Πρόκειται για στίχους τραγουδιών πασίγνωστων όπως το «Μίλησέ μου» και η «Μπουρνοβαλιά», εμβληματικών όπως ο «Τσάμικος» και το «Στου Διγενή τα κάστρα», θρυλικών όπως σχεδόν όλα του κύκλου “Δροσουλίτες” ή μη μελοποιημένων όπως ο «Μανιάτικος εσπερινός», οι οποίοι, αποσπασμένοι από τον συγκεντρωτικό τόμο “Ολα τα τραγούδια”, παρουσιάζονται εδώ με πλούσιο σχολιασμό και αντικριστά με τα δημοτικά τραγούδια αναφοράς.
O Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε τo 1911 (ή το 1914, όπως ο ίδιος έλεγε) στην Ασέα Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Για το γυμνάσιο μετέβη στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Ετσι, όταν ήρθε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή, ήξερε, αρκετά καλά, αγγλικά και γαλλικά. Ηξερε, επίσης αρκετά καλά, τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα, εγκατεστημένος πια με την οικογένειά του, άρχισε να μπαίνει στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και να δημιουργεί συγχρόνως τα δικά του μυθικά στέκια. Τα πρώτα του ποιήματα – μικρής έκτασης και κλασικού ύφους – τα δημοσίευσε στη «Νέα Εστία» το 1931 και στον «Ρυθμό» το 1933. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε κυρίως με τα «Νέα Γράμματα», τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά», δημοσιεύοντας κριτικά άρθρα και σημειώματα. Την υποδειγματική ποιητική του σύνθεση “Αμοργός” την εξέδωσε από τον «Αετό» το 1943. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για λόγους καθαρά βιοποριστικούς. Για τους ίδιους λόγους ξεκίνησε να γράφει στίχους πρώτα για τις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι κι αργότερα άλλων αξιόλογων συνθετών, καθορίζοντας το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Η ικανότητά του να χειρίζεται τον λόγο με ακρίβεια έκανε το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Λαϊκό Θέατρο να του εμπιστευθούν μεταφράσεις πολλών θεατρικών έργων, που παραμένουν «κλασικές». Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του και το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Επέστρεψε στην Ασέα, πλήρης ημερών και γνώσεων, στις 12 Μαΐου 1992.
Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης η συγκεντρωτική έκδοση των στίχων του (1999· νέα, αναθεωρημένη έκδοση, 2018) και το ποιητικό του έργο (2000), καθώς και πολλές από τις θεατρικές του μεταφράσεις.