Ο κ. Χαρίτσης δήλωσε ότι “σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνώς δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την λογική της κούρσας προς τον πάτο (race to the bottom)” και σημείωσε πως “η χώρα μας χρειάζεται επενδύσεις παραγωγής εγχώριας προστιθέμενης αξίας, σε ευθυγράμμιση με την εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία, που θα συνδυαστούν και με τις εγχώριες επενδύσεις, ώστε να συνδιαμορφώσουν παραγωγικά οικοσυστήματα. Και όχι κερδοσκοπικές λογικές με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα”.
Υπογράμμισε ότι “είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική που θα αξιοποιεί τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα: το ανθρώπινο δυναμικό και το φυσικό περιβάλλον”, επισημαίνοντας “την ανάγκη θεσμικής συνέχειας για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων”. Σχολίασε πως “δυστυχώς, η Αναπτυξιακή Τράπεζα που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αξιοποιείται στον βαθμό που πρέπει, παρόλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βασικός μοχλός στήριξης επενδύσεων κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας και κυρίως σε επίπεδο μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας” και σημείωσε “την κρισιμότητα αξιοποίησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και ως πόλο προσέλκυσης και ξένων επενδύσεων. Στο β' εξάμηνο του 2019, πριν την έλευση της πανδημίας δηλαδή, είχαμε χαμηλό 20ετίας στην αξιοποίηση του ΠΔΕ”.
Παράλληλα χαρακτήρισε το Ταμείο Ανάκαμψης “ιστορική ευκαιρία για την χώρα μας, τόσο για την διάσωση της οικονομίας σήμερα όσο και για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου μας” και επέκρινε την κυβέρνηση: “Δυστυχώς δεν έγινε ένας δημοκρατικός διάλογος για την αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων. Από την κυβερνητική πρόταση απουσιάζει εντελώς η περιφερειακή διάσταση, η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό. Η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση της οικονομίας πρέπει να υλοποιηθούν με βάση της ανάγκες της κοινωνίας”.
Τέλος, παρατήρησε ότι “η κοινωνία ζητά απτά αποτελέσματα και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και με τρόπο που θα απαντά στις ανάγκες των μικρομεσαίων και των εργαζομένων, των περιφερειών και των νέων. Και όχι να πάνε σε ένα κλειστό κλαμπ λίγων και εκλεκτών, όπως έγινε τόσο συχνά στο παρελθόν”.