Στην ανακοίνωση της ΕΣΕΕ τονίζεται πως "η σημασία της ίδρυσης ενός Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων - Ελαιόλαδου θα είναι μεγάλη, τόσο για την αγορά και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας όσο και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Πιο συγκριμένα, όλα τα μέλη της πρωτοβουλίας συμφώνησαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ορθολογικοποιήσει την αλυσίδα αξίας του ελαιόλαδου, θα ενισχύσει τη διαφάνεια στις συναλλαγές φέρνοντας τον παραγωγό πιο κοντά στον τελικό αγοραστή, και θα εδραιώσει συγκεκριμένες τιμές σε όλη την αλυσίδα. Τέλος, θα διευρύνει τις επενδυτικές επιλογές που παρέχονται από το Χρηματιστήριο Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση, το ελαιόλαδο αποτελεί το προϊόν-βάση, μετά το οποίο θα μπορέσουν κι άλλα προϊόντα να ενταχθούν στην ίδια λογική, ως χρηματιστηριακά προϊόντα".
Οσον αφορά τα στοιχεία της μελέτης που παρουσιάστηκε, αυτά έχουν ως εξής:
"Ως προς την παραγωγική δυνατότητα στην Ελλάδα και στη Λεκάνη της Μεσογείου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα με 310.000 τόνους το 2011/12, παρουσιάζοντας μια αύξηση της τάξης του 3,3%. Οσον αναφορά την τρέχουσα χρονιά 2012/13, οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιόλαδου αναφέρουν ότι η παραγωγή θα κυμανθεί αυξημένη κατά 22,0%.
Στη Λεκάνη της Μεσογείου πρώτη σε παραγωγή είναι η Ισπανία με 1.614.300 τόνους το 2011/12, ενώ η Ιταλία για την ίδια χρονιά είχε 450.000 τόνους. Οι δύο χώρες μαζί με την Ελλάδα κατέχουν το 97% της παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα το ποσοστό τους ξεπερνά το 70%.
Το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας, αφού τα 3/4 της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής.
Ο κύριος όγκος των ελληνικών εξαγωγών ελαιόλαδου κατευθύνεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (80%) με μέση αξία 2,371 €/kg. Το 60% των ελληνικών εξαγωγών είναι σε χύμα μορφή στην Ιταλία.
Η Ελλάδα εξάγει σχεδόν το 50% του ελαιόλαδου που παράγει. Το 75% των συνολικών εξαγωγών ελαιόλαδου από την Ελλάδα έχει προορισμό στην Ιταλία.
Η Ιταλία εισάγει από την Ελλάδα το 37,5% της συνολικής ποσότητας ελαιόλαδου που παράγεται στην Ελλάδα.
Το 39% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιόλαδου στην Κίνα προέρχεται από την Ιταλία και μόνο το 7% από την Ελλάδα.
Το 53,5% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιόλαδου στις ΗΠΑ προέρχεται από την Ιταλία και μόνο το 1,5% από την Ελλάδα!
Το 62% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιόλαδου στη Ρωσία προέρχεται από την Ισπανία, το 25% από την Ιταλία και μόνο το 6% από την Ελλάδα.
Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου, η σημαντική ποικιλομορφία και διαφοροποίηση της εγχώριας παραγωγής και η αναγνώριση της διατροφικής του αξίας διεθνώς, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία του εγχειρήματος του Χρηματιστήριου Εμπορευμάτων.
Δεδομένου ότι η ελληνική παραγωγή, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι δυνατό να αυξηθεί αισθητά και ότι οι εξαγωγές γίνονται κυρίως σε μορφή χύμα, στόχος είναι να μεταβληθούν οι όροι εμπορίας του, αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία του, έτσι ώστε να αυξηθούν όσο γίνεται περισσότερο τα έσοδα από τη διάθεσή του στο εξωτερικό.
Από τη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό όγκο προϊόντος για την δημιουργία Χρηματιστήριου Εμπορευμάτων. Τα είδη του ελαιόλαδου που προτείνεται να μπουν αρχικά στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων είναι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, με τις κατηγορίες ΠΟΠ και ΠΓΕ. Κι αυτό γιατί είναι τα προϊόντα που θα πάρουν υπεραξία από τη διαπραγμάτευσή τους.
Το εθνικό θεσμικό πλαίσιο κατηγοριοποίησης, εμπορίας, πιστοποίησης, είναι εναρμονισμένο με το ευρωπαϊκό και φαινομενικά δεν τίθεται ανάγκη επιπλέον ενεργειών σε αυτό τον τομέα.
Το υφιστάμενο δίκτυο αποθήκευσης είναι παραδοσιακό και τα αποθέματα του ελαιόλαδου βρίσκονται είτε στις αποθήκες των εταιρειών παραγωγής και τυποποίησης είτε στις αποθήκες των χονδρεμπόρων. Η κάλυψη των αναγκών του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων δύναται να καλυφθεί από υφιστάμενο και οργανωμένο 3PL (σ.σ. third party logistics - ανεξάρτητος πάροχος υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης) με εγκαταστάσεις αποθήκευσης σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Πελοπόννησο".