Στη μακροσκελή συνέντευξη - πρόγραμμα ο Γεώργιος Κουτσομητόπουλος θέτει ως προτεραιότητα την ύδρευση της πόλης, καθώς πλέον έχουν αρχίσει να μολύνονται τα πηγάδια από την οικιστική πύκνωση της πόλης και τη διαπερατότητα του εδάφους: «Η πόλις επί της Τουρκοκρατίας και πρότερον υδρεύετο εκ πηγαίων υδάτων, ως δεικνύουσι τα σωζόμενα λείψανα των τότε οχετών και κρηνών. Μετά την απελευθέρωσιν, εκ πνεύματος ίσως αρχαιοφιλίας επανήλθομεν εις τα κατά τους χρόνους της Αγίας Γραφής μέσα υδρεύσεως, τουτέστιν εις τα φρέατα.
Και εν όσω μεν ο συνοικισμός της πόλεως ήτον αραιός, το έδαφος αδιαπότιστον έτι ξένων οργανικών ουσιών και τα υλικά μέσα μικρά, το πράμα ήτο υποφερτόν. Ηδη όμως, καθ’ όσον συμπυκνούται ο συνοικισμός, το έδαφος διαποτίζεται υπό των περιττωμάτων των οικιακών βόθρων και λοιπών ακαθαρσιών, και ένεκα του λίαν διαπεραστού εδάφους του πλείστου της πόλεως, τα διαλυτά στοιχεία των περιττωμάτων κατασταλάζουσι εις τα φρέατα, και το ύδωρ ενίων τούτων ειμή όλων διαφθείρεται εις βαθμόν απίστευτον. Τι δε να είπη τις πλέον διά τα έτη, καθ’ α ένεκα των συνεχών βροχών υπερχειλίζουσι τα ύδατα εν όλω τω εδάφει της πόλεως και ούτω ύδωρ φρεάτων, ύλαι βόθρων, ακαθαρσία οδών και λοιπά ποικιλώνυμα υλικά συγκοινωνούσιν αλλήλοις διά των ενδογείων υδάτων, ως του διαπερατού εδάφους μη παρέχοντας κώλυμα τι; Είνε κατάστασις αυτή;».
ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ
Στη συνέχεια κάνει γνωστό ότι ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα συζητούσαν στην πόλη για τη μεταφορά των νερών από το Πήδημα, κάτι που έγινε δεκαετείς αργότερα επί δημαρχοντίας του γιατρού Χρήστου Κουμάντου, καθώς το 1935 ανατέθηκε η σχετική μελέτη και προχώρησε το έργο. Ο Κουτσομητόπουλος απορρίπτει για λόγους κόστους (και όχι μόνον) τις 3 προτάσεις που είχαν διατυπωθεί: «Ποικίλοι τρόποι υδρεύσεως της πόλεως επροτάθησαν, ων επικρατέστεροι ο διά σειράς φρεάτων ανορυχθησομένων μακράν της πόλεως, ως τινών το ύδωρ να συλλέγηται και αναβιβάζεται εις υψηλά κειμένην δεξαμενήν δι’ ατμομηχανής, ο διά μεταφοράς των υδάτων Πηδήματος, και ο διά μεταφοράς των υδάτων Αλαγωνίας. Εγώ, μη ειδικός υδραυλικός, δεν θέλω να καταδικάσω ουδέτερον των τρόπων τούτων· λογικώς όμως κρίνων ευρίσκω τους μεν δύο πρώτους τρόπους ότι θα απαιτήσωσι και πολλά έξοδα κατασκευής και πολλά έξοδα διαρκώς προς λειτουργίαν τον τελευταίον ευρίσκω πλημμελή, και διά το πολυδάπανον, και διότι είνε πασίγνωστον ότι τα προς μεταφοράν προοριζόμενα ύδατα της Αλαγωνίας είνε κακίστης ποιότητος, ούτε υπό των εκεί επιτοπίως κατοικούντων χρησιμοποιούμενα».
ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΔΟΝΤΑ
Στη συνέχεια διατυπώνει τη δική του πρόταση η οποία είναι η αξιοποίηση του υδροφόρου ορίζοντα κάτω από το Νέδοντα με πηγάδια, γιατί εκεί το νερό είναι καθαρό: «Ωστε καταφεύγομεν εις νέον απλούστατον, οικονομικόν και υγιεινόν τρόπον υδρεύσεως.
Εξετάζοντες την σύστασιν του ενδοποταμίου εδάφους βλέπομεν ότι τούτο εις βάθος ποικίλον κατά θέσεις και κλίσιν παρουσιάζει στρώμα αδιαπέραστον, εφ’ ου ρέει ενδογείως το καταβυθιζόμενον ύδωρ διά του άνωθι διαπεραστού εδάφους, μη παρουσιάζοντος τούτου σπουδαίον κώλυμα ούτε κατά την καταβύθισιν ούτε κατά την ενδόγειον ροήν. Η καταβύθισις δε των υδάτων γίνεται αρχομένη από των ορέων της Αλαγωνίας και προχωρεί γινομένη μέχρι της θαλάσσης εις ην και εκβάλλουσι τα ύδατα. Τα ύδατα τα οποία ανευρίσκομεν ανορρύττοντες φρέατα, και τα οποία ανέρχονται ή κατέρχονται εις τα φρέατα καθόσον τα καταβυθιζόμενα ύδατα είνε πλειότερα ή ολιγώτερα αναλόγως των εποχών και των μάλλον ή ήττον βροχερών ετών. Την φυσικήν λοιπόν ταύτην σύστασιν του ενδοποταμίου εδάφους δυνάμεθα να χρησιμοποιήσωμεν προς ύδρευσιν της πόλεως.
Η φύσις εις πολλάς κλιτύας ορέων εφιλοτέχνησεν ενδογείας δεξαμενάς, εν οις εναποταμιευόμενα ύδατα βροχής ή χιονών, αποδίδονται έπειτα διά σχισμάδων των ιδίων ορέων εις αποστάσεις μικροτέρας ή μεγαλειτέρας από τας δεξαμενάς εν είδει πηγών προς χρήσιν της ιδίας φύσεως και του ανθρώπου.
Ο,τι η φύσις δεν έκαμε παρά τας Καλάμας δυνάμεθα να το κάμωμεν διά της τέχνης. Αντί λοιπόν να αφήσωμεν το ύδωρ, ρέον υπογείως και χύνηται εις την θάλασσαν, δυνάμεθα φράττοντες αυτό καταλλήλως εις αρμόδιον μέρος, να το αναγκάσωμεν να ανέλθη εις την επιφάνειαν και εκείθεν να το διοχετεύσωμεν εις την πόλιν ή κάλλιον φράττοντες αυτό καταλλήλως δυνάμεθα να το παραλάβωμεν εκείθεν και δι’ υδραγωγείου εν μέρει ενδογείου, εν μέρει υπεργείου να το φέρωμεν εις την πόλιν.
Από της Αλαγωνίας όθεν σχεδόν άρχεται η τοιαύτη του ενδοποταμίου εδάφους σύστασις μέχρι της πόλεως, η διαφορά του εδαφιαίου ύψους είνε πολύ μεγάλη και απότομος μάλιστα, διά τούτο δυνάμεθα να εύρωμεν μέρος κατάλληλον, ουχί πολύ μακράν της πόλεως, ένθα αποφράττοντες να δυνηθώμεν παραλαμβάνοντες εκείθεν το ύδωρ να το διοχετεύσωμεν εις πολύ υψηλόν σημείον της πόλεως, εις το Φρούριον ταις ή Τούρλες, και εκείθεν να διανεμηθή εις όλην την πόλιν, εις πάντα τα ύψη.
Υποθέτω ότι το προς απόφραξιν μέρος δεν θα είνε μακράν της θέσεως «Λιθωμένο Φίδι»· και επειδή το μέρος εκεί είνε στενόν, περιοριζόμενον αμφοτέρωθεν υπό βράχων συμπαγών και πολύ υψηλών, τα τε έξοδα της αποφράξεως έσονται μικρά και τα μέσα πρόσφορα λαμβανομένων ογκολίθων, εκ των αυτών βράχων.
Εκ της τοιαύτης διαμορφώσεως ενδογείου αποταμιευτικής δεξαμενής δι’ αποφρακτηρίων τειχών θα προέλθωσιν εις την πόλιν και τα εξής πρόσθετα καλά: 1) άπαντα τα χαμηλότερα της πόλεως μέρη απαλλαγήσονται των εκάστοτε πλημμυρών εκ της υπερχειλίσεως του ενδογείου ύδατος, θα λείψη δηλαδή το ξεβρύσισμα των χαμηλών μερών, ως η αγορά, και των υπογείων· 2) διά μιας προσθέτου δαπάνης δύνανται τα αποφρακτήρια τείχη να υψωθώσι και υπέρ την επιφάνειαν αρκετά, ώστε να συγκρατώσι τα αποτρίμματα των Αλαγονιακών ορέων, ούτω δε να συνδεθή το έργον της διευθετήσεως του χειμάρρου προς την ύδρευσιν της πόλεως· 3) παρά τα τείχη ταύτα της αποφράξεως δύνανται να εγκατασταθώσι μηχαναί, χρησιμοποιούσαι την δύναμιν του καταπίπτοντος ύδατος ήτις έσται ουχί μικρά οικονομική επίρρωσις του δήμου».
Επειδή όμως και αυτή η λύση χρειαζόταν χρόνο, ο Κουτσομητόπουλος προτείνει την εξυγίανση ορισμένων κεντρικών πηγαδιών και την άντληση νερών με ηλεκτροκίνηση: «Αλλά βεβαίως ταύτα απαιτούσι χρόνον μακρόν προς μελέτην και εκτέλεσιν, εν τω μεταξύ δε δεν πρέπει να εξακολουθώμεν παριστάμενοι εις το ήκιστα επιτερπές θέαμα το καθ’ εκάστην εις τα κεντρικά φρέατα τουλάχιστον ανελισσόμενον. Και αν βραδύνη η κατασκευή του τροχιοδρόμου, και δεν δυνηθώμεν να έχωμεν πρόχειρον το ηλεκτρικόν ρεύμα προς κίνησιν αντλιών, θα επιδιώξω συνεννόησιν προς την ηλεκτρικήν εταιρίαν και θα ευρεθή τρόπος να κινήσωμεν αμέσως ηλεκτροκινήτους μεγάλας αντλίας, προς άντλισιν του ύδατος εκ τινών κεντρικών φρεάτων, άτινα σκεπαζόμενα και εξωραϊζόμενα, αντί της αηδούς φρίκης, ην σήμερον εμπνέουσι θα προσέλκωσιν ευαρέστως το βλέμμα διά της καλαισθήτου εις κρήνας διασκευής των».
Η ΡΥΜΟΤΟΜΙΑ
Δεύτερο στη σειρά ιεραρχείται το θέμα του σχεδίου πόλης για το οποίο προτείνει να γίνει λεωφόρος από ανατολή προς δύση και στη συνέχεια προς το βορρά να γίνουν ορισμένες διευθετήσεις, καθώς η πόλη είχε οικοδομηθεί και προς το νότο να εκπονηθεί νέο σχέδιο με δρόμους και τετράγωνα: «Εις τας παλαιάς πόλεις, παντού του κόσμου, εις όσας διά της επικρατήσεως του πνεύματος της αναγεννήσεως επεχείρισαν διάνοιξιν ευρειών οδών και λεωφόρων, δεν εφαντάσθησαν την εις κανονικά τετράγωνα διατομήν των παλαιών τούτων πόλεων ή και εν γένει την διάνοιξιν όλων των οδών της πόλεως, αλλά μόνον ήνοιξαν μίαν ή περισσοτέρας οδούς αναλόγως της ανάγκης εν τη παλαιά πόλει και είτα περικλύσαντες ταύτην δι’ ευρείας λεωφόρου, εφήρμοσαν αμειλίκτως τέλειον ως οιόν τε σχέδιον εις την νέαν πόλιν. Τούτο δέον να γίνη και εδώ· να χωρισθή η παλαιά πόλις της νέας δι’ ευρείας λεωφόρου απ’ ανατολών προς δυσμάς, και προς μεσημβρίαν μεν να εφαρμοσθή αμειλίκτως σχέδιον κανονικώτατον, προς άρκτον δε, εν τη παλαιά πόλει, να διανοιχθώσι βαθμηδόν αι αναγκαίαι προς αερισμόν και καλλωπισμόν αρτηρίαι. Η διάνοιξις τοιούτων οδών επείγει και εκ της τάσεως, ην παρουσιάζει η πόλις να προεκτείνηται σχεδόν μόνον προς εν σημείον. Εν τη παλαιά πόλει έχουσι διατεθή εκατομμύρια όλα εις κτίρια, των οποίων η αξία σπουδαίως θα μειωθή, αν δεν ληφθή μέτρον τι δυνάμενον πως να συγκρατήση την τάσιν της πόλεως προς εκτόπισιν του κέντρου».
Αξιοσημείωτες είναι και οι θέσεις του για τον «αερισμό» της παλιάς πόλης οι οποίες σε μεγάλο βαθμό απεικονίσθηκαν στο σχέδιο του 1905 που εκπονήθηκε από το νομομηχανικό κατά τη διάρκεια της δημαρχοντίας του: «Σπουδαίως θα ωφελήση την παλαιάν πόλιν συντελούμενον το έργον της διευθετήσεως του χειμάρρου, διά της εν μέρει μετατοπίσεως της κοίτης του, ης τινός μέρος πάλιν, και τοιούτον, φαντάζομαι το από της μεγάλης γεφύρας μέχρι της οικίας Ψάλτη μέρος, να μετατραπή εις ευρείαν πλατείαν. Αλλά και εν τη κυρίως πόλει ανάγκη να διανοιχθώσιν οδοί τινές, και τοιαύτας εγώ θα προτιμήσω, την επάνω λεγομένην πλατείαν να διανοίξω μέχρι της Υπαπαντής· την κάτω λεγομένην πλατείαν προς ανατολάς μέχρι του πεδίου των ασκήσεων· την Δημοτικήν λεωφόρον Παραλίας μέχρι πάλιν της Υπαπαντής· και την εμπρός του Ναού Αγίου Ιωάννου μικράν πλατείαν κατ’ ευθείαν προς ανατολάς μέχρι της πλατείας Φραγκολίμνης. Διά της τοιαύτης διασχίσεως της πόλεως πιστεύω ότι πληρέστατα θα αερισθή αύτη και δεν θα ληφθή ανάγκη ετέρας ρυμοτομίας. Επί μιας των δύο πρώτων υποδειχθεισών ως διανοιχθησομένων οδών θα γίνη φροντίς να εξευρεθώσιν οικόπεδα κατάλληλα διά το μέλλον Δημαρχικόν μέγαρον, και δι’ όμοιον δικαστικόν».
ΟΙ ΥΠΟΝΟΜΟΙ
Σοβαρό το πρόβλημα των υπονόμων και ο Κουτσομητόπουλος εκτιμά ότι θα χρειαστεί χρόνος για οριστικές λύσεις αλλά και άμεσα μέτρα για να αλλάξει η εικόνα της πόλης: «Διά συνοικισμόν αξιούντα να ονομάζηται πόλις οι υπόνομοι είνε εκ των ων ουκ άνευ. Ατυχώς οι υπόνομοι προαπαιτούσι δύο τινά· αφθονίαν ύδατος, άνευ του οποίου γίνονται φοβεραί εστίαι μολύσματος και χωροστάθμισιν ή μάλλον σταθεροποίησιν του εδάφους της πόλεως, άνευ της οποίας μετά τινά έτη θα μετέπιπτον εις αχρηστίαν· καταχωνόμενοι εκ της ανυψώσεως του εδάφους.
Την κατασκευήν λοιπόν τοιούτων, μόνον μετά την εκπλήρωσιν των δύο άλλων αναγκών δυνάμεθα να επιζητήσωμεν. Εν τω μεταξύ όμως δέον να αρθώσιν αι γνωσταί αηδίαι κεντρικών τινών μερών, που μεν διά συναθροίσεως των ακαθάρτων υδάτων εις βόθρους κλεισμένους διά σιγμοειδών σωλήνων, που δε διά προχείρων πλακοστρώτων οχετών, κατά το υπό τινός συμπολίτου μας επιχειρηθέν προ τινός υπόδειγμα. Ταύτα όμως ως προσωρινά μέτρα, διότι όλη η προσοχή μας θα στραφή διά της συμπληρώσεως των προηγουμένως απαιτουμένων να φθάσωμεν ταχέως εις το σημείον της κατασκευής τελείου συστήματος υπονόμων».
ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ
Αμαξιτό δρόμο προς τα χωριά δυτικά της πόλης και βατό προς τα Γιαννιτσάνικα προέβλεπε το πρόγραμμα και το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο Κουτσομητόπουλος έβλεπε τη σημερινή συνοικία της πόλης ως περιοχή αναψυχής: «Στοιχειώδες καθήκον του Δήμου είνε να διευκολύνη την συγκοινωνίαν των συνοικισμών των αποτελούντων αυτόν. Και όμως εκτός των Γιαννιτσανίκων, οι των άλλων χωριών δημόται μόνον επί όνων και ημιόνων, και δι’ απείρων ταλαιπωριών κατορθώσι να προσέρχωνται εις την πόλιν. Πρωτίστην λοιπόν ανάγκην θεωρώ και αμέσου εκτελέσεως την κατασκευήν αμαξητής μεν οδού προς τα δυτικά χωρία του Δήμου, βατής δ’ επί του παρόντος προς την Γιάννιτζαν, μέχρις ότου τα οικονομικά του Δήμου επιτρέψωσι και την προς τα εκεί κατασκευήν αμαξιτής οδού, ης συντελουμένης θα καταντήση το ωραίον τούτο χωρίον ενδιαίτημα αναψυχής ου μόνον των κατοίκων της πόλεως αλλ’ ίσως και πλείστων ξένων, επί μεγίστη ωφελεία των φιλοξένων κατοίκων του».
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Τέλος ο Κουτσομητόπουλος στο πρόγραμμά του περιλαμβάνει και τις διανοίξεις δρόμων των διαφόρων σχεδίων: «Αναφέρω ταύτα τελευταία ουχί διότι και τελευταίον θα επιδιωχθή η συντέλεσίς των, αλλά διότι είνε πολλά τον αριθμόν, ποικίλλης φύσεως, και δεν δύνανται να υπαχθώσιν εις μίαν κατηγορίαν των σπουδαίων επιχειρισθησομένων έργων. Διά να σας δώσω δε να εννοήσητε ποια κατατάσσω ενταύθα σας αναφέρω, εν παραδείγματι, τα εξής:
Μεταξύ των δύο προς την παραλίαν μεγάλων λεωφόρων διανοίγονται κατά το εν ισχύι σχέδιον διάφοροι εγκάρσιοι οδοί, οίτινες δεν απαιτούσιν ειμή ολίγην θέλησιν και ελάχιστα έξοδα, προς κατασκευήν, διότι ουδεμίαν αποζημίωσιν δι’ αυτάς θα πληρώση το δημοτικόν ταμείον.
Εκ του σχεδίου της παραλίας αναχωρούσι διάφοροι οδοί κάθετοι προς το κρηπίδωμα· τι θα απαιτηθή να διανοιχθή η ευθύ προς τον αντιβραχίονα βαίνουσα οδός; ελάχιστα έξοδα, διότι εις ουδεμίαν αποζημίωσιν υποχρεούται ο δήμος, και όμως οι κατά την διεύθυνσιν εκείνην έχοντες τα περιβόλια των και τας κατοικίας των διέρχονται δι’ ατραπών και χανδάκων, μέχρι γονάτων βυθιζόμενοι τον χειμώνα εις την λάσπην.
Και πλείστα άλλα τοιαύτα μικρά έργα εννοώ ανενδότως να εκτελέσω αμέσως».
Από το πρόγραμμα του μετέπειτα δημάρχου Γεώργιου Κουτσομητόπουλου δίνεται μια εικόνα της πόλης πριν από 111 χρόνια, αλλά και του τρόπου με τον οποίο προσέγγιζε τα ζητήματα η λεγόμενη γενιά του αστικού εκσυγχρονισμού που διαχειρίστηκε τις τύχες της πόλης την περίοδο της εμπορικής άνθησης. Μια περίοδο οποία αποτυπώνεται σήμερα στο πλήθος των κτηρίων εποχής που συγκεντρώνονται τόσο στην παλιά πόλη, όσο και στα σημεία επαφής της με την καινούργια.
Η συνέχεια το επόμενο Σαββατοκύριακο