Πέμπτη, 05 Μαρτίου 2015 12:41

«Ρομάντσο», ένα αφανές μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη

Γράφτηκε από την
«Ρομάντσο», ένα αφανές μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη

Πριν από έναν χρόνο είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, έστω και με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, πόσο σημαντικό υπήρξε το ποιητικό ταλέντο της Μαρίας Πολυδούρη (1902-1930) χάρη στη συνολική έκδοση των ποιημάτων της από τη Χριστίνα Ντουνιά.

Σε συνέντευξη την οποία έδωσε τότε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (6 Μαρτίου 2014) η επιμελήτρια του τόμου, είχε παρατηρήσει μεταξύ άλλων: «Η παγιωμένη εντύπωση ότι η Πολυδούρη είναι αποκλειστικά στραμμένη στο ερωτικό της δράμα την αδικεί. Η απόλυτη ανάγκη της έκφρασης, που κάποτε την οδηγεί σε μιαν αμέλεια για τη μορφή, είναι κεντρικό στοιχείο του ποιητικού της ύφους και αποδεικνύει τον αντικομφορμισμό της». Το ίδιο αντικομφορμιστική αποδεικνύεται η Πολυδούρη και στα λιγοστά πεζά της, συγκεντρωμένα τώρα σε έναν δεύτερο τόμο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Εστία και πάλι με εισαγωγή και επιμέλεια της Χρ. Ντουνιά.

Το σημαντικότερο κείμενο στην καινούργια έκδοση, που κατά τα άλλα περιλαμβάνει σελίδες ημερολογίου, μια σύντομη αυτοβιογραφία, αδημοσίευτες επιστολές από το Παρίσι και ορισμένα μικρά πεζά (εκ των οποίων δύο εφηβικά) είναι το μυθιστόρημα «Ρομάντσο» το οποίο γράφτηκε το 1926 και προτάθηκε σε διαφόρους εκδότες χωρίς να βρει ανταπόκριση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ρομάντσο» θα αναλάβει ένα κάπως σκοτεινό πρόσωπο, ο νεαρός καλλιτέχνης Λεωνίδας Ρόδης, που παίζει πιάνο και ζωγραφίζει, απολαμβάνοντας την εκτίμηση των κοινωνικών κύκλων στους οποίους κινείται ( θεωρείται από όλους πολυσχιδής μορφή), αλλά παραμένει έκδηλα μοναχικός και απόμακρος. Ο Ρόδης θα μοιράσει το ερωτικό του ενδιαφέρον μεταξύ δύο γυναικών: μιας παλιάς φίλης από τα χρόνια του σχολείου και μιας κατοπινής αγάπης, που θα τον ερωτευτεί όσο και το κορίτσι της παιδικής του ηλικίας.

Η πρωτοτυπία του «Ρομάντσου» έγκειται στην τεχνική της σύνθεσής του. Η Πολυδούρη θα ξετυλίξει την ιστορία του Ρόδη με δύο τρόπους. Στο πρώτο μέρος του κειμένου αφηγήτρια θα είναι ένα γυναικείο πρόσωπο που θα μάθει για την περίεργη ζωή του πρωταγωνιστή από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους ενώ στο δεύτερο τα ηνία της αφήγησης θα κρατήσει ο ίδιος σε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο θα επανέλθει στα γεγονότα του πρώτου μέρους, ρίχνοντας το δικό του φως στα διατρέξαντα. Όπως παρατηρεί στην εισαγωγή της η Χρ. Ντουνιά, η τεχνική αυτή, την οποία θα καταστήσει διάσημη ο Αντρέ Ζιντ με τα έργα του «Η στενή Πύλη» (1909) και «Οι κιβδηλοποιοί» (1925), συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκιβωτίζει στο εσωτερικό του μυθιστορήματός του ένα δεύτερο μυθιστόρημα που χωρίς να κρύβει τις ομοιότητές του από το πρώτο, τροποποιεί σημαντικά τα μοτίβα του. Η Πολυδούρη θα διακόψει με το μυθιστόρημά της την ευθεία γραμμή που συνδέει την πραγματικότητα με τη ρεαλιστική της αναπαράστασή, αποφεύγοντας να προσδώσει οποιοδήποτε οριστικό σχήμα τόσο στη μυθοπλασία όσο και στους χαρακτήρες της.

Κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ως προς το τι ακριβώς θα είχε συμβεί με την Πολυδούρη αν το «Ρομάντσο» είχε εκδοθεί στον καιρό του. Η Ντουνιά λέει πως ενδεχομένως θα της είχε εξασφαλίσει μια διαφορετική θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αφού με την αφηγηματική του μέθοδο προλαβαίνει ακόμα και τις πολύ σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες. Σίγουρα η Πολυδούρη επιδεικνύει εδώ έναν πολύ υψηλό βαθμό καλλιτεχνικής ευαισθησίας, διαλέγοντας μια καθαρώς αντισυμβατική φόρμα, που θα διευκολύνει στο τέλος και τη δική της αυτοβιογράφηση. Στις σελίδες του «Ρομάντσου» θα συναντήσουμε σε ένα τέτοιο πλαίσιο κατ’ επανάληψη τις βιωματικές γραμμές που όρισαν την ποίησή της: το πεισιθάνατο βλέμμα, που παρά το σταθερό νεανικό κέφι και το υπόγειο χιούμορ, παραμένει ριζωμένο στην οπτική των ηρώων της, τα ωχρά κορίτσια που έχουν αδικηθεί από τις περιστάσεις του βίου τους και από τους άδοξους έρωτες των ανδρών (άνδρες δραματικά κλεισμένοι στον εαυτό τους), αλλά και την έντονη, πηγαία αντίδραση στον συντηρητισμό και την οπισθοδρομικότητα των συμφωνημένων κοινωνικών κανόνων.

Σημειώνεται ότι η Χρ. Ντουνιά ετοιμάζει μια βιογραφία της Πολυδούρη, όπου σχεδιάζει να συνδέσει τη μοίρα της με τη μοίρα της γενιάς της. Η βιογραφία θα βασιστεί σε πολλαπλά τεκμήρια, σε δικά της κείμενα, σε αξιόπιστες μαρτυρίες, αλλά και στη συστηματική μελέτη της εποχής.

ΑΠΕ-ΜΠΕ


NEWSLETTER