οπαδική, ενδοοικογενειακή, εξωοικογενειακή, ενδοσχολική κ.ά.) μέσα στην κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί ακριβώς, γιατί πλέον οι άνθρωποι βλέπουν τον συνάνθρωπό τους ως εχθρό ή ότι κινδυνεύουν από αυτόν και προσπαθούν ή να αμυνθούν ή να διεκδικήσουν από αυτόν ακόμη και το δώρο της ζωής, ως απότοκο της πανδημίας, όταν ο ένας θεωρούσε τον άλλον ως
«εχθρό», οποίος του απειλεί την ζωή, εξαιτίας του Covid 19.
Το φαινόμενο «βία» είναι ένα πολυπαραγοντικό, πολυδύναμο, πολύπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα το οποίο δεν αντιμετωπίζεται ούτε επιλύεται με μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις. Χρειάζεται σχέδιο, ειδικούς και συντονισμένες δράσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Η Εκκλησία έχει κατά καιρούς, μέσω των Ιερών Μητροπόλεων, καταβάλλει προσπάθειες ευαισθητοποίησης του ποιμνίου της για το ζήτημα αυτό, όμως, ξέρω ότι αυτό δεν αρκεί γιατί η «ποιότητα» του ζητήματος, απαιτεί δραστικές και συλλογικές δράσεις και ενέργειες σε τοπικό αρχικά επίπεδο και με συντονισμό κάποιου οργάνου, στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι πολλών φορέων από τις τοπικές κοινωνίες με εξειδικευμένα στελέχη”.