«Διά της παρούσης εκδόσεως, γευόμεθα του κάλλους και απολαμβάνομεν της λεπτής αισθητικής και ωραιότητος των διά χρωστήρος κεκοσμημένων ιερών προσώπων και ιστοριών, και παραβάλλομεν ούτως ειπείν, την ευπρέπειαν του ιερού τούτου τεμένους μετά της αυτής, του άνω στερεώματος. Διά της αναγνώσεως των κειμένων, προκαλείται ημίν θαυμασμός διά το σθένος και την επιμονήν των μακαρίων εκείνων κατοίκων της περιοχής του "Στρατώνος", οίτινες κατέβαλον αόκνους, αδιαλείπτους και ακαταβλήτους προσπαθείας διά την ίδρυσιν ενορίας και την ανοικοδόμησιν ευρυχώρου μεγαλοπρεπούς Ιερού Ναού», αναφέρει μεταξύ άλλων, προλογίζοντας το λεύκωμα, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Πρωτεργάτες της έκδοσης, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Λαμπρινάκος που συνέγραψε το ιστορικό του ναού και συγκέντρωσε το αρχειακό υλικό, ο γνωστός αγιογράφος-συλλέκτης και επίτροπος των Ταξιαρχών Δημήτρης Ηλιόπουλος, που ανέλαβε εξ ολοκλήρου το οικονομικό μέρος, καθώς επίσης οι Εκδόσεις "Μίλητος" με μακρά πείρα σε σχετικά έντυπα.
Η ανέγερση του πρώτου Ναϋδρίου
«Κτήτωρ και ιδιοκτήτης του πρώτου Ναϋδρίου είναι ο Αριστείδης Πανταζόπουλος, υιός του πλουσίου εμπόρου Ηλία Πανταζοπούλου, της αρχοντικής αυτής οικογενείας της Καλαμάτας», διαβάζουμε στο λεύκωμα. «Η αιτία για την ανέγερση και η αφιέρωση αυτού στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες στάθηκε ένα σοβαρό ατυχές γεγονός που συνέβη στον Αριστείδη:
Η οικογένεια Πανταζοπούλου όπως και πολλοί άλλοι, προ της επαναστάσεως του 1821 διέφυγαν στο νησί της Ζακύνθου, που υπήρχε ασφάλεια από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των Τούρκων. Ο Ηλίας Πανταζόπουλος στη Ζάκυνθο συνήψε γάμο και απέκτησε τρία παιδιά, τον Αριστείδη που γεννήθηκε το 1816, τον Νικόλαο και τον Αχιλλέα. Κύρια ασχολία της οικογενείας ήταν το εμπόριο, ο δε εμπορικός οίκος των Πανταζοπουλαίων είχε καταστεί το κέντρο της Φιλικής Εταιρείας της Ζακύνθου. Μετά την επανάσταση και την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους Τούρκους κατακτητές, η οικογένεια το 1832, επέστρεψε στην Καλαμάτα, όπου αγόρασε ένα ακίνητο στην πλατεία Μαυρομιχάλη, παραπλεύρως του μικρού Ναού "Ταξιαρχάκη", ιδιοκτησίας της οικογενείας Μπενάκη, όπου και εγκατεστάθησαν. Αργότερα έκτισαν ένα επιπλέον σπίτι δίπλα στον "Ταξιαρχάκη", όπου διέμενε ο Νικόλαος Πανταζόπουλος.
Ο Αριστείδης κατά τον επαναπατρισμό της οικογενείας ήταν 16 ετών. Ως πρωτότοκος υιός, από μικρός ακόμη εκπαιδεύθηκε από τον πατέρα του στα μυστικά του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών, ώστε πολύ γρήγορα ανέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνση των εμπορικών επιχειρήσεων της οικογενείας και ένεκα της οξύνοιάς του κατέστη από νεαράς ηλικίας, μεγαλέμπορος και αντιπρόσωπος (πρόξενος), των Μεγάλων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.
Ο Αριστείδης ενυμφεύθη με την Ελένη το γένος Αντωνίου Μελισσουργού και απέκτησε από τον γάμο του έξι παιδιά, δύο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα άρρενα τέκνα του ήταν ο Διονύσιος που ήταν έμπορος και παρεχώρησε τον Ναό στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Μεσσηνίας το 1900, και ο Ηλίας, που ήταν ιατρός μαιευτήρ και περί του οποίου συχνά δημοσιεύονταν στον τοπικό Τύπο ευχαριστήρια για τις ιατρικές του ικανότητες, αλλά και για τη βοήθεια που παρείχε στους απόρους της Καλαμάτας αφού είχε ωρίσει καθημερινώς ώρες επισκεπτηρίου των απόρων, τους οποίους δεχόταν στο Ιατρείο του και τους περιέθαλπε εντελώς δωρεάν. Μία εκ των θυγατέρων του Αριστείδη, η Βασιλική, ήταν η σύζυγος του ονομαστού φαρμακοποιού της πόλεως Θεμιστοκλέους Κουτσομητοπούλου, η οποία είναι η μάμμη εκ πατρός του εν ζωή Παναγιώτου Κουτσομητοπούλου, ο οποίος μας παρείχε πολλές σημαντικές και μοναδικές πληροφορίες για την οικογένεια και το ιστορικό του Ναού. Δηλαδή ο πατέρας του κ. Παναγιώτου, ο Αριστείδης Κουτσομητόπουλος, ήταν εγγονός του Αριστείδη Πανταζοπούλου, του κτήτορος των Ταξιαρχών.
Ο Αριστείδης Πανταζόπουλος απεβίωσε στην Καλαμάτα τον Ιούλιο του 1893 σε ηλικία 77 ετών, ως τραπεζίτης και έμπορος. Η κηδεία του ήταν πάνδημος, καθ’ ότι σύμφωνα με τη συλλυπητήρια επιστολή του Δημάρχου Καλαμάτας Πέτρου Μαυρομιχάλη προς την οικογένεια του τεθνεώτος και με το Ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου της 8ης Ιουλίου του 1893, "κατά την μακράν εν τω τόπω δράσιν και ως δημότου και ως εμπόρου και αντιπροσώπου ξένων Δυνάμεων πολυσχιδώς και πολυτρόπως ωφέλησε τον τόπον απεδειξάμενος χαρακτήρα και εύκτακτον τιμιότητα εν τη διεξαγωγή του μεγάλου εμπορίου του, άλλως δε και εν τη δράσει του ως αντιπροσώπου των ξένων Δυνάμεων πολλάς εις τόπον παρέσχεν ωφελείας"».
Το πάθημα και το τάμα
«Ενεκα της γειτνιάσεως με τον "Ταξιαρχάκη" των Μπενάκηδων, η οικογένεια Πανταζοπούλου είχε μεγάλη ευλάβεια προς τους Αγίους Αγγέλους. Κάποια ημέρα γύρω στο 1880, ανήμερα της εορτής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στις 8 Νοεμβρίου και ενώ πανηγύριζε ο πλησίον της οικίας τους Ναός, ο Αριστείδης αντί να εκκλησιασθεί ίππευσε το άλογό του, προκειμένου να επισκεφθεί και να επιθεωρήσει τα κτήματά του, τα οποία βρίσκονταν "παρά τον στρατώνα του Συντάγματος" στην περιοχή όπου υπάρχει ο σημερινός Ναός. Καθ’ οδόν, εντελώς ξαφνικά το άλογο αφηνίασε και άρχισε να τρέχει εξαγριωμένο και ανεξέλεγκτο με αποτέλεσμα να ρίξει τον αναβάτη του με άσχημο και επώδυνο τρόπο εντός μιας τάφρου (βαθύ χαντάκι). Παραδόξως όμως ο Αριστείδης δεν υπέστη την παραμικρή αμυχή, γεγονός το οποίο του προξένησε μεγάλη εντύπωση. Οταν πλέον συνήλθε από το σοβαρό και επικίνδυνο συμβάν, καθήμενος στο κτήμα σκεπτόταν πώς και διεσώθη από τέτοιο ατύχημα μάλιστα δε άνευ του παραμικρού τραυματισμού. Το όλο γεγονός της σωτηρίας του το θεώρησε θαύμα, το οποίο και απέδωσε στους προστάτες του Αρχαγγέλους Ταξιάρχας, που παρά την ασεβή συμπεριφορά του την ημέρα της μνήμης τους, οι Αγιοι Αγγελοι δεν τον τιμώρησαν αλλά αντιθέτως τον ευηργέτησαν. Προκειμένου λοιπόν να τους ευχαριστήσει για την άμεση θεία επέμβασή τους, έταξε να οικοδομήσει εντός του κτήματός του, στο ίδιο ακριβώς σημείο που συνέβη το περιστατικό, ένα Ναό προς τιμήν τους. Δίχως να χάσει χρόνο άρχισε την πραγματοποίηση του τάματός του και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επερατώθη η ανέγερση του ιδιόκτητου Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του "Στρατώνος", ο οποίος ωνομάσθηκε έτσι από την ύπαρξη των στρατιωτικών κτηρίων βορείως αυτού, στη θέση των οποίων σήμερα βρίσκεται το 21ο Δημοτικό Σχολείο. Αργότερα επεκράτησε η ονομασία "Κάτω Ταξιάρχαι", για να ξεχωρίζει από τον Ναό των Ταξιαρχών των Μπενάκηδων. Σήμερα συνηθίζεται από τον κόσμο της Καλαμάτας ο Ναός να αποκαλείται, "Μεγάλοι Ταξιάρχες" ή "Μεγάλος Ναός".
Μετά την ανοικοδόμησή του, ο Αριστείδης Ηλία Πανταζόπουλος για να τιμήσει τους Ταξιάρχες, εόρταζε την ονομαστική του εορτή στις 8 Νοεμβρίου, εορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, και όχι την εορτή του Αγίου που έφερε το όνομά του, παράδοση ευλογημένη που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οσοι εκ των απογόνων αυτού αλλά και της οικογενείας Κουτσομητοπούλου φέρουν το όνομα Αριστείδης, εορτάζουν την ημέρα της εορτής των Αγίων Ταξιαρχών».
Ο κτήτωρ του ναού, Αριστείδης Πανταζόπουλος