Τρίτη, 30 Ιουνίου 2015 18:34

Ορειβατικός Καλαμάτας: Η εμπειρία μιας πρωτάρας ορειβάτισσας

Ορειβατικός Καλαμάτας: Η εμπειρία μιας πρωτάρας ορειβάτισσας

Το ραντεβού ήταν το Σάββατο το πρωί στα γραφεία του Ορειβατικού Συλλόγου Καλαμάτας. Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτήν την εκδρομή από φίλους και γνωστούς, είχε γίνει ευσεβής πόθος και είχε έρθει η ώρα να τον εκπληρώσω. Αν και οι περισσότεροι με αποθάρρυναν λέγοντάς μου «πού θα πας; η διαδρομή είναι πολύ δύσκολη...» με ανακούφιζε το γεγονός ότι θα βρισκόμουν ανάμεσα σε έμπειρους ορειβάτες. 

Ημασταν όλοι σχεδόν στην ώρα μας στο ραντεβού, μπήκαμε στο βανάκι του συλλόγου και ξεκινήσαμε. Ενιωσα από το πρώτο δευτερόλεπτο ότι πάω εκδρομή με τους καλούς μου φίλους. Είχα θετική ενέργεια και κέφι!

Η διαδρομή που ακολουθήσαμε ήταν αυτή από το καταφύγιο του ΕΟΣ στη Λακωνία. Φτάσαμε, «αρματωθήκαμε» και η ανάβαση ξεκίνησε. Ο Κώστας ανέλαβε τον ρόλο του καθοδηγητή για τους αρχάριους, δίνοντας πολλές πληροφορίες, συμβουλές και πάνω απ όλα κουράγιο. Η πεζοπορία κράτησε 2,5 ώρες, χωρίς βιασύνη και με τις αναγκαίες στάσεις για βαθιές ανάσες. «Δεν βιαζόμαστε, η κορυφή (σ.σ. η ψηλότερη της Πελοποννήσου) είναι εκεί και μας περιμένει» μας έλεγε. Τα τελευταία 10 λεπτά ήταν τα δυσκολότερα όλης της διαδρομής. Κόντρα ανηφόρα με χαλίκι. Οταν τελειώσουν αυτά τα 10 λεπτά και φτάσεις στην κορυφή, αυτό που βλέπουν τα μάτια σου σβήνει την κούραση. Ενα άγριο τοπίο συνδυασμένο με την ομορφότερη θέα.

Αφού χάζεψα για μερικά λεπτά τον «φυσικό πίνακα ζωγραφικής», δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τις φυσικές και ανθρώπινες επεμβάσεις στο γύρω τοπίο. Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία ήταν υπό κατάρρευση και τα σκουπίδια κάναν πάρτι. Πιάσαμε κατευθείαν δουλειά, όχι μόνο γιατί ήταν ο σκοπός τις εκδρομής αλλά και γιατί γεννήθηκε ακαριαία σαν εσωτερική ανάγκη. Ο Γιάννης ήταν ο πρωτομάστορας που οργάνωσε και συντόνισε την ομάδα στην ξερολιθιά. Αλλοι ανέλαβαν την καθαριότητα του χώρου. Είναι εντυπωσιακό πως ο κόσμος καταχωνιάζει τα σκουπίδια του μόνο και μόνο για να μην τα βλέπει, ξεχνώντας ότι αυτά παραμένουν εκεί για χρόνια. 

Η ώρα περνάει και κανείς δεν έχει νιώσει κούραση, ο ήλιος αρχίζει να πέφτει και η απογευματινή «σκιερή» πυραμίδα αρχίζει να εμφανίζεται. Τα χρώματα του ουρανού ήταν μαγικά. Ηρθε η ώρα του φαγητού και καθίσαμε όλοι μαζί γύρω από έναν κύκλο. Μοιραστήκαμε την πραμάτεια μας και τις προσωπικές μας ιστορίες. Ηταν πολύ όμορφο.

Ο ήλιος είχε πέσει και το κρύο άρχιζε να γίνεται τσουχτερό. Ολοι όμως είχαμε τα απαραίτητα για να το αντιμετωπίσουμε. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Ξαστεριά.

Για κάποιο λόγο δεν είχα ύπνο. Λίγο το κρύο, λίγο ο δυνατός αέρας, αποτέλεσαν μια καλή δικαιολογία για να σηκωθώ και να δω την ανατολή. Πρωί, 5.30, πάνω στο πιο όμορφο σημείο. Το βλέμμα μου χανόταν στον ορίζοντα. Σκοτεινιά και ησυχία. Είναι ακόμα βράδυ, αλλά ο ήλιος αρχίζει και γυρίζει πλευρό. Αρχίζει να ξυπνάει, να σηκώνεται αργά-αργά και η φύση τον ακολουθεί. Μια κατακόκκινη μπάλα εμφανίζεται μπροστά μου. Το σκούρο γκρι χρώμα του ορίζοντα αρχίζει να ανοίγει, να κοκκινίζει και η μέρα έχει έρθει. Η φύση για ακόμα μια φορά ξύπνησε και αυτό το νιώθεις παντού.

Κάποια στιγμή παρατηρώ μια αναστάτωση. Κόσμος πάει κι έρχεται και στο τέλος καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Πάω να δω και γω χωρίς τίποτα να με προειδοποιεί ότι θα απολαύσω την πιο μαγευτική θέα της ζωής μου. Νιώθω σαν να με χτυπά ρεύμα. Η πυραμίδα! Αυτό είναι! Η πυραμίδα! Μια πυραμίδα αναδύεται από την θάλασσα. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό το φυσικό υπερθέαμα...

Μετά από λίγο, μια ομάδα από τα Τσέρια της Μάνης ανέβηκε σαν στρατός το βουνό και χωρίς να πάρουν ανάσα, έπιασαν δουλειά. Εκατσα και θαύμασα σαν μικρό κορίτσι την ταχύτητα με την οποία αποκαταστάθηκε το εκκλησάκι. Ολα λειτουργούσαν ρολόι με απόλυτο συντονισμό και συνεργασία. Φαινόταν ότι το κάνουν με αγάπη. Μέχρι τις 2 μ.μ. το γκρεμισμένο απ’ τη μανία της φύσης εκκλησάκι ήταν σχεδόν έτοιμο. 

Μετά από 24 ώρες στην κορυφή του βουνού (ρεκόρ για κάποιους), πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ηταν μια μοναδική εμπειρία για μένα. 

Η κατάβαση μου φάνηκε τόσο απλή. Σε 1 ώρα και 45 λεπτά φτάσαμε, με το βλέμμα να χάνεται σε κάθε σημείο της διαδρομής. Πήραμε μερικές ανάσες στην πηγή Μαγκανιάρη, πλυθήκαμε, φάγαμε, ήπιαμε καφέ από τα χεράκια του Γιάννη και πήραμε τον δρόμο τις επιστροφής.

Τι να πω; Κύριε Μανώλη, Κώστα, κ. Γιάννη, Παναγιώτη, Γιάννη, κ. Κώστα, σας ευχαριστώ για το δώρο που μου κάνατε. Πάνω απ’ όλα ευχαριστώ τη φίλη μου την Αννα που μου έδωσε απεριόριστη αγάπη και ομόρφυνε την διαμονή μου στη βουνοκορφή. Ανυπομονώ για την επόμενη εξόρμηση...

Μαρία Κουτσοδημητροπούλου