Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 2024 09:15

Εγκαταλείπεται η φυστικοκαλλιέργεια - Σε Μεσσήνη και Μπουρνιά

Εγκαταλείπεται η φυστικοκαλλιέργεια - Σε Μεσσήνη και Μπουρνιά

Πολύ λίγα είναι τα φιστίκια, τα λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά, που καλλιεργούνται φέτος στη Μεσσήνη και τον Μπουρνιά της Καλαμάτας. Το κόστος παραγωγής είναι μεγάλο και μια σοβαρή εναλλακτική, συμπληρωματική καλλιέργεια της περιοχής για τους παραγωγούς εγκαταλείπεται.

Ρεπορτάζ Γιάννης Σινάπης

Χαρακτηριστικά στον Μπουρνιά φέτος καλλιεργήθηκαν με το ζόρι 200 στρέμματα, ενώ πέρυσι ήταν 1.000 και πρόπερσι 1.500.

Ειδικότερα, ο παραγωγός Γιάννης Μπλάνας, τελευταίος πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μεσσήνης, παρατήρησε ότι “είναι τα λίγα φιστίκια φέτος στη Μεσσήνη. Είναι ασύμφορη η καλλιέργεια, το ρεύμα πανάκριβο, οι σπόροι μη αξιόπιστοι. Ο κόσμος έχει απηυδύσει και προτιμάει να ξεκουράσει τα κτήματα για τη νέα καλλιέργεια της πατάτας, παρά να τα πληρώσει στη ΔΕΗ”.

Ανέφερε, ακόμα, ότι “έχουν απαγορεύση κάποια φάρμακα και δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε τα παράσιτα, όπως πρέπει” και σημείωσε: “Η παραγωγή για τους ντόπιους εμπόρους δεν φθάνει ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα. Ολα είναι πανάκριβα, δεν μπορείς να καλλιεργήσεις με αυτές τις συνθήκες. Δεν υπάρχουν αξιόπιστοι σπόροι και αν δεν βγάλεις 500 κιλά το στρέμμα δεν αξίζει να καλλιεργήσεις”.

Τέλος, για τον κίνδυνο εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής στην περιοχή, ο Γ. Μπλάνας επεσήμανε ότι “όλοι κοιτάμε να πάρουμε συντάξεις. Οι πιο πολλοί από τους νεότερους θέλουν 10 χρόνια για να πάρουν. Οι νέοι με αυτές τις συνθήκες δεν μένουν στην αγροτική παραγωγή”.

Ο παραγωγός Γιώργος Δούβας, από τον Μπουρνιά της Καλαμάτας, επεσήμανε ότι “είναι πολύ λίγα τα φιστίκια που έχουν μπει στην περιοχή. Μπορεί και να μην είναι 200 στρέμματα, ενώ πέρυσι ήταν 1.000”. Παρατήρησε πως “έχει λιγότερη είσπραξη το φιστίκι. Με τις τιμές που κυκλοφορούν, δεν φυτεύει κανένας φιστίκι, αλλά και κηπευτικά” και πρόσθεσε: “Με αυτές τις συνθήκες ο παραγωγός δεν μπορεί να προγραμματίσει. Παλεύει να βγάλει ό,τι μπορεί, του βάζουν συνέχεια τρικλοποδιές”.

Οσον αφορά το μεγάλο κόστος παραγωγής και την εκτόξευση των τιμών σε όλα τα πράγματα (ρεύμα, πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ.) Γ. Δούβας στάθηκε στο “εργατικό κόστος που είναι το 50% της αξίας των εξόδων των κηπευτικών”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Και φανερά απογοητευμένος εξήγησε ότι “δεν βρίσκουμε εργάτες και αν βρούμε, είναι μαύρα τα χρήματα που θα πληρώσουμε. Ετσι, φθάνουμε να πληρώσουμε υψηλό φόρο, συνολικά δίνουμε περισσότερα χρήματα, απ’ αυτά που θα βγάλουμε. Και ο παραγωγός καταλήγει να χρωστάει”.

Ο Γ. Δούβας διευκρίνισε ότι “τα κηπευτικά δεν μαζεύονται με βιομηχανικό τρόπο. Χρειάζονται χέρια, εργάτες για να είναι εμφανίσιμο κι ελκυστικό το προϊόν” κι εκτίμησε πως “αν πληρώσεις τη μία χρονιά τους εργάτες για να κάνουν τη δουλειά που πρέπει και τους πληρώσεις μαύρα, δεν θα καλλιεργήσεις ξανά”.

Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι οι εργάτες που τους έχεις μεγάλη ανάγκη, δεν θέλουν να έρθουν με εργόσημο και κάλεσε την Πολιτεία “να βρει λύση, να αλλάξει την πολιτική με τα επιδόματα, να δίνονται, αλλά και με επιπλέον κίνητρο την εργασία”.