Κυριακή, 01 Ιουνίου 2014 08:06

Πριν από 60 χρόνια η εκλογή στη Μεσσήνη κρίθηκε για 10 ψήφους

Πριν από 60 χρόνια η εκλογή στη Μεσσήνη κρίθηκε για 10 ψήφους

Το πανελλήνιο ενδιαφέρον προκάλεσε η εκλογή στο Δήμο Μεσσήνης με τις αλλεπάλληλες αλλαγές και τη μία ψήφο διαφορά που ανακοίνωσε το Πρωτοδικείο, η οποία αναδεικνύει δήμαρχο τον Στάθη Αναστασόπουλο. Εκκρεμούν φυσικά η αίτηση επανακαταμέτρησης που υπέβαλε ο Γιώργος Τσώνης και ενδεχομένως ενστάσεις που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά κατά την οποία η εκλογή στη Μεσσήνη κρίνεται για ελάχιστες ψήφους. Εχει συμβεί και πάλι πριν από 60 χρόνια (το Νοέμβριο του 1954), όταν ο Σταύρος Τσούσης κέρδισε με 10 ψήφους διαφορά τον Δημήτρη Κούτσικα, αποτέλεσμα που θρυλείται ότι το έδωσε η τελευταία κάλπη. 

Το αποτέλεσμα ήταν 929 έναντι 919, με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στα τμήματα ανδρών ο Δημήτρης Κούτσικας υπερίσχυσε του αντιπάλου του κατά… μία ψήφο (712 έναντι 711 ψήφων).

Οι δύο αντίπαλοι αποτέλεσαν ιστορικά πρόσωπα για την μεταπολεμική Μεσσήνη, καθώς αναμετρήθηκαν ουσιαστικά από το 1951 μέχρι το 1975. Με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, προτεραιότητες και ενδιαφέροντα, σημάδεψαν την πορεία της πόλης σε μια κρίσιμη περίοδο. Εχει ενδιαφέρον να δούμε και το πώς εξελίχθηκαν αυτές οι αναμετρήσεις:

Ο Σταύρος Τσούσης κατήλθε υποψήφιος για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές του 1951 ως «ανεξάρτητος φιλελεύθερος». Συγκέντρωσε 639 ψήφους έναντι 406 του γιατρού Σταύρου Γιαννόπουλου (που είχε οριστεί δήμαρχος στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και υποστηρίχθηκε από τους Παπανδρεϊκούς και τον Δ. Κούτσικα) και 294 του δικηγόρου Ανδρέα Κουλέτση (που υποστηρίχθηκε από τους Νησιώτες πολιτικούς παράγοντες Φεσσά και Οικονομόπουλο).

Στη συνέχεια κέρδισε όπως είδαμε τις εκλογές του 1954, αλλά το 1959 ήρθε η σειρά του Δημήτρη Κούτσικα. Ως αντικυβερνητικός υποψήφιος με κυβέρνηση την ΕΡΕ του Κων. Καραμανλή, κέρδισε τις δημοτικές εκλογές συγκεντρώνοντας 1.764 ψήφους έναντι 1.278 του Σταύρου Τσούση. Κέρδισε και τις εκλογές του 1964 διευρύνοντας την διαφορά από τον αντίπαλό του καθώς πήρε 2.591 ψήφους έναντι 1.223 ψήφων που πήρε ο Σταύρος Τσούσης.

Με τη δικτατορία ο Δημήτρης Κούτσικας παύθηκε από τα καθήκοντά του και το 1975 έθεσε πάλι υποψηφιότητα κερδίζοντας τις εκλογές με 1.967 ψήφους, έναντι 776 που πήρε ο Σταύρος Τσούσης και 532 που πήρε ο Νίκος Κανελλόπουλος. Την χρονιά αυτή έκλεισε ο κύκλος για τον Σταύρο Τσούση, ενώ ο Δημήτρης Κούτσικας εκλέχτηκε για άλλη μία τετραετία το 1978 με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, συγκεντρώνοντας 1.987 ψήφους έναντι 1.881 ψήφων που συγκέντρωσε ο Παύλος Πτωχός, ο οποίος υποστηρίχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία.

Με αφορμή αυτή την αναδρομή θα ήταν χρήσιμο να δούμε ορισμένα στοιχεία για τη ζωή, την προσωπικότητα, την πολιτική δράση και το δημοτικό έργο των δύο δημάρχων.

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΟΥΣΗΣ

Ο Σταύρος Τσούσης ήταν στρατιωτικός. Η οικογένεια Τσούση έλκει την καταγωγή της από τα Καλάβρυτα και την οικογένεια Πετμεζά. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, τρεις αδελφοί δολοφόνησαν τον μπέη των Καλαβρύτων για λόγους ηθικής τάξης και έφυγαν από εκεί. Ο ένας από αυτούς, ο Δημήτριος, εγκαταστάθηκε στο Μοσχοχώρι και πήρε το επώνυμο Τσούσης. Πατέρας του Σταύρου Τσούση ήταν ο Παναγιώτης, γιος του Δημητρίου, και μητέρα του η Αρετή το γένος Βλαχάκη από το Νησί.

Ο Σταύρος Τσούσης γεννήθηκε το 1896, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Καρτερόλι και το Γυμνάσιο στο Νησί. Μετά από εξετάσεις, εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων το 1914 και αποφοίτησε το 1917 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ηταν επιτελής στο 3ο Επιτελικό Γραφείο της Μεραρχίας που είχε την ευθύνη της πορείας προς την Κωνσταντινούπολη και γι’ αυτό ήταν ο συντάκτης της διαταγής επιχειρήσεων για την κατάληψή της. Επιχείρηση που για πολλούς λόγους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Αποχώρησε από το Στρατό και αργότερα προσελήφθη ως ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Δημοσίων Εργων, έχοντας την ευθύνη κατασκευής κυρίως έργων οδοποιίας. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά ορίστηκε διοικητής (νομάρχης) των Νομών Κοζάνης και Ηρακλείου.

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, σε τηλεγράφημα από το Ηράκλειο όπου βρισκόταν, ζητούσε να του δοθεί το δικαίωμα κατάταξης στο στρατό αν και δεν είχε κληθεί η ηλικία του: «Εις τον τεράστιον αυτόν αγώνα υπέρ βωμών και εστιών, τον οποίον κάθε ελληνική ψυχή έχει αισθανθεί, παρακαλώ μη με στερήσετε της τιμής να συμμετάσχω εις το ηπειρωτικόν μέτωπον όπως οι άλλοι συνάδελφοί μου αξιωματικοί».

Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ορίστηκε από τον αντιπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα Σουηδό καθηγητή Πέρσον ως πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Μεσσήνης, καθήκον το οποίο εκτέλεσε χωρίς αμοιβή, ενώ αποποιήθηκε και την παροχή τροφίμων.

Στη διάρκεια της δημαρχοντίας του ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι εισόδου στην πόλη, όπως και οι δρόμοι της αγοράς. Διαμορφώθηκε ο χώρος της πλατείας και περιφράχθηκε το άλσος. Καθορίστηκε ο χώρος της λαχαναγοράς και απομακρύνθηκε το γουρνοπάζαρο από το κέντρο της πόλης. Ηλεκτροφωτίστηκαν κεντρικοί δρόμοι και βελτιώθηκε το δίκτυο ύδρευσης.

Ο Σταύρος Τσούσης ήταν ένα από τα πρόσωπα που εντυπωσίασαν τον περίφημο Χένρι Μίλερ όταν το 1939 επισκέφθηκε την Ελλάδα φιλοξενούμενος από τον Αγγλο συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ και ήρθε σε επαφή με κορυφαίους Ελληνες διανοούμενους στην Αθήνα. Στο έργο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» περιγράφει τη συνάντηση που είχε στο Ηράκλειο με τον Σταύρο Τσούση και τις εντυπώσεις από το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του:

«Σηκώθηκε πίσω από ένα τεράστιο έπιπλο και ήρθε ζωηρά μπροστά να μας χαιρετήσει. Τίποτε δεν με είχε προετοιμάσει πως θα συναντούσα μια μορφή σαν του Σταύρου Τσούση όπως θα αποδεικνυόταν. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος Ελληνας σαν αυτόν σε όλη την Ελλάδα. Τέτοια εξυπνάδα, τέτοια ζωντάνια, τέτοια αυστηρή τυπικότητα, τέτοια μειλίχια, άκαμπτη ευγένεια, τέτοια αγνότητα. Λες και τον χτένιζαν και τον ξύριζαν και τον περιποιούνταν όλες τις νύχτες και τις ημέρες που με περίμενε για να εμφανιστεί μπροστά μου, και σαν να είχε προβάρει τα λόγια του ξανά και ξανά μέχρι να φτάσει στην τελειότητα για να τα εκφράσει με τέτοια άνεση απόλυτη και τρομακτική. Ηταν ο τέλειος αξιωματούχος, σαν αυτόν που φαντάζεται κανείς από τα σκίτσα της γερμανικής γραφειοκρατίας. Ηταν ένας πέρα για πέρα ατσάλινος άνδρας και όμως υποκλινόμενος, συναινετικός και καθόλου επίσημος. Το κτήριο που βρίσκεται το γραφείο του ήταν ένας από αυτούς τους σύγχρονους τσιμεντένιους στρατώνες στους οποίους άνδρες, χαρτιά, δωμάτια και έπιπλα είναι μονότονα τα ίδια. Ο Σταύρος Τσούσης είχε καταφέρει από κάποια ακαθόριστη ικανότητα να μετατρέψει το γραφείο του, παρόλο που ήταν γυμνό, σ’ έναν πραγματικό ναό γραφειοκρατίας. Κάθε χειρονομία του ήταν φορτισμένη με σημασία. Ηταν σαν να είχε καθαρίσει το δωμάτιο από κάθε τι που θα μπορούσε να εμποδίσει τις αστραπιαίες κινήσεις του, τις απότομες διαταγές του, την τρομερά συγκεντρωμένη προσοχή στην παρούσα υπόθεση [...]

[...] Πέθαινα να τον ρωτήσω πού είχε λάβει αυτή την άμεμπτη εκπαίδευσή του, αλλά κρατήθηκα για μια πιο κατάλληλη στιγμή. Τι διευθυντής θα είχε γίνει σε μια τυπική αμερικάνικη εταιρεία! Τι διευθυντής πωλήσεων! Και αυτός βρισκόταν εδώ σ’ ένα προφανώς εγκαταλειμμένο κτήριο, καλοντυμένος για να συνεχίσει να εκτελεί την υπηρεσία του, αλλά χωρίς ακροατήριο, χωρίς θέαμα, μονάχα μέσα στην συνηθισμένη ρουτίνα μιας επαρχιακής πόλης στην άκρη του κόσμου. Δεν έχω δει ποτέ ικανότητα σε τόσο θλιβερά ακατάλληλο μέρος. Αν ήταν διατεθειμένος -και μόνο ο Θεός ξέρει ποιες ήταν οι υπερβολικές φιλοδοξίες ενός τέτοιου ατόμου που έμενε παγιδευμένο εδώ σ’ ένα κενό ματαιότητας- θα μπορούσε εύκολα να είχε αξιώσει και να επέβαλλε δικτατορία σε όλα τα Βαλκάνια. Σε μερικές ημέρες θα τον έβλεπα να αναλαμβάνει την ηγεσία ολόκληρου του μεσογειακού κόσμου, ορίζοντας με την παχιά υπογραφή του τη μοίρα αυτής της μεγάλης λεκάνης για πολλές μελλοντικές εκατονταετίες. Χαριτωμένος, γοητευτικός, φιλόξενος καθώς ήταν, σχεδόν με είχε τρομοκρατήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα βρεθεί μπροστά σ’ έναν άνθρωπο με εξουσία, έναν άνθρωπο που μπορούσε να πραγματοποιήσει ό,τι έβαζε στο νου του, και ακόμα περισσότερο έναν άνθρωπο που δεν θα οπισθοχωρούσε και δεν θα σταματούσε μπροστά στο οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ενιωθα σαν να κοίταζα έναν εμβρυϊκό τύραννο, όχι αγενή, ασφαλώς πολύ έξυπνο, αλλά πάνω απ’ όλα έναν άνδρα ανελέητο, με ατσάλινη θέληση, έναν άνδρα που ήταν γεννημένος για έναν μοναδικό σκοπό: να γίνει ηγέτης. Δίπλα του ο Χίτλερ φαίνεται σαν καρικατούρα και ο Μουσολίνι σαν ξεπεσμένος θεατρίνος. Οσον αφορά τους σπουδαίους μεγιστάνες της βιομηχανίας της Αμερικής, όπως αποκαλύπτονται στον κινηματογράφο και τις εφημερίδες, δεν είναι παρά μεγάλα παιδιά, υδροκέφαλες ιδιοφυΐες που παίζουν με δυναμίτη στα αγιοφανή χέρια των βαπτιστών αγίων. Ο Σταύρος Τσούσης μπορούσε να τους χορέψει σαν τσιμπιδάκια ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα».

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΑΣ

Ο Δημήτρης Κούτσικας ήταν γιατρός από το Πλατύ. Γεννήθηκε το 1898 και πέθανε το 1989. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία ως υπαξιωματικός. Το 1925, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε στο Πλατύ όπου και άσκησε το επάγγελμά του μέχρι το 1930. Από τη χρονιά αυτή εγκαταστάθηκε στη Μεσσήνη. Υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπίατρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-1941.

Η πολιτική του πορεία ήταν πολυκύμαντη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση από την Γερμανική Κατοχή κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους κατακτητές και το Σεπτέμβριο του 1944 πέρασε από Ανταρτοδικείο, του οποίου όμως δεν έχει περισωθεί η απόφαση.

Το 1945 ήταν επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος "Χιτών" στη Μεσσηνία και ορίστηκε πρόεδρος της Κοινότητας Μεσσήνης στο διάστημα από 15 Αυγούστου 1945 μέχρι τις 9 Απριλίου 1946. Στις 31 Μαρτίου 1946 εξελέγη βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα. Στη συνέχεια προσχώρησε στο Νέο Κόμμα και αργότερα στους Προοδευτικούς του Σπύρου Μαρκεζίνη, των οποίων υπήρξε και υποψήφιος στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1950.

Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου δημαρχοντίας του κατασκευάστηκε μεγάλο τμήμα του δικτύου ομβρίων, γεγονός σημαντικό για την πόλη που "πνιγόταν" με τις βροχές λόγω της γεωμορφολογίας του εδάφους. Κατασκευάστηκε νέος υδατόπυργος με τον οποίο ο δήμος εξασφάλισε "ιδιόκτητο" νερό για την πόλη και ανακαινίσθηκε το δίκτυο ύδρευσης. Διανοίχθηκε ο δρόμος προς την Μπούκα, καθώς υπήρχαν κτίσματα κοντά στο σημείο που συνδεόταν με το δρόμο νοτίως του πάρκου. Διανοίχθηκε επίσης μέρος της οδού Σταδίου. Αγοράστηκε ακόμη το οικόπεδο στο οποίο αργότερα κατασκευάστηκε το γήπεδο, κτίσθηκε το νέο κτήριο του γυμνασίου και με την συμβολή ομογενών, ενώ έγιναν διάφορα έργα εξωραϊσμού.

Κατά τη δεύτερη περίοδο της δημαρχοντίας του (μετά τη χούντα) ξεκίνησε η κατασκευή της τσιμεντόστρωσης του Ρύακα, αγωγών ομβρίων σε Οθωνος και Κολοκοκτρώνη και άλλων έργων οδοποιίας και αποχέτευσης. Στη διάρκεια της θητείας του παραχωρήθηκε το αγρόκτημα του ΑΣΟ στο δήμο, μέρος του οποίου δόθηκε για να κατασκευαστεί το Φιλοσοφικό Κέντρο. 

Πέθανε και τάφηκε στη Μεσσήνη το 1989.