Οι τελευταίες αυτές εβδομάδες ήταν, τόσο για εμένα προσωπικά αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνολικά, μία πολύτιμη εμπειρία. Είχα και είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τους πολίτες και να ακούσουμε τις αγωνίες τους, αλλά και την κριτική τους. Δεν κρύφτηκα ποτέ πίσω από το δάχτυλό μου. Στις εκλογές της 21ης Μαΐου η ελληνική κοινωνία δήλωσε ότι περίμενε περισσότερα από εμάς: τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Και αυτό το μήνυμα το λάβαμε. Από την πρώτη μέρα προσπαθήσαμε να στρέψουμε τη συζήτηση γύρω από τις επικείμενες εκλογές στα μεγάλα ερωτήματα και στις στρατηγικές απαντήσεις που πρέπει να απασχολήσουν τον τόπο μας. Ερωτήματα που υπαγορεύονται από τις κρίσεις και τις προκλήσεις που μας περιβάλλουν, ερωτήματα που σχετίζονται με τις δυνατότητες η χώρα μας να αλλάξει ριζικά, ερωτήματα που προκύπτουν από την επιθυμία των Ελλήνων και των Ελληνίδων να ζουν καλύτερα.
Σήμερα, υπάρχουν δύο ανταγωνιστικά σχέδια για το μέλλον της χώρας. Η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας θεωρεί ότι η χώρα κινείται σε θετική κατεύθυνση και υπόσχεται ότι τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει το μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης». Αυτό συνοψίζεται στην υποτίμηση της εργασίας, στην άρση των περιοριστικών κανόνων, στην μετατροπή της χώρας μας σε έναν τόπο επιπόλαιων επενδύσεων και μονοσήμαντου προσανατολισμού σε κλάδους όπως ο τουρισμός. Σε αυτό το μοντέλο, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Ακόμα όμως και αν αφήσει κανείς στην άκρη αυτή τη διάσταση, είναι ένα μοντέλο που έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει: είναι η συνέχεια της πολιτικής που μας οδήγησε πριν λίγα χρόνια στην οικονομική κρίση και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Και όχι μόνο αυτό. Στην εκδοχή του κυρίου Μητσοτάκη και της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, συνδυάζεται με έναν τρόπο άσκησης της εξουσίας που εμπνέει ανησυχία σε κάθε δημοκρατικό πολίτη. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το 2019-2023. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το σκάνδαλο των υποκλοπών, τις θηριώδεις απευθείας αναθέσεις, την δυσανεξία του καθεστώτος του κυρίου Μητσοτάκη απέναντι σε κάθε έννοια ελέγχου και λογοδοσίας.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συμπυκνώνεται στη φράση «δίκαιη κοινωνία». Ξέρουμε το προφανές: δεν αρκεί να πατήσει κανείς ένα κουμπί για να φτάσουμε εκεί. Είναι όμως ένας στόχος που ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και την επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας για μία συνθήκη δικαιοσύνης, ισότητας και ευημερίας. Δεν μας αρκεί η φτηνή ανάπτυξη και δεν μας αξίζει η καθημερινή υποβάθμιση της ζωής. Αυτό που θέλουμε για τη χώρα είναι ένα αναπτυξιακό άλμα που θα αναγεννήσει την ελληνική ύπαιθρο και τον δευτερογενή τομέα μέσα από επενδύσεις που θα σέβονται τους κανόνες και θα προσθέτουν στον συλλογικό πλούτο της χώρας. Ο δικός μας στόχος είναι το κράτος να λειτουργεί όχι ως ο αιμοδότης ισχυρών συμφερόντων, αλλά να παρεμβαίνει στην οικονομία, να προστατεύει και να ρυθμίζει, να επενδύει και να θωρακίζει τις δημόσιες υποδομές. Μόνο έτσι θα έχουμε επιτυχίες δημοσιονομικές -όπως είχαμε στα χρόνια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- που την ίδια στιγμή θα μετατρέπονται σε πυλώνες στήριξης του κοινωνικού κράτους και επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό -το πιο πολύτιμο κεφάλαιο- της χώρας μας.
Αυτά είναι τα δύο ανταγωνιστικά σχέδια για τη στρατηγική πορεία της Ελλάδας. Στις 25 Ιουνίου αυτό που κρίνεται είναι η πορεία και η κατεύθυνση του βηματισμού της ελληνικής κοινωνίας για τα επόμενα χρόνια. Ξέρω ότι πολλοί και πολλές σκέφτονται να φτάσουν στην κάλπη με κριτήριο το τι συνέβη στις 21 Μαΐου. Θα ήθελα να τους καλέσω να το σκεφτούν εκ νέου. Όχι μόνο γιατί οι κάλπες είναι άδειες, αλλά κυρίως γιατί μπορούμε όλοι ανεξάρτητα από ιδεολογικές καταβολές και παραταξιακές προτιμήσεις να φανταστούμε την επόμενη μέρα αν ο κύριος Μητσοτάκης θεωρήσει ότι το σχέδιό του έχει την έγκριση του ελληνικού λαού. Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο κύριος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του πορεύτηκαν με τρόπο αλαζονικό προσβάλλοντας την ευαισθησία και την αξιοπρέπεια του λαού μας σε πολλές και διαδοχικές περιστάσεις- από τις πρωτοφανείς πρακτικές όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών μέχρι το διάγγελμα εκείνο στον απόηχο της τραγωδίας στα Τέμπη. Δεν θα αλλάξει. Αν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τον ελληνικό λαό, η ταξική υπεροψία και η αλαζονεία της εξουσίας θα γίνουν ο νόμος της πολιτικής. Και η κυβέρνησή του θα νομοθετεί με κύριο αν όχι αποκλειστικό κριτήριο ιδιοτελή συμφέροντα, παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και την αναπαραγωγή ενός αποτυχημένου και αντικοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης.
Εμείς, από την πρώτη στιγμή, είπαμε ότι θα παλέψουμε για να ανατρέψουμε τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα, όσο και την προοπτική μίας παντοδύναμης κυβέρνησης της νέας Δεξιάς. Και βλέπουμε τη συστηματική προσπάθεια συγκεκριμένων κέντρων να δείξουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει τελειώσει. Γιατί ξέρουν, ότι είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να συγκρουστεί με το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας. Στο έδαφος αυτό, ενισχύουν κόμματα φωτοβολίδες με προσωποπαγή και αντιπολιτικά χαρακτηριστικά, ενώ την ίδια στιγμή ορέγονται την παλινόρθωση του παλιού δικομματισμού και την περιθωριοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Θα πέσουν έξω και αυτή τη φορά. Τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν τον έχουν στο χέρι. Είναι μια κοινωνική και πολιτική δύναμη που, παρά τα λάθη της και τις αδυναμίες της, δίνει τη μάχη και θα συνεχίσει να δίνει μάχες για το σύνολο της κοινωνίας μας. Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι ψήφος διαμαρτυρίας. Είναι ψήφος εμπιστοσύνης σε μία δυνατή, παρεμβατική και ανανεωμένη προοδευτική παράταξη. Είναι ψήφος ενίσχυσης της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ψήφος θετική στον στόχο της δίκαιης κοινωνίας με ευημερία για όλους.