Στις 18 Αυγούστου 1828 αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο (στο Πεταλίδι, την Κορώνη και το Ναβαρίνο) τρεις μοίρες του γαλλικού στρατού με επικεφαλής τον στρατηγό Νικόλαο Ιωσήφ Μαιζόνα (Εικ. 1), καθώς και τους Σεμπαστιάνι και Σνάιντερ, για να αναγκάσουν το στρατό του Ιμπραήμ να αναχωρήσει χωρίς καθυστέρηση για την Αίγυπτο. Τα κάστρα Μεθώνης, Κορώνης και Νεόκαστρο Πύλου παραδόθηκαν, ενώ οι αιχμάλωτοι που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων ελευθερώθηκαν αμέσως.
Με το εμπορικό μπρίκι «La Felicite» που ακολούθησε το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μαιζόνα, έφτασε στη Μεσσηνία το 1828 και ο νεαρός Jacques Mangeart, προκειμένου να συμβάλει στη δημιουργία ενός γαλλοελληνικού τυπογραφείου το οποίο είχε αποφασίσει να εγκαταστήσει στο Μοριά ο αντισυνταγματάρχης Ρεμπώ. Ο Mangeart περιγράφει την Καλαμάτα και το φυσικό της περιβάλλον με περισσή ευαισθησία, σημειώνοντας ότι «μερικοί λόφοι αναπτύσσονται και εκτείνονται ευάρεστα κατά μήκος της θάλασσας, σκεπασμένοι με καταπράσινη βλάστηση, μέσα από την οποία ελίσσονται σε πολύ μικρές αποστάσεις είκοσι ρυάκια με καθαρό και διαυγές νερό...».
Ενα χρόνο αργότερα, το 1829, επισκέφτηκε την Καλαμάτα ο φυσιοδίφης συνταγματάρχης Jean Bory de Saint-Vincent, ως μέλος της Γαλλικής Αποστολής του Μοριά, ο οποίος περιγράφει τις εκκλησίες και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η Καλαμάτα «είναι η πρωτεύουσα μιας επαρχίας με μικρή έκταση, αλλά από τις πιο αξιόλογες... Εδώ κατασκευάζονταν στέρεα πλεκτά, βαμβακερά υφάσματα και είδος από φουλάρια, που η ζωηρότητα των χρωμάτων και η προσιτή τιμή τους τα έκαναν περιζήτητα σε όλη την Ανατολή».
Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, που υπογράφηκε μεταξύ του Ρώσου αρχιστράτηγου Δείβιτς και των εκπροσώπων της Υψηλής Πύλης στις 14 Σεπτέμβρη 1829, η Εύβοια και η Στερεά Ελλάδα με βόρειο σύνορο τη γραμμή Κόλπου Βόλου - κόλπου Αρτας είχαν οριστικά συμπεριληφθεί στο ελληνικό κράτος μαζί με την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Διάσκεψης του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) «η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Το 1828 αποφασίστηκε από τον Καποδίστρια η ανοικοδόμηση της Καλαμάτας που είχε δεινοπαθήσει και υποστεί σοβαρές καταστροφές. Ο ίδιος ο Κυβερνήτης επισκέφτηκε την πόλη το 1829 εκδηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν. Το πρώτο πάντως πολεοδομικό σχέδιο συντάχθηκε μόλις το 1867 και συνέπεσε με την πορεία εκβιομηχάνισης και θεαματικής αύξησης του πληθυσμού της, σε αντίθεση με τη Μάνη που είχε αρχίσει να συρρικνώνεται πληθυσμιακά λόγω μαζικής μετανάστευσης των κατοίκων της.
Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ανέκοψε την προσπάθεια αναδιοργάνωσης του κράτους. Ωστόσο, το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα πεφωτισμένης δεσποτείας που επιχείρησε να εφαρμόσει ο ρωσόφιλος Κυβερνήτης θα ερχόταν ούτως ή άλλως σε σύγκρουση με τις κατεστημένες εξουσίες των προυχόντων της Tουρκοκρατίας και τις νέες που είχαν προέλθει από την Eπανάσταση, όπως υποστηρίζει ο Mεσσήνιος ιστορικός Bασίλης Kρεμμυδάς.
Ο Κυβερνήτης, παρά τις αγαθές προθέσεις του, δεν κατάφερε ή δεν πρόλαβε να λύσει ένα από τα καίρια και καυτά προβλήματα της εποχής, τη διανομή στους αγρότες των εθνικών γαιών που ανήκαν στους Τούρκους.
Στον Καποδίστρια οφείλεται πάντως η έκδοση του πρώτου ναυτιλιακού νόμου (Φεβρουάριος 1828) με 35 άρθρα, που αποσκοπούσε κυρίως στην πάταξη των Ελλήνων πειρατών που με ορμητήριο τις Βόρειες Σποράδες και τη Γραμβούσα της Κρήτης αποτελούσαν μάστιγα για τους διαπλέοντες το Αιγαίο. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους προχώρησε στην έκδοση δεύτερου νόμου που αφορούσε την ανασυγκρότηση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Το σπουδαιότερο λιμάνι της χώρας ήταν τότε η Σύρος.
ΤΑ ΠΡΩΤΕΙΑ ΕΠΙ ΟΘΩΝΑ
Οι προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), μετά το θάνατο του Καποδίστρια, εμπιστεύτηκαν το μέλλον της Ελλάδας στον Οθωνα, που αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Τον ανήλικο βασιλιά συνόδευε ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας με πρόεδρο τον κόμη Αρμασμπεργκ. Tην ίδια χρονιά συστήθηκε η Επαρχία Kαλαμών με πρωτεύουσα την Kαλαμάτα, ενώ το 1835 δημιουργήθηκε ο Δήμος Kαλαμάτας. Η πόλη έγινε και πρωτεύουσα του νομού αντί της Kυπαρισσίας. Το Φεβρουάριο του 1838 το βασιλικό ζεύγος επισκέφτηκε την Καλαμάτα.
Ο Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας Jean-Alexandre Buchon που έφτασε στην Καλαμάτα το 1840 και 41 υπογραμμίζει ότι η πόλη είναι ακόμη, όπως την εποχή των Βιλλεαρδουΐνων, η κυριότερη του Μοριά.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1845 επισκέφτηκε την Καλαμάτα ο δούκας του Montpensier, συνοδευόμενος από τον Antoine de Latour ο οποίος και περιέγραψε το ταξίδι του δούκα. Μνημονεύει μεταξύ άλλων το επίσημο γεύμα που τους παρέθεσε στην κατοικία του ο Παναγιώτης Μπενάκης, εγγονός προφανώς του ομώνυμου ευπατρίδη των Ορλωφικών, διανθίζοντάς το με γραφικές λεπτομέρειες: «Το τραπέζι είχε στηθεί σε έναν κήπο με πορτοκαλιές, όπου θα έφθανε ο δούκας από ένα μονοπάτι στρωμένο με κλαδιά δάφνης..., το πλήθος ήταν σκορπισμένο στον κήπο και γύρω από το τραπέζι. Κατά τα επιδόρπια, η Αυτού Βασιλική Υψηλότης σηκώθηκε και προήπιε με θερμά λόγια υπέρ του βασιλέως Οθωνος της Ελλάδος... Μετά το γεύμα σύμπας ο λαός της Καλαμάτας συνόδευσε το δούκα ως την ακτή που απείχε μισή λεύγα από την πόλη».
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Η κοινωνική και οικονομική ζωή της Mεσσηνίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ταυτίζεται με εκείνην ολόκληρης της Πελοποννήσου και της μετα-επαναστατικής Ελλάδας γενικότερα. Στη νέα αγροτική και φορολογική μεταρρύθμιση, ρόλο καθοριστικό παίζουν Μεσσήνιοι πολιτικοί όπως ο Aλέξανδρος Kουμουνδούρος (1815-1883), ο οποίος δικαιολογημένα συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής (Εικ. 2). Διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της χώρας και συνέβαλε μεταξύ άλλων τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας και μέρους της νότιας Ηπείρου. Είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος και αντιεισαγγελέας στην Καλαμάτα. Το 1841 έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση, ενώ το 1853 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας.
Η ανανεωμένη εικόνα της Καλαμάτας αποτυπώνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στις περιγραφές των Ευρωπαίων επισκεπτών, που δημοσίευσαν τις εντυπώσεις τους. Ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα Sir Thomas Wyse, που επισκέφτηκε την πόλη το 1858, γράφει για την κατοικία του αγγλου προξένου, ότι δεν έχει λόγο να ζηλέψει τα σχέδια της Αθήνας και τους τεχνίτες της. Για τη Μονή Καλογραιών σημειώνει ότι «πολύ λίγες από τις μοναστικές κοινότητες αυξάνονται στην Ελλάδα, όπως αυτή η Μονή». Αναφέρει επίσης τη βιοτεχνία μεταξωτών του Γάλλου Fournaire, την οποία περιγράφουν και άλλοι επισκέπτες, και περιγράφει με ζωηρά χρώματα το παζάρι και το καφενείο: «Και τα δύο εκείνη την ώρα ήταν κατάμεστα. Το καφενείο για όλους τους Ελληνες, όπως σε κάθε ηπειρωτική πόλη, είναι το υποκατάστατο της στοάς και της αρχαίας αγοράς».
Η πιο χαρακτηριστική περιγραφή της Καλαμάτας του τέλους του προπερασμένου αιώνα, αυτή που σου αφήνει μια γλυκιά και νοσταλγική γεύση, είναι νομίζω η περιγραφή του Γερμανού Armand Freiherr, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του «Η Ελλάδα με τον λόγο και την εικόνα» που εκδόθηκε το 1882:
«Η Καλαμάτα βρίσκεται σε έναν χαρούμενο παράδεισο, γεμάτο με φυτά, μεγαλόπρεπες πορτοκαλιές, λεμονιές και ελιές, με υψηλόκορμα πεύκα, ψηλά κυπαρίσσια, τεράστιες συκιές και διάφορους φοίνικες. Σε καμιά περιοχή της Ελλάδας δεν αναπτύσσει η φύση παρόμοια ζωτικότητα όπως στη μεσσηνιακή ακτή… Φτάσαμε στον Κήπο της Εδέμ, σταθήκαμε μπροστά σε μικρές αξιοθέατες παλαιές οικοδομές που είχαν ενετικούς και φράγκικους θυρεούς. Περάσαμε μπροστά από εισόδους, στα αετώματα των οποίων είδαμε, λαξευμένους στην πέτρα του γαλλικούς κρίνους».
ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΗ
O δυτικός τρόπος ζωής και συμπεριφοράς βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη νέα μορφωμένη αστική τάξη η οποία αναδύεται στην Kαλαμάτα, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της νότιας Πελοποννήσου. Η Καλαμάτα μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτεία. Εχει πια αποβάλει τον ηπειρωτικό της χαρακτήρα. Με την ολοκλήρωση των λιμενικών έργων και την κατασκευή της «λεωφόρου παραλίας», της σημερινής οδού Aριστομένους, το 1871, σημειώνεται θεαματική αύξηση στην κίνηση των πλοίων που αναχωρούν για το εξωτερικό, την Kωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Tεργέστη, τη Mασσαλία και αλλού, μεταφέροντας προϊόντα της μεσσηνιακής γης (λάδι, σταφίδα, σύκα, μετάξι, βαλανίδια, αρνοδέρματα).
Μέσα από τη μελέτη χιλίων περίπου προικοσύμφωνων του τέλους του 19ου αιώνα, που δημοσίευσαν το 2007 η Αναστασία Μηλίτση-Νίκα και η Χριστίνα Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη, «εμφανίζεται ένα σφύζον από ζωή κομμάτι της πόλης της Καλαμάτας και της ευρύτερης περιοχής της, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι Καλαματιανές νύφες και γαμπροί. Κοντά σ’ αυτούς και οι οικογένειές τους, κυρίως των κοριτσιών, που επιβαρύνονται με την υποχρέωση της προικοδότησης».
Ως τις αρχές του 20ού αιώνα ανεγείρονται και λειτουργούν με εκατοντάδες εργάτες αρκετές βιοτεχνίες και βιομηχανίες, όπως η σαπωνοποιία Π. Λιναρδάκη, οι κυλινδρόμυλοι «Eυαγγελίστρια» και «Φεραδούρος-Aποστολάκης & Σία». Tο 1890 κατασκευάστηκε και η δεύτερη οδός της παραλίας, η σημερινή Φαρών, και αμέσως μετά η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή, ενώ το 1910 κινείται το ηλεκτροκίνητο τραμ από την πάνω πόλη ως τη λίμνη του Λινάρδου.
Aρχίζουν να κτίζονται στην παραλία και αλλού οι πρώτες αστικές επαύλεις σε νεοκλασικό ρυθμό. Το 1930 επιτρέπονται και τα μπαιν-μιξτ. H μπάντα της Φιλαρμονικής ψυχαγωγεί τους Kαλαματιανούς που κάνουν τον περίπατό τους τις Kυριακές στην πλατεία της προκυμαίας. H Kαλαμάτα ζει τη δική της belle époque.
Το πρόσφατο παρελθόν και το μέλλον
Oι βαλκανικοί πόλεμοι, η σταφιδική κρίση και ο Β’ παγκόσμιος πλήττουν θανάσιμα την οικονομία της Μεσσηνίας. Πρόσκαιρη ανάκαμψη σημειώνεται στις δεκαετίες του ᾽60 και του ᾽70, χωρίς ωστόσο να ξεπεραστεί πλήρως η κρίση. Oι σεισμοί του 1986 αναστέλλουν προσωρινά την καθοδική πορεία, επηρεάζοντας τελικώς θετικά την οικονομία του νομού. Τη στρέφουν όμως τώρα προς τον τριτογενή τομέα, αυτόν των υπηρεσιών. O τουρισμός αποτελεί σήμερα τον νέο δυναμικό και ελπιδοφόρο κλάδο της τοπικής οικονομίας. O πολιτισμός, τα σημαντικά μνημεία όλων των εποχών που διαθέτει ο νομός, αποτελούν τον μοχλό της ανάκαμψης - και είναι επιτέλους καιρός να ασχοληθούν σοβαρά μαζί τους όλοι οι τοπικοί άρχοντες.