Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου 2015 15:19

«Κούλα Μαραγκοπούλου - Μικρή Αναδρομική» στο Μουσείο Μπουζιάνη της Δάφνης (φωτογραφίες)

«Κούλα Μαραγκοπούλου - Μικρή Αναδρομική» στο Μουσείο Μπουζιάνη της Δάφνης (φωτογραφίες)

Αφιέρωμα στο έργο της αείμνηστης Κυπαρισσιώτισσας ζωγράφου Κούλας Μαραγκοπούλου, μιας από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα, φιλοξενείται έως τις 10 Φεβρουαρίου 2016 στο Μουσείο Μπουζιάνη του Δήμου Δάφνης-Υμηττού στην Αθήνα.

Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Κούλα Μαραγκοπούλου - Μικρή Αναδρομική» και είναι επισκέψιμη κάθε Τετάρτη - Πέμπτη - Παρασκευή από τις 11 το πρωί ως τις 7 το απόγευμα και τα Σαββατοκύριακα από τις 11 π.μ. μέχρι τις 4 μ.μ.

Το Μουσείο Μπουζιάνη βρίσκεται στην οδό Γ. Μπουζιάνη 17-31 στη Δάφνη. 

Η ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Η Κούλα Μαραγκοπούλου (1910-1997) είναι μία από τις κυριότερες εκπροσώπους του εξπρεσιονισμού της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε το 1910 στην Κυπαρισσία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και κατόπιν στο εργαστήριο του Γιώργου Μπουζιάνη - η μαθητεία δίπλα στον οποίο αποδείχτηκε καταλυτική για τη μορφοποίηση της καλλιτεχνικής της ταυτότητας.

Ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, που όπως και άλλοι θεωρητικοί την είχε ανακαλύψει ήδη από τη δεκαετία του ’50, έγραφε: «Η Κούλα Μαραγκοπούλου έμαθε από το δάσκαλό της τα μυστικά του συναισθηματικού παλμού του χρώματος και της γοητείας του αυθορμητισμού». 

Η Μαραγκοπούλου ήταν λάτρης του τοπίου, το οποίο απέδωσε με έντονη ιμπρεσιονιστική διάθεση, φιλτραρισμένη μέσα από ένα ιδιότυπο προσωπικό εξπρεσιονισμό, δημιουργώντας έτσι ένα εικαστικό ιδίωμα που σήμερα θεωρείται από τα πιο εμπνευσμένα και σπάνια.

 

Ανέπτυξε έντονη δημιουργική δραστηριότητα, καρπός της οποίας ήταν ένας πολύ σημαντικός αριθμός ατομικών εκθέσεων, από την πρώτη παρουσίαση της δουλειάς της στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Κεντρικόν» το 1953, μέχρι και την τελευταία, το 1992. 

Το 1959 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Ελαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις πανελλήνιες και σε πολλές διεθνείς και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα (Ζυγός, Ελληνοσοβιετικός Σύνδεσμος κ.ά.) και στο εξωτερικό (World House Gallery της Νέας Υόρκης, Κάιρο, Ρώμη, Τρέντο, Παρίσι, Τύνιδα, Καναδά, Βέλγιο, Λονδίνο, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Σοβιετική Ενωση) και το 1960 στην Πρώτη Μεταπολεμική Εκθεση Συγχρόνων Ελλήνων Καλλιτεχνών στην Κύπρο. 

Εργα της υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, όπως και σε πολλές Δημοτικές Πινακοθήκες της χώρας. Επίσης, στις συλλογές της Αγροτικής, Εθνικής, Κτηματικής Τράπεζας, του υπουργείου Παιδείας, στην Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. 

Ηταν από τα ιδρυτικά μέλη του Σωματείου Ελληνίδων Καλλιτεχνών και του Συλλόγου «Οι φίλοι του Μπουζιάνη».

Eνα κείμενο της Κούλας Μαραγκοπούλου:

Η ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΕΥΓΑΛΕΟΥ

«Κάθε καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κατέχει δημιουργεί τον κόσμο του. Η ακουαρέλα, από τη φύση της, είναι το ιδανικό μέσο για να απεικονισθεί ο κόσμος του φευγαλέου: το φως που μεταβάλλεται κάθε στιγμή, η φύση που αλλάζει όψη συνεχώς, οι άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν.

Ο κόσμος γύρω μας είναι ύλη: γη, νερό, πέτρα. Είναι ένας ωραίος, ένας άσχημος κόσμος. Είναι ένας βαρύς κόσμος, καταδικασμένος από τον αιώνιο νόμο της φθοράς: αυτό, που πριν από λίγο υπήρχε, τώρα δεν υπάρχει, αυτό που αισθανόμαστε τώρα, μετά από λίγο δεν θα το αισθανόμαστε. Με τις αλχημείες και το μαγικό μας ραβδί, το πινέλο, διαλύουμε τα σκοτάδια που περιβάλλουν τη μικρή ζωή μας. Αντιστεκόμαστε στη βαρύτητα του κόσμου που φεύγει και σώζουμε τις πολύτιμες στιγμές αυτής της ζωής: “Η ομίχλη στον Κίσσαβο, εκείνο το Πάσχα του ’64”. “Οι σταγόνες της ξαφνικής μπόρας στην επιφάνεια της λίμνης του Καλλίδρομου”. “Ο καφτός ήλιος στις πέτρες το καλοκαίρι του 1968”.

Η ακουαρέλα, με την αμεσότητα και την έλλειψη πολυλογίας που τη διακρίνει, μπορεί να θρυμματίσει αυτό το φθαρτό κόσμο σε ανάλαφρες και ζωντανές στιγμές αιωνιότητας. Ο χώρος της ακουαρέλας είναι ο χώρος άρνησης της φθοράς, γιατί η δημιουργία του πηγάζει άμεσα από την ψυχή του ζωγράφου, ο οποίος βλέπει σε μια στιγμή το αιώνιο. 

Ενώ τα λάδια τα δουλεύω και στο εργαστήριο, την ακουαρέλα τη δουλεύω στο ύπαιθρο. Είναι ένα γρήγορο υλικό και ίσως το πιο δύσκολο. Αποτυπώνω τη στιγμή όπως τη βλέπω κι όπως την αισθάνομαι. Η φευγαλέα φαντασμαγορία που απλώνεται εμπρός στα μάτια των ανθρώπων, θέλω να καθρεφτίζεται στο έργο μου, όπως είναι, όπως την αγαπώ κι όπως τη νιώθω. Δε ζωγράφισα ποτέ τη βροχή ή το απογευματινό φως, αλλά εκείνη τη βροχή, εκείνο το φως, που όμοιό του δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ, γιατί κι εγώ, όπως αυτό που βλέπω, όπως όλος ο κόσμος, αλλάζω συνεχώς. Ακόμα, δε νιώθω πως δουλεύω διαφορετικά με το ελληνικό φως. Παντού το φως είναι φως. Μπορεί η δουλειά μου και τα ταξίδια μου να είναι κυρίως στην Ελλάδα, όμως με εντυπωσίασε η πατίνα στα παλιά κτίρια της Ισπανίας και τα χρώματα του Λονδίνου, όπως έλαμπαν μέσα στο γκρίζο.

Εχω δουλέψει ακουαρέλα στα δάση, τις θάλασσες, με το κρύο, τις λάσπες, το χιόνι, σε περιόδους που βρισκόμουν σε καλή ή κακή διάθεση και νομίζω πως αυτά περιέχονται στις ακουαρέλες μου. Ο ζωγράφος και το έργο, το έργο και το αντικείμενο, πιστεύω πως πρέπει να γίνονται ένα, σαν δυο καθρέπτες αντικριστοί. 

Κάποτε, στη δεκαετία του ’60, κάποια συννεφιασμένη μέρα του χειμώνα, δούλευα στην πλατεία ενός χωριού. Είχαν μαζευτεί πάνω απ’ την καρέκλα μου όλοι οι κάτοικοι και παρατεταγμένοι κατά φύλα και ηλικίες με κοιτούσαν. Η ακουαρέλα τελείωνε, όταν έπιασε σιγανή βροχή. Σιγά-σιγά όλοι εξαφανίστηκαν από την πλατεία κι έμεινα μόνη. Βράχηκα, αλλά η ανταμοιβή μου ήταν μεγάλη: ακόμα και σήμερα, μέσα στις γκρίζες και πράσινες ομιχλώδεις κηλίδες ξεχωρίζουν οι άφθονες, σα δάκρυα, σταγόνες της βροχής: το έργο εκείνο το τελείωσε η φύση, που τόσο αγάπησα και τόσο μ’ αγάπησε».

Κούλα Μαραγκοπούλου

Ενα κείμενο του Αλέκου Φασιανού για την Κούλα Μαραγκοπούλου:

«Μ’ αυτήν την ευκαιρία γράφω αυτές τις σκέψεις για να τιμήσω την Μαραγκοπούλου , που τη γνώρισα στο “Καφε Μπραζίλιαν” -πού αλλού; Και ο Μίλτος Σαχτούρης την αγαπούσε τη ζωγραφική της και η Βακαλό και εγώ. Μου αρέσει η ελευθερία τής πινελιάς της και η ιδιαίτερη συγκίνησή της απέναντι στη φύση. Ο χρωστήρας της τρέχει και μ’ ένα δικό της εξπρεσιονιστικό τρόπο αποτυπώνει την πραγματικότητα. 

Είναι από τις ξεχωριστές γυναίκες που δημιούργησαν με τη ζωγραφική και έδωσαν στους ανθρώπους ένα δικό τους τρόπο, ένα βλέμμα μέσα από το οποίο μάς αποκαλύπτει την αλήθεια του Κόσμου μας. 

Θα αναφέρω και τον Θάνο Κωνσταντινίδη, που από τους πρώτους την ξεχώρισε μαζί με τον Μπουζιάνη. 

Όλοι αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι έσκυψαν με θαυμασμό και αγάπη επάνω στη Μαραγκοπούλου. 

Αυτή η έκθεση δικαιώνει την Τέχνη της, που με χαρά την ξαναβλέπουμε». 

Αλέκος Φασιανός

Αθήνα, Νοέμβρης 2004