Και μόνο ο τίτλος έχει φροντίσει να τον δικαιώσει, «Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα», με υπότιτλο «Το Big Bang της Χρυσής Αυγής».
Τα περιεχόμενα του βιβλίου
Στις 250 σελίδες που ακολουθούν γίνεται προσπάθεια να σκιαγραφηθούν βήμα-βήμα οι «στιγμές» και οι ιδέες που διαμόρφωσαν το πλαίσιο για την κοινωνική αποδοχή της πολιτικής βίας και του εξτρεμισμού. Αρχικά, στο πρώτο κεφάλαιο, περιγράφεται η δημιουργία του προνομιακού βιότοπου που καλλιέργησε το εύφορο έδαφος, με τις «κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη» του 2008, τους «αγανακτισμένους» του 2011 και την καρικατούρα των συνεχών καταλήψεων δημοσίων κτηρίων ως μίμηση-παρωδία των γεγονότων του Πολυτεχνείου το 1973.
Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται οι εξηγήσεις του φαινομένου. Το συγκρουσιακό πολιτικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, οι «δυνάμεις του φωτός και οι δυνάμεις του σκότους», η διαρκής επίκληση της βίας ως μαμής της Ιστορίας στον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς, η ανάδυση του αριστεροδεξιού εξτρεμισμού και η δημιουργία μιας δεξαμενής ψηφοφόρων που αναγνωρίζουν την ταυτότητά τους ως εφαπτομένη των δύο άκρων, η παγίωση ενός εμφυλιοπολεμικού λόγου και μιας ρητορικής του μίσους που σταδιακά εδραιώνεται ως «κοινός νους» σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Αναλύεται επίσης εάν ισχύει και εάν έχει βάση η «θεωρία των δύο άκρων», που έχει ιδιαίτερα κακοποιηθεί από τα κόμματα του «μικρού δικομματισμού», τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με τον τρόπο αυτό, το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, που εξετάζεται στο τρίτο κεφάλαιο, έχει αποκτήσει βαθιές κοινωνικές ρίζες και φυσικά δεν πρόκειται να εξαλειφθεί με διοικητικές πράξεις και απαγορεύσεις. Η αντιμετώπισή του απαιτεί ευρύτατες συναινέσεις των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθούν.
Το τέταρτο κεφάλαιο εστιάζει στη «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τον εξτρεμισμό. Πρόκειται για ένα από τα πλέον επικίνδυνα φαινόμενα στην Ελλάδα της κρίσης. Στο όνομα του ριζοσπαστισμού, υιοθετούνται ή γίνονται ανεκτές εξτρεμιστικές πρακτικές, όπως η πολιτική βία. Πρόκειται για μια ιδιότυπη «φινλανδοποίηση» του ριζοσπαστισμού απέναντι στην πολιτική βία και τον εξτρεμισμό, που ουσιαστικά λειτουργεί ως προστατευτική θερμοκοιτίδα αντιδημοκρατικών πρακτικών.
Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται ο ρόλος των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αντιφατικός και αμφιλεγόμενος. Παρότι τα περισσότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας «αντιτάσσονται πολιτικά στον ριζοσπαστισμό και τον εξτρεμισμό, η λαϊκιστική τους ατζέντα τροφοδοτεί και πολλές φορές πυροδοτεί αυτά τα φαινόμενα.
Τα δύο τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στον εντοπισμό των όπλων των υποστηρικτών της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι σε αυτά τα αντιδημοκρατικά φαινόμενα. Ουσιαστικά, δύο είναι τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν: περισσότερη δημοκρατία και περισσότερη Ευρώπη.
«Μόνο εάν υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, την ενεργοποιήσουμε, τη νοηματοδοτήσουμε με ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο μιας απλής τεχνικής της εξουσίας, μπορούμε να πείσουμε τους πολίτες για τα πλεονεκτήματά της απέναντι στους κάθε είδους ολοκληρωτισμούς των εξτρεμιστών και στις φαντασιώσεις της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» που κάποιοι νεφελωδώς επαγγέλλονται» λέει ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. «Μόνο με ριζικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και με σταθερή υπεράσπιση των αξιών και των αρχών της δημοκρατίας, θα μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη σ' ένα πολίτευμα που, παρά τις τεράστιες αδυναμίες του, είναι ό,τι καλύτερο έχει εφεύρει ο ανθρώπινος νους ως μέθοδο κοινωνικής συμβίωσης» συμπληρώνει ο συγγραφέας.
Και καταλήγει: «Είχαμε την τύχη να γίνουμε από νωρίς μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Δεν το εκτιμήσαμε ιδιαίτερα και αρκεστήκαμε να βλέπουμε την ενωμένη Ευρώπη ως πάροχο επιδοτήσεων που δημιούργησαν ένα μοντέλο καταναλωτικής ευμάρειας χωρίς αντίστοιχη παραγωγική βάση. Τόσο με την Ευρώπη όσο και με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η σχέση των περισσότερων πολιτών ήταν εργαλειακή και πελατειακή. Τώρα που αυτό το μοντέλο έχει εξαντλήσει την όποια δυναμική του, είναι απαραίτητο να αναστοχαστούμε συνολικά».