Τη συνάντησα στην τελευταία της επίσκεψη στην Αθήνα, να μαγειρεύει μαζί με τον σεφ Γιάννη Μπαξεβάνη και να στήνουν μαζί το μενού του νέου της εστιατορίου «Vasiliki Kouzina», στην ήρεμη Via Clusone στο Μιλάνο. Η Βασιλική Πιερρακέα, ένας σεμνός άνθρωπος που δεν του αρέσει να μιλάει περί ανέμων και υδάτων αλλά παθιάζεται με τις αυθεντικές γεύσεις, ζει στην Ιταλία τα τελευταία δώδεκα χρόνια. – Ποια είναι η σχέση σου με τη μαγειρική; Ερασιτεχνική. Για μένα είναι «έκφραση» ψυχής· ένας τρόπος να με παρατηρώ. Θα μπορούσα να την παρομοιάσω με μιαν άγρια τίγρη μέσα μας που έχει τα δόντια στην καρδιά και τα νύχια στο μυαλό!
– Πότε άρχισες να μαγειρεύεις;
Πριν από τρία χρόνια, όταν συνειδητοποίησα ότι η κουζίνα ήταν ο ζωτικός μου χώρος. Η μαγειρική για εμένα εκφράζει συναισθήματα. Όλα τα χαμόγελα που χρειάζομαι κάθονται γύρω από το τραπέζι. Και έχω συνειδητοποιήσει ότι η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας, όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος. Ένα μέρος όπου μπορούμε να ανακαλύψουμε μαγικά και απροσδόκητα πράγματα. Είναι ο πόνος και η χαρά κρυμμένα μέσα σε ένα ντολμαδάκι. – Γιατί επέλεξες να μαγειρεύεις ελληνικά στην Ιταλία; Για να επιστρέψω στις ρίζες μου. Γιατί αισθάνομαι πως ήταν ό,τι πιο αυθεντικό μπορούσα να κάνω. Η Ελλάδα και οι γεύσεις της είναι μέσα μου. Έχω ακόμα κάτω από τη μύτη τις μυρωδιές του κυριακάτικου τραπεζιού. Δεν τελειώνει, δεν στερεύει αυτή η ανάμνηση. Υπάρχει σε ό,τι κουβαλάω. Πώς θα μπορούσε να μην αχνίζει στις κατσαρόλες μου το χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι; Κλείνω τα μάτια και βλέπω τα χέρια της μητέρας μου γεμάτα αγάπη να το μαγειρεύει. Αυτό είναι που με έκανε να σκεφτώ τη «Vasiliki Kouzina».
– Πώς βρέθηκες στο Μιλάνο;
Γεννήθηκα στην Καλαμάτα, πλάι στη θάλασσα, κάτω απο την προστατευτική σκιά του Ταΰγετου, στην πόλη της μαύρης ελιάς και του πιο αριστοκρατικού πακέτου τσιγάρων! Έφυγα στα 18 μου για να σπουδάσω Οικονομικά στην Πάτρα. Μετά από μια ερωτική απογοήτευση, πήρα το καράβι και βρέθηκα για πρώτη φορά στην Ιταλία. Την ερωτεύτηκα. Πρώτος σταθμός ήταν η Ρώμη. Έπειτα απο μια τυχαία συνάντηση και προτροπή, αποφάσισα να μετακομίσω στο Μιλάνο και όχι στο Λονδίνο, όπως είχα σχεδιάσει. Έφυγα λοιπόν σαν κανονικός μετανάστης με πολύ λίγα χρήματα, χωρίς να ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά και χωρίς φόβο γι’ αυτό. Από μικρή ήξερα πως θέλω να φύγω. Είμαι κόρη καπετάνιου, ταξιδιάρικη ψυχή. Έτσι λοιπόν, τυχαία, η μοίρα με έφερε στην Ιταλία.
– Οι Ιταλοί μπορούν να αγαπήσουν βαθιά την κουζίνα μας;
Φυσικά! Οι Ιταλοί αγαπούν πολύ τη χώρα μας, την απλότητα στη γεύση. Τρελαίνονται για μουσακά, χταπόδι, αβγοτάραχο και φάβα. Όπως λέει ο James Hillman, «η επιστροφή στην Ελλάδα δεν είναι μια ρομαντική υπόθεση ή ένας αισθητικός συμβολισμός. Είναι «κάθοδος στο σπήλαιο».
– Έχεις κάποιον ως πρότυπο;
Τον παππού μου και τα «Μεθυσμένα Χελιδόνια» του! Πρόκειται για μια ταβέρνα «ερασιτεχνική», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, η οποία λειτουργούσε κάθε Δεκαπενταύγουστο έξω από το μοναστήρι του Βουλκάνου, κοντά στη Βαλύρα Μεσσηνίας. Μου άρεσε πολύ να μεγειρεύω, αλλά άργησα να το συνειδητοποιήσω. Είναι τα λόγια και η μορφή του παππού μου που με «έσπρωξαν» να αποδεχτώ τη μαγεία του τραπεζιού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάθε Κυριακή να κοιτάζει γύρω από το τραπέζι τα μέλη της οικογένειάς μας και να λέει πως ό,τι χρειαζόταν βρισκόταν εκεί. Επίσης μου έλεγε ότι υπάρχουν δύο τρόποι να ταξιδεύεις, ο ένας είναι να γυρίσεις όλον τον κόσμο και ο άλλος είναι να καθίσεις ακίνητος γύρω από ένα τραπέζι, παρατηρώντας.
– Ποιες άλλες αναμνήσεις και μυρωδιές ανακαλείς;
Όλες τις νοικοκυρές που χάζευα όταν ήμουν έξι χρόνων, καθισμένη στα σκαλοπάτια του φούρνου στην πλατεία και περίμενα να βγει ζεστό ψωμί για να το πάω στην γιαγιά Χριστίνα. Παρελαύνουν ακόμα μπροστά στα μάτια μου, με τις καρό ποδιές γύρω από τη μέση να υποδηλώνουν αφοσιωση και αγάπη, πολύ αγάπη για το καλό φαγητό! Θαυμάζω, λοιπόν, όποιον αγαπά και παράγει καλό φαγητό!
– Γιατί αποφάσισε να ανοίξεις εστιατόριο στο Μιλάνο και όχι κάπου στην Ελλάδα;
Το Μιλάνο το νιώθω πλέον σπίτι μου και εδώ μου γεννήθηκε η επιθυμία, μια επιτακτική ανάγκη θα έλεγα, να προωθήσω ελληνικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, με στόχο τη διάδοση της ελληνικής κουζίνας. Τα ράφια μας θα είναι γεμάτα από προϊόντα και οι κατσαρόλες μας θα αχνίζουν συνταγές της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Γεύσεις φτιαγμένες με σεβασμό στην παράδοση, αλλά με τη δέσμευση να προσφέρουν επιπρόσθετη αισθητική και γαστρονομική αξία.
– Μπορεί να συνδυαστεί η ελληνική με την ιταλική κουζίνα;
Έχουν κοινά στοιχεία; Απολύτως. Η ελληνική κουζίνα είναι κυρίως μεσογειακή και έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την παραδοσιακή κουζίνα της Νότιας Ιταλίας: Σικελία, Πούλια, οι γεύσεις μας συγγενεύουν. – Τι μαγειρεύεις στο σπίτι σου; Απλές, καθημερινές, παραδοσιακές συνταγές. Ελληνικές, αλλά και ιταλικές. Καγιανάς, κοτόσουπα, τορτελίνι αλ μπροντό, πολλές σαλάτες, π.χ. ραδίκι με συκόμελο, λάχανο με λεμόνι, ψάρι στο φούρνο με χόρτα ή μπάμιες, χταπόδι με διάφορους τρόπους. Όταν βρίσκομαι μόνη μέσα στην κόκκινη κουζίνα μου, εκεί που ξεκίνησαν όλα, ψάχνω συνταγές από το χθες, από την παράδοση, για να κυριεύσουν και να καλυτερέψουν το παρόν μου. Η μαγειρική μου, οι γεύσεις που αγαπώ είναι μικρές στιγμές, αναμνήσεις που στάζουν στον ουρανίσκο μου και προκαλούν έκσταση!
Φωτογραφίες: Leonardo Corallini
Πηγή: andro.gr