Καλαμάτα. Ηταν ξημερώματα Τρίτης, μέσα Ιούλη. Μόλις είχα φύγει από την πόλη που γεννήθηκα και οδηγούσα στην εθνική οδό προς Αθήνα. Ο μεσσηνιακός κάμπος απλωνόταν μπροστά μου σε όλο του το μεγαλείο, από τη θάλασσα ως τις τριγύρω οροσειρές. Χιλιάδες ελαιόδεντρα ξυπνούσαν με το φως της αυγής. Ενα στρώμα πάχνης έδινε στον ορίζοντα μια απαλά ομιχλώδη υφή. Θέα μαγική.
Δάκρυσα. Δάκρυα χαράς για τέτοια ομορφιά. Δάκρυα λύπης γιατί ο πατέρας μου, ο Γιώργος, δεν θα ξανάβλεπε αυτό το τοπίο. Εδώ γεννήθηκε, μεγάλωσε και εδώ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Λάτρευε αυτό τον τόπο, εδώ που τον θάψαμε την προηγούμενη βδομάδα. Ηταν 88 χρονών. Εκλαψα για πρώτη φορά από τότε που έφυγε. Μόνος μου στο αμάξι, με όλα τα διαδικαστικά για την κηδεία και τα οικογενειακά να έχουν πια τελειώσει, πήρα βαθιά ανάσα και αφέθηκα στο συναίσθημα της στιγμής. Ενιωσα τον χαμό του. Θύμωσα επίσης, αναλογιζόμενος το πόσο αδικαιολόγητα υπέφερε τους τελευταίους μήνες του. Για το πόσο στερήθηκε το δικαίωμα ν' αφήσει τη ζωή με αξιοπρέπεια. Αποφάσισα τότε να κάνω την οργή μου κάτι δημιουργικό: Θα έγραφα για την οδύσσεια του τέλους του - ο δικός μου τρόπος να τιμήσω τη μνήμη του.
Ανοια και κατάπτωση
Ο πατέρας μου έπασχε από προχωρημένη μορφή άνοιας. Η ασθένεια εμφανίστηκε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια. Την τελευταία διετία, από τότε που έπεσε και έσπασε το ισχίο του, ζούσε με τη μητέρα μου και με μια νοσηλεύτρια που έμενε μαζί τους για να τον φροντίζει. Η εγχείρηση αντικατάστασης του ισχίου είχε πάει καλά. Από τότε, όμως, η κινητικότητα του μειώθηκε. Σε συνδυασμό με την εξασθένηση της μνήμης του, η υγεία του επιδεινώθηκε.
Φέτος τον χειμώνα η κατάσταση του χειροτέρεψε σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσαμε πια να τον φροντίζουμε στο σπίτι. Την άνοιξη μπήκε σε ένα οίκο ευγηρίας στο Μαρούσι. Η διεύθυνση του ιδρύματος μας περιέγραψε μια κατάσταση καλής περίθαλψης· θα του έκαναν καθημερινά φυσιοθεραπεία, θα πρόσεχαν τη δίαιτά του και θα κάλυπταν τις ιατρικές του ανάγκες, και θα μας έστελναν τακτικά ειλικρινείς αναφορές για την υγεία του. Η πραγματικότητα, όμως, τους διέψευσε. Περίπου έναν μήνα αργότερα, η μητέρα μου παρατήρησε ότι ο πατέρας δυσκολευόταν πολύ να καταπιεί και ότι έχανε βάρος γρήγορα. Η αδερφή μου και εγώ, χρόνια μετανάστες στις ΗΠΑ, επικοινωνήσαμε με το ίδρυμα. Η διεύθυνση επέμενε, και γραπτώς, ότι η σίτισή του ήταν κανονική και η περίθαλψή του άριστη. Τελικά στείλαμε εξωτερικό γιατρό να τον δει, ο οποίος μας είπε ότι ο κ. Γιώργος είχε χάσει μεγάλο μέρος της μυϊκής του μάζας και είχε κατακλίσεις, γεγονός που έδειχνε ότι τον είχαν κατάκοιτο για πολύ καιρό. Λίγες μέρες αργότερα μας τηλεφώνησαν από το ίδρυμα. Ο ασθενής είχε ανεβάσει υψηλό πυρετό, είπαν, και χρειαζόταν νοσοκομείο. Η μητέρα μου έστειλε αμέσως ασθενοφόρο που τον μετέφερε σ' ένα ιατρικό κέντρο.
Σε αυτό το αθηναϊκό νοσοκομείο, ύστερα από δύο μήνες στο γηροκομείο, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου είχε οδηγηθεί σε λίγο πριν τον θάνατο λόγω ασιτίας και αφυδάτωσης. Οι κατακλίσεις είχαν μετατραπεί σε ανοιχτές πληγές που ήταν η πιθανή αιτία για πολλαπλές λοιμώξεις. Θύμιζε θύμα από το Ολοκαύτωμα. Οι γιατροί άρχισαν να τον ταΐζουν με σωληνάκι από τη μύτη. Του έβαλαν ορό για ενυδάτωση. Του καθάρισαν τις κατακλίσεις χειρουργικά. Η αντιβίωση του έριξε τον πυρετό. Επανήλθε το χρώμα στο πρόσωπό του. Η αδερφή μου, η πρώτη από τους δυό μας που έφυγε άρον άρον από τη Νέα Υόρκη, μαζί με τη μητέρα μας μετέφεραν τον μπαμπά σ' ένα αναρρωτικό κέντρο στην Καλαμάτα. Αυτή η ιδιωτική κλινική εξειδικευόταν στη θεραπεία ηλικιωμένων με δύσκολα προβλήματα υγείας. Στο μεταξύ, ένα καινούριο γηροκομείο, το Παπαδοπούλειο, είχε μόλις ανοίξει εδώ. Πρόκειται για έναν οίκο ευγηρίας με εξαιρετικές εγκαταστάσεις, με την πιο σύγχρονη ιατρική τεχνολογία και εξειδικευμένο προσωπικό.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασα και εγώ στην Καλαμάτα. Αρχικά, ελπίζαμε ότι γρήγορα θα αναρρώσει και σχεδιάζαμε να τον μεταφέρουμε στο Παπαδοπούλειο. Τον είχαν κάνει εκεί δεκτό, αλλά έπρεπε πρώτα να ξεπεράσει τις λοιμώξεις και τον πυρετό.
Ομως, μετά από δέκα μέρες θεραπείας στην ιδιωτική κλινική, που συμπεριλάμβανε όλα τα διαθέσιμα είδη αντιβίωσης, και δύο μέρες στο νοσοκομείο για μετάγγιση αίματος, οι γιατροί κατέληξαν ότι η ανάρρωση του πατέρα ήταν πλέον αδύνατη.
Εδώ θα ήθελα να πω δυο λόγια για την εμπειρία μας στο Νοσοκομείο Καλαμάτας. Αν και δημόσιο, το κόστος για μας ήταν το ίδιο με την ιδιωτική κλινική, ενώ η περίθαλψη ήταν πολύ χειρότερη. Λόγω έλλειψης προσωπικού, αναγκαστήκαμε να προσλάβουμε αποκλειστικές νοσοκόμες όλο το εικοσιτετράωρο. Οι γιατροί, εξουθενωμένοι από την πολλή δουλειά, δεν μας φέρθηκαν όπως άρμοζε. Αρνήθηκαν να μας δώσουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων ή να συζητήσουν μαζί μας τη θεραπεία. Ετσι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην ιδιωτική κλινική.
Αυτό που θέλαμε πια ήταν να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο και να έχει σωστή φροντίδα. Απαιτήσαμε γραπτώς από τη διεύθυνση της κλινικής να μην επιχειρήσουν να τον επαναφέρουν στη ζωή αν σταματήσει η καρδιά του. Ετσι αναλαμβάναμε όλη την ευθύνη ώστε να μην έχουν οι ιδιοκτήτες τυχόν νομικές κυρώσεις μετά θάνατον. Επιπλέον ζητήσαμε να χορηγήσουν στον πατέρα μου μορφίνη ή άλλο δυνατό παυσίπονο για να μην υποφέρει τόσο. Η κλινική διέκοψε την αντιβίωση και υπέγραψε τη συμφωνία που προτείναμε. Ωστόσο αρχικά αρνήθηκε τη χορήγηση ισχυρών παυσίπονων, ισχυριζόμενη ότι μπορεί να του προκαλέσουν, ως παρενέργεια, εξουθενωτικούς σπασμούς.
Επαναφορά στη ζωή και κερδοσκοπία
Την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, παρατήρησα ότι η κατάσταση του πατέρα μου είχε χειροτερέψει. Του είχε ανέβει ο πυρετός και ανέπνεε δύσκολα. Ζήτησα από τον εφημερεύοντα γιατρό να με καλέσει οποιαδήποτε στιγμή αν κάτι πήγαινε στραβά. Συμφώνησε.
Λίγες ώρες αργότερα ο πατέρας μου έπαθε καρδιακή ανεπάρκεια και η πίεσή του έπεσε στο μισό, ενδείξεις ότι ετοιμαζόταν να «φύγει». Παραβιάζοντας, όμως, τις γραπτές οδηγίες που είχε, αυτός ο γιατρός του χορήγησε μια γερή δόση ντοπαμίνης, ένα διεγερτικό φάρμακο, κρατώντας τον στη ζωή, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν από την οικογένειά μας.
Ετσι ο πατέρας μου έζησε και υπέφερε για άλλες δέκα μέρες.
Το πρωί η αδερφή μου και εγώ βρήκαμε τον πατέρα μας σε απόλυτη
υπερδιέγερση, με τα μάτια ορθάνοιχτα και το βλέμμα απλανές, χωρίς να μπορεί να ξαποστάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι ή να ησυχάσει από τον πόνο. Η αδερφή μου, που είναι η ίδια νευρολόγος, γρήγορα κατάλαβε τι τρέχει. Αναστατωμένοι, συναντηθήκαμε με τη διεύθυνση της κλινικής. Τους υπενθυμίσαμε τη συμφωνία που είχαν υπογράψει. Μας ζήτησαν συγγνώμη λέγοντας ότι ο εφημερεύων γιατρός λόγω «υπερβάλλοντος ζήλου» προέβη σε αυτή την κίνηση για να σώσει τον ασθενή, διαπράττοντας ουσιαστικά ιατρικό λάθος. Μας υποσχέθηκαν ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί και συμφώνησαν να του χορηγήσουν μορφίνη.
Ομως, λίγο αργότερα έπεσα πάνω σ' άλλο ένα σκάνδαλο. Η κλινική δεν είχε μορφίνη! Ο γιατρός μού έδωσε τη συνταγή και μου ζήτησε να ψάξω μόνος μου να τη βρω. Τρέχοντας από φαρμακείο σε φαρμακείο, η απάντηση ήταν σχεδόν ίδια και απαράλλαχτη: Δεν έχουμε...
Στη διάρκεια αυτής της περιπλάνησης, αλλά και νωρίτερα στην προσπάθειά μου να βρω αντιβιοτικά, δύο φαρμακοποιοί μού περιέγραψαν την κατάσταση στην Ελλάδα, ζητώντας μάλιστα να διατηρήσουν την ανωνυμία τους από φόβο για αντίποινα. Οπως μου εξήγησαν, πολλά φάρμακα εδώ είναι από τα φτηνότερα στην Ευρώπη. Οι προμηθευτές κερδίζουν πιο πολλά εξάγοντάς τα σε χώρες που προσφέρουν διπλάσιες και παραπάνω τιμές, αντί να τα διαθέτουν στην εγχώρια αγορά. Κάτι τέτοιο είναι παράνομο, τόνισαν, αλλά τοκράτος δεν κάνει και πολλά να τους σταματήσει.
Τελικά βρήκα ένα φαρμακείο που εκτέλεσε τη συνταγή. Ο φαρμακοποιός μάλιστα πήγε στην Αθήνα για να εφοδιαστεί ξανά το φάρμακο, ώστε να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή. Ετσι, με τη μορφίνη ο πατέρας μου μπόρεσε να είναι σχετικά ήρεμος τις τελευταίες μέρες του.
Είχα άλλη μια διαμάχη με την κλινική. Ο γιατρός που επανέφερε τον πατέρα μου στη ζωή τού έβαλε και μάσκα οξυγόνου. Μετά από μέρες με τη συσκευή στο πρόσωπο, είδα ότι το πλαίσιο της μάσκας του είχε δημιουργήσει πληγές στη μύτη και στο σαγόνι. Ζήτησα να αντικατασταθεί η μάσκα από άλλο μηχανισμό, αλλά η αλλαγή έγινε δύο μέρες πριν πεθάνει.
Το βράδυ πριν να φύγει η όψη του ήταν απαίσια. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Τα ξημερώματα, κάνα δυο ώρες πριν να μου τηλεφωνήσουν από την κλινική, είχα πέσει σε βαθιά απελπισία. Σαν σε εφιάλτη «έβλεπα» με το μυαλό μου ότι του έκανα ένεση με υπερβολική δόση μορφίνης προκειμένου να τον απαλλάξω οριστικά από το μαρτύριό του.
Αφού το γραφείο κηδειών είχε πια πάρει τη σορό του πατέρα μου, επέστρεψα στην κλινική για να τακτοποιήσω τον λογαριασμό, στον οποίο διαπίστωσα ότι είχαν χρεώσει όλο το διάστημα της διαμονής του. Το ποσό είναι εξωφρενικό, είπα στον διευθυντή, αφού είχε παραβιαστεί η γραπτή συμφωνία μας και είχαν κρατήσει με το ζόρι τον πατέρα μου στη ζωή με τεχνητά μέσα. Κάθε μέρα κόστιζε περίπου 200 ευρώ. Μήπως υπήρξε δόλος; Ο διευθυντής ισχυρίστηκε ότι έγινε μόνο ένα ιατρικό λάθος και μου πρόσφερε μια μικρή έκπτωση.
Απαίτησα να διαγραφούν όλες οι χρεώσεις για τις τελευταίες δέκα μέρες.
Τελικά η κλινική συμφώνησε. Αυτό, βέβαια, δεν διέγραψε τα βάσανα του πατέρα μου, αλλά ήταν ένα ελάχιστος τρόπος απόδοσης δικαιοσύνης.
Ακόμα και στη διάρκεια της κηδείας βίωσα την εμπορευματοποίηση του θανάτου, αυτή τη φορά από την εκκλησία. Ο ιερέας μάς παρακάλεσε να ζητήσουμε από τους παρόντες να συνεισφέρουν στην εκκλησία, ενώ εμείς είχαμε ήδη βάλει αγγελία στις εφημερίδες παροτρύνοντας τον κόσμο, αντί στεφάνων στην κηδεία, να ενισχύσει ένα σύλλογο που ασχολείται με την καταπολέμηση της άνοιας. Αρνήθηκα, και έδωσα μια συνδρομή από την οικογένειά μας στην εκκλησία. Σε ένδειξη σεβασμού προς τη μητέρα μου, που είναι θρησκόληπτη, έδωσα επίσης στον παπά ένα μικρό ποσό για τον ίδιο και τους βοηθούς του στην κηδεία. Παρ' όλα αυτά, λίγο αργότερα, ενώ προσφέραμε τον καφέ σ' ένα κοντινό καφενείο, ο ιερέας ζήτησε από μένα και άλλα χρήματα για να πληρώσει «τον διάκο και τον ψάλτη»!
Ελληνικό και διεθνές πλαίσιο
Ας ρίξουμε και μια ματιά τώρα στο ελληνικό και διεθνές πλαίσιο αυτής της εμπειρίας.
Ο «Economist», ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με έδρα το Λονδίνο, δημοσίευσε πέρσι μια μελέτη με τίτλο «Δείκτης Ποιότητας Θανάτου». Στην έκθεση αξιολογείται η παρηγορητική φροντίδα -με βάση την ποιότητα ζωής των ασθενών που πάσχουν από ανίατες αρρώστιες και των οικογενειών τους- σε 80 χώρες, που καλύπτουν το 91% του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών. Το Ηνωμένο Βασίλειο έρχεται πρώτο, με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία ν' ακολουθούν στη δεύτερη και τρίτη θέση. Οι πλουσιότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας/Ειρηνικού βρίσκονται στην κορυφή της λίστας.
Οι κύριοι λόγοι για την επιτυχία της Μεγάλης Βρετανίας είναι «η πολιτική διευρυμένης ένταξης της παρηγορητικής φροντίδας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας», λέει η έκθεση, «και ένα ισχυρό κίνημα hospice», τα οποία είναι κέντρα ανακούφισης ηλικιωμένων και άλλων που δεν έχουν πολύ χρόνο ζωής. Ωστόσο η μελέτη επισημαίνει πολλές ελλείψεις, ακόμα και στην περίπτωση της πρωτοπόρου Αγγλίας. Ενώ ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται και «όλο και πιο πολλοί άνθρωποι ζουν περισσότερο», τονίζει η έκθεση, «η ποιότητα της υγείας τους δεν είναι πάντα καλή». Πολλοί υποφέρουν αφάνταστα και βρίσκουν βασανιστικό θάνατο αδικαιολόγητα.
Η Ελλάδα κατέχει την 56η θέση, αναφέρει ο «Economist», δηλαδή κατατάσσεται στο τελευταίο 30% παγκοσμίως. Είναι στην πιο χαμηλή θέση ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τέταρτη από το τέλος μεταξύ των 27 ευρωπαϊκών χωρών που εξετάζει η μελέτη, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία. Αντιθέτως, η σοσιαλιστική Κούβα, που έχει τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα και χαμηλότερο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν, βρίσκεται στην 36η θέση, δηλαδή πάνω από τη μέση παγκοσμίως, και ακόμα πιο ψηλά ανάμεσα στις χώρες της αμερικανικής ηπείρου. Σύμφωνα με την έκθεση, οι λόγοι γι' αυτή την κατάσταση συμπεριλαμβάνουν την έλλειψη ανακουφιστικής φροντίδας στα νοσοκομεία, αλλά και στο σπίτι, που καλύπτεται από υγειονομικό ταμείο· το μικρό σε αριθμό προσωπικό εκπαιδευμένο σε αυτού του είδους την περίθαλψη· και η περιορισμένη πρόσβαση σε παυσίπονα όπως η μορφίνη εξαιτίας «νόμων, γραφειοκρατικών κωλυμάτων και προκαταλήψεων». Οπως παραδέχεται ο Ιωάννης Πνευματικός, καθηγητής Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Θράκης, σ' ένα άρθρο του στην "Καθημερινή" στις 15 Αυγούστου, «Οι ιατροί έχουμε εκπαιδευτεί πολύ στο να σώζουμε ζωές με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά πολύ λίγο ή και καθόλου στο να αποδεχόμαστε το γήρας και τον θάνατο όταν δεν γίνεται διαφορετικά».
Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Ανακούφισης Πόνου και Παρηγορητικής Φροντίδας, δεν υπάρχει ούτε ένα κέντρο hospice στη χώρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο όρος hospice δεν έχει αντίστοιχη μετάφραση στα ελληνικά είναι ενδεικτικό αυτής της ανεπάρκειας.
Το δικαίωμα σε έναν θάνατο με αξιοπρέπεια
Η προσωπική μου εμπειρία με τον θάνατο του πατέρα μου ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι όλοι οι βαριά άρρωστοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα πότε και πώς να πεθάνουν. Αυτό δεν υποτιμά την ανθρώπινη ζωή. Αντιθέτως εκτιμά την ανθρώπινη συνείδηση και αξιοπρέπεια.
Η πρόοδος στην ιατρική επιστήμη έχει συμβάλει ριζικά στη θεραπεία πολλών ασθενειών, αλλά παράλληλα έχει επιτρέψει σε γιατρούς να κρατάνε στη ζωή για μήνες ή για χρόνια βαριά αρρώστους ή και ανθρώπους σε κωματώδη κατάσταση. Ιατρικά μηχανήματα μπορούν πλέον να αναπαραγάγουν πολλές λειτουργίες τις οποίες το σώμα δεν μπορεί πια να εκτελέσει, όπως η αναπνοή, η κυκλοφορία του αίματος, η ενούρηση και η αφόδευση.
Σαν αποτέλεσμα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν ζήσει από κοντά τον αργό θάνατο συγγενών και φίλων που πάσχουν από ανίατες ασθένειες και υπόκεινται σε μακροχρόνιες, επώδυνες και συναισθηματικά εξουθενωτικές «θεραπείες» μέχρι το «φυσικό» τέλος τους. Σε διεθνές επίπεδο, αυτή η δραματική κατάσταση έχει προκαλέσει έναν ουσιαστικό διάλογο πάνω στο δικαίωμα αυτών των αρρώστων να μπορούν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια στον χρόνο και τον τόπο επιλογής τους.
«Διαθήκες εν ζωή» και πληρεξούσια έχουν πλέον νομική ισχύ σε ορισμένες χώρες ώστε να προσδιορίζουν την ιατρική περίθαλψη που επιθυμεί ή όχι να έχει ο ασθενής, σε περίπτωση που χάσει την επικοινωνία με το περιβάλλον.
Τέτοιες πρακτικές πρέπει να αποκτήσουν καθολικό χαρακτήρα.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι αντίθεση στο δικαίωμα των βαριά αρρώστων να μπορούν να βάλλουν τέλος στη ζωή τους για να αποφύγουν εφιαλτικά και αδικαιολόγητα βάσανα έχει προέλθει κυρίως από την πολιτική Δεξιά, την εκκλησιαστική ιεραρχία και μέρος της ιατρικής κοινότητας.
Πρέπει να αποδομήσουμε την πολεμική τους με ψυχραιμία και τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους στόχους του συγκεκριμένου άρθρου.
* Συνειδητά δεν αποκάλυψα ονόματα κλινικών ή γιατρών που ενεπλάκησαν σε αυτή την ιστορία. Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω πρόβλημα σε συγκεκριμένα άτομα ή ιδρύματα. Απλώς ήθελα να χρησιμοποιήσω την προσωπική μου εμπειρία για να προωθήσω το διάλογο πάνω στο σοβαρό και αμφιλεγόμενο ζήτημα της ποιοτικής περίθαλψης των βαριά ασθενών και του θανάτου με αξιοπρέπεια.
Τελειώνοντας, θέλω να ευχαριστήσω τους νευρολόγους Στέργιο Γκατζώνη στην Αθήνα και Κώστα Κρεμμυδά στην Καλαμάτα, καθώς και τη διεύθυνση του Παπαδοπούλειου, για την υποστήριξη που ανιδιοτελώς πρόσφεραν στην οικογένειά μου τους τελευταίους μήνες της ζωής του πατέρα μου.
* Ο συγγραφέας μεγάλωσε στην Καλαμάτα, αποφοίτησε από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι διδάκτορας Νανοτεχνολογίας στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ, εργάζεται ως μηχανικός ηλεκτρονικών εκεί. Εχει επίσης εργαστεί για περίπου δεκαπέντε χρόνια ως ερευνητής δημοσιογράφος. Μια σειρά άρθρων του σχετικά με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 είναι διαθέσιμα στο βιβλίο με τίτλο «Η Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας» (Αθήνα, Διεθνές Βήμα).