Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Αντιστρατήγου Νικολάου Κατούντα», ενώ πλήθος κόσμου την παρακολούθησε και από τον προαύλιο χώρο του μουσείου μέσω γιγαντοοθόνης. Παρέστησαν και απηύθυναν χαιρετισμό ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Ιωάννης Λαμπρόπουλος, ο βουλευτής Μεσσηνίας Μίλτος Χρυσομάλλης, οι δήμαρχοι Καλαμάτας Αθανάσιος Βασιλόπουλος και Μεσσήνης Γεώργιος Αθανασόπουλος, καθώς και ο αντιπεριφερειάρχης Μεσσηνίας Στάθης Αναστασόπουλος.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με την παρουσίαση του ομιλητή από τον διευθυντή του Πολεμικού Μουσείου Καλαμάτας, Λοχαγό (ΠΖ) Γεώργιο Κατσιμαγκλή, ο οποίος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου τόσο για την αποδοχή της πρόσκλησης από τον σεβασμιώτατο όσο και για την παραχώρηση του κτιρίου του Πολεμικού Μουσείου Καλαμάτας από την Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας.
Στην ομιλία του, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος αναφέρθηκε στη συμβολή της Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στη σημασία της διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Τόνισε πως η Ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφεί μέσα από σύγχρονες ιδεολογικές σκοπιμότητες, αλλά πρέπει να προσεγγίζεται με αντικειμενικότητα και σεβασμό. Η Εκκλησία, πέρα από τον πνευματικό της ρόλο, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον Αγώνα, παρέχοντας ηθική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη στους επαναστάτες.
Στη Μεσσηνία, οι κληρικοί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην προετοιμασία όσο και στην εξέλιξη της Επανάστασης. Τέσσερις επίσκοποι – Μεθώνης, Κορώνης, Μονεμβασίας και Ανδρούσης – θυσιάστηκαν στον Αγώνα. Οι μονές της περιοχής μετατράπηκαν σε κέντρα ανεφοδιασμού, περίθαλψης τραυματιών και αποθήκευσης πολεμοφοδίων. Πάνω από 500 ιερείς και μοναχοί συμμετείχαν ενεργά στις μάχες, είτε πολεμώντας είτε στηρίζοντας υλικά τους αγωνιστές. Η Εκκλησία προσέφερε επίσης σημαντικές εκτάσεις γης, περιουσίες και χρήματα για την Επανάσταση, ενώ πολλοί κληρικοί εκτελέστηκαν από τους Οθωμανούς για τη δράση τους.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας επισήμανε ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα τυχαίο ή μεμονωμένο γεγονός, αλλά η κορύφωση μιας μακρόχρονης προσπάθειας του ελληνικού λαού να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό. Τόνισε πως, σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, ο Αγώνας δεν είχε ως στόχο απλώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά τη συνολική ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας και την εθνική ανεξαρτησία. Ήταν μια επανάσταση με βαθύ εθνικό χαρακτήρα, βασισμένη στην ενότητα, την αυτοθυσία και τον πατριωτισμό των αγωνιστών.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως φορέα διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας κατά την Τουρκοκρατία. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια λειτουργούσαν ως κέντρα μόρφωσης, όπου διατηρούνταν ζωντανή η ελληνική γλώσσα και η εθνική συνείδηση. Μέσω της πίστης, οι υπόδουλοι Έλληνες άντλησαν δύναμη και ελπίδα, διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας ολοκλήρωσε την ομιλία του υπογραμμίζοντας τη σημασία της ιστορικής μνήμης και της διατήρησής της χωρίς διαστρεβλώσεις. Τόνισε ότι η ιστορία της Επανάστασης του 1821 δεν πρέπει να παραποιείται από σύγχρονες ιδεολογικές αναγνώσεις, αλλά να μεταδίδεται στις νέες γενιές με αντικειμενικότητα και σεβασμό. Το χρέος μας απέναντι στους προγόνους που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν είναι να διαφυλάξουμε την ιστορική αλήθεια και να τιμούμε τη μνήμη τους με εθνική υπερηφάνεια και σεβασμό.
Μετά το πέρας της ομιλίας, ο διευθυντής του μουσείου επέδωσε στον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο τιμητική πλακέτα του Πολεμικού Μουσείου για την προσφορά του στην Εκκλησία και την Πατρίδα.