Με το νέο νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, πραγματοποιούνται δύο ακόμα βήματα στην προστασία της αγροτικής παραγωγής με την (α) προστασία των παραγωγών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές κυρίως των αλυσίδων χονδρικής και (β) με την καταπολέμηση των παράνομων ελληνοποιήσεων εισαγόμενων γαλακτοκομικών προϊόντων και κρεάτων.
Εχουν παρατηρηθεί διαχρονικά σημαντικές καθυστερήσεις στην εξόφληση των παραγωγών νωπών προϊόντων από τους χονδρέμπορους ή τις αλυσίδες λιανικής πώλησης. Αυτό δεν μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί για τα νωπά προϊόντα. Το πρακτικό αποτέλεσμα της καθυστέρησης της αποπληρωμής είναι η έμμεση χρηματοδότηση των εμπόρων αυτών των προϊόντων.
Η ελληνική νομοθεσία προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με το ν. 4152/2013, αλλά δεν αποδείχθηκε στην πράξη αποτελεσματικός, αφού επέτρεπε τη σύναψη συμβάσεων και με μεγαλύτερη από την εκ του νόμου προβλεπόμενη προθεσμία πληρωμής.
Τώρα στο νόμο υπάρχει υποχρέωση πληρωμής των νωπών και ευαλλοίωτων τροφίμων εντός 2 μηνών και ο νόμος αποκλείει τη δυνατότητα υπέρβασης αυτού του χρονικού ορίου. Στόχος είναι να υπάρξει μια διαπραγματευτική ισορροπία μεταξύ παραγωγών και εμπόρων, που θα εξαλείψει τις πολύμηνες καθυστερήσεις αποπληρωμής.
Δεύτερος βασικός στόχος του νόμου είναι η προστασία του Ελληνα παραγωγού και καταναλωτή από την ονομαζόμενη “ελληνοποίηση” μιας σειράς αγροτικών προϊόντων, κυρίως όμως γάλακτος και κρέατος. Προβλέπεται τώρα η υποχρεωτική αναγραφή της προέλευσης στο γάλα, ως βασικό συστατικό όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και στο κρέας. Για το γάλα απαιτείται, πλέον, η αναγραφή της χώρας αρμέγματος, επεξεργασίας και συσκευασίας. Για το κρέας απαιτείται η αναγραφή όλων των σταδίων του, από τη χώρα γέννησης του ζώου και την ανατροφή και τη σφαγή του, μέχρι και την ταμειακή μηχανή. Στην ίδια κατεύθυνση της προστασίας παραγωγών και καταναλωτών είναι και η άμεση έκδοση ηλεκτρονικού τιμολογίου, καθώς και η εντατικοποίηση των ελέγχων και με τη χρήση μηχανημάτων σάρωσης εμπορευματοκιβωτίων (scanner).
Η νομοθέτηση αυτή προασπίζει τα συμφέροντα των παραγωγών αλλά και τον Ελληνα καταναλωτή, μέσω της διαφάνειας και της λεγόμενης “ιχνηλασιμότητας” των προϊόντων αυτών. Πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε το γεγονός ότι γενικά ο αγροτικός τομέας έδειξε πολύ μεγάλες αντοχές μέσα στην κρίση, σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας και είχε και μια σχετική άνοδο και άρα είναι ανάγκη η κάθε είδους προστασία του και ενίσχυσή του, θεσμική και οικονομική. Με το νόμο αυτό κάνουμε ένα ακόμη ουσιαστικό βήμα στο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του.