Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα έχουμε υπεράριθμα εμπορικά καταστήματα και μεγάλο αριθμό αναποτελεσματικών μικρών επιχειρήσεων. Ακόμη και σήμερα, παρ' όλη την κρίση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην οικονομία της χώρας, αλλά με χαμηλότερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στο παρελθόν, βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων (έναντι 1/4 στην ΕΕ). Οι περισσότερες δε εκ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δραστηριοποιούνται σε μη εμπορεύσιμους τομείς, δηλαδή παράγουν κυρίως υπηρεσίες μικρής προστιθέμενης αξίας και όχι προϊόντα διεθνώς ανταγωνιστικά και υπηρεσίες που θα μπορούσαν να εξαχθούν. Η στρεβλή αυτή κατάσταση, που έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν, χρειάζεται μεταρρύθμιση για εξορθολογισμό της αγοράς.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους θεσμούς, στην ελληνική περίπτωση, κλείσιμο μη βιώσιμων επιχειρήσεων με παράλληλες συγχωνεύσεις και εξαγορές στο χώρο των μεγάλων. Για τους θεσμούς ο υπερεμπορισμός συνδέεται άμεσα και με την παραοικονομία, την οποία θέλουν να μειώσουν και στη χώρα μας σε ευρωπαϊκά επίπεδα.
Αρα λοιπόν, οι αντιρρήσεις της τρόικας για «ανάσες» στους μικρομεσαίους είναι στο ότι η αγορά πρέπει να ξεκαθαρίσει από μη αποτελεσματικές επιχειρήσεις, διότι εάν ένας αυτοαπασχολούμενος ή μια μικρομεσαία επιχείρηση δεν μπορούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και τα Ταμεία, τότε δεν είναι βιώσιμοι και δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης - μη λαμβάνοντας υπόψη τους ότι προ κρίσης ήταν υγιείς επιχειρήσεις, με δραστηριότητα 20 έως 50 χρόνια και κάποιες πολύ περισσότερα χρόνια, χωρίς προβλήματα, συμβάλλοντας στην εθνική οικονομία και απασχόληση.
Πρότασή μου είναι ότι πρέπει να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις που παρουσίασαν προβλήματα βιωσιμότητας στην εντός κρίσης εποχή και οι οποίες δεν ευθύνονται.
Εχει καταγραφεί στις εκθέσεις του ΔΝΤ ότι το σχέδιο για την ελληνική οικονομία προβλέπει στα επόμενα χρόνια πολύ λιγότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στόχος είναι η οικονομική ασφυξία λόγω υπερφορολόγησης, αύξησης εισφορών για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Ομως το μεγάλο ζήτημα είναι η λειτουργία του Δημοσίου Τομέα. Το 2016 οι μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο αυξήθηκαν 1%, το οποίο είχε ως επακόλουθο την αύξηση της δαπάνης από τον κρατικό προϋπολογισμό - και το κόστος αυτό και της κακοδιαχείρισης του Δημοσίου Τομέα καλούνται να το πληρώσουν οι επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να βάλει τάξη στις δαπάνες του Δημοσίου, με αποτέλεσμα την συνεχή συσσώρευση χρεών και προς τους ιδιώτες - προμηθευτές. Τώρα όμως τα περιθώρια έχουν στενέψει, οι φορολογούμενοι δεν αντέχουν άλλο και αυτό φαίνεται από την πορεία των εσόδων. Πρέπει να γίνει αποτελεσματικότερος έλεγχος της κρατικής δαπάνης, πάταξη της φοροδιαφυγής, λιγότερος φόρος για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, σε συνδυασμό με νέες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές για την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων στην χώρα. Μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στις αγορές, αποκρατικοποιήσεις και στρατηγικές συμμαχίες με ιδιώτες για την πραγματοποίηση μεγάλων projects, που θα φέρουν όχι μόνο έσοδα στα κρατικά ταμεία, αλλά και θέσεις εργασίας, ευκαιρίες και προοπτικές ανάπτυξης.
Οι δανειστές δεν ξεχωρίζουν κυβερνήσεις. Οι δανειστές ξέρουν ότι, όπως και στις άλλες χώρες, η διοίκηση έχει συνέχεια. Ομως το έγκλημα έχει γίνει και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω - που σημαίνει ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις από εκεί που τις άφησε η προηγούμενη.
Οι δανειστές μας δεν έχουν λόγο να ανησυχούν για τα χρήματά τους από την στιγμή που τους κάναμε το χατίρι και δημιουργήθηκε το Υπερταμείο. Το δικό μας το συμφέρον είναι να ομονοήσουν επιτέλους οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, να συνεργαστούν και να συμφωνήσουν σε μια εθνική στρατηγική, την οποία θα υπερασπιστούν από κοινού απέναντι στους δανειστές, με ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι στόχοι και οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα θα τηρηθούν βάσει εθνικού σχεδίου, όποια κυβέρνηση και αν είναι στην εξουσία, και ότι θα δοθεί ώθηση στην οικονομία, για να επιστρέψει σταδιακά η εμπιστοσύνη και με σκληρή δουλειά να τεθούν οι βάσεις για μια άλλη παραγωγική Ελλάδα.
Ηρθε η ώρα να προχωρήσουμε την διαδικασία της ψηφιακής διακυβέρνησης, προκειμένου να πετύχουμε την εθνική μας επιβίωση. Το Επιμελητήριο Μεσσηνίας έχει ήδη εφαρμόσει ψηφιακές υπηρεσίες μέσω των ηλεκτρονικών εφαρμογών του ΓΕ.ΜΗ. που συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση των μελών του, μειώνοντας σημαντικά τις γραφειοκρατικές διαδικασίες.