Ο Γ' μεσσηνιακός πόλεμος είναι γνωστός και σαν επανάσταση ή πόλεμος του Αριστομένη. Αυτός ο ικανότατος Μεσσήνιος ηγέτης και πολέμαρχος, προσπάθησε να ελευθερώσει την πατρίδα του από τους Σπαρτιάτες.
Τα στοιχεία που έχουμε για τα κατορθώματά του φθάνουν σε μας κυρίως από το έργο του Παυσανία, του Μικρασιάτη περιηγητή του 160-170 μ.Χ. Κύριες πηγές του Παυσανία ήταν η "Αριστομενιάδα", ένα επικό έργο του 250 π.Χ. του ποιητή Ριανού από τη Βήνη της Κρήτης, αλλά και το ρητορικό κυρίως έργο του Μύρωνα από την Πριήνη της Μικράς Ασίας. Ο Ριανός έγραφε για τον Αριστομένη μυθιστορηματικά, όπως ο Ομηρος για τον Αχιλλέα στην "Ιλιάδα". Ο εντυπωσιασμός του Παυσανία από την επική περιγραφή του Ριανού ήταν μεγάλος και έτσι ο Αριστομένης «έφθασε» σε μας σε αποσπάσματα στο έργο του περιηγητή, αφού δεν σώθηκε το πρωτότυπο ή κάποιο αντίγραφο από το έργο του Ριανού.
Το 510 π.Χ., όπου τοποθετείται ο Γ' μεσσηνιακός πόλεμος, η Στενύκλαρος, δηλαδή η βόρεια πεδιάδα της Μεσσηνίας, ήταν μια δύσκολη περιοχή για τους κατακτητές Σπαρτιάτες. Κι αυτό γιατί δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τους κλήρους που διέθεταν εκεί, επειδή η σπαρτιατική διοίκηση απαγόρευε την καλλιέργεια στην περιοχή. Αυτή η απαγόρευση υπήρχε για να μην καταλήγουν στους Μεσσηνίους οι σοδειές, αφού οι ληστρικές επιδρομές ατάκτων ήταν τότε συχνές εκεί. Συνεπώς, η κατοχή κλήρων στη Στενύκλαρο από τους Σπαρτιάτες ήταν ασύμφορη και φυσικά οι κάτοχοί τους ζητούσαν αναδασμό. Αφού ξέσπασε η εξέγερση των Μεσσηνίων που τους αιφνιδίασε, η περιοχή της Στενυκλάρου ξέφυγε από τον έλεγχό τους. Οι Μεσσήνιοι επιδόθηκαν σε επιδρομές με μικρά τμήματα ατάκτων. Εδωσαν όμως και σχετικά λίγες οργανωμένες μάχες, όπως στο "Κάπρου Σήμα", στη Φάριδα αλλά και στη "Μεγάλη Τάφρο".
Μετά μάλιστα από την εξαιρετικά επιτυχημένη για τους Μεσσηνίους μάχη στο "Κάπρου Σήμα" στη Φάριδα, κοντά στο σημερινό Ξηροκάμπι πάνω από την Καρδαμύλη, αναφέρεται και εκατομφονία του Αριστομένη. Η εκατομφονία ήταν μια παλιά μεσσηνιακή πολεμική παράδοση θυσίας στο Ναό του Ιθωμάτα Δία, στην κορυφή της Ιθώμης, εκεί που βρίσκεται σήμερα το παλιό μοναστήρι του Βουλκάνου πάνω από την Αρχαία Μεσσήνη. Αυτή η παράδοση απαιτούσε ανθρωποθυσίες στον Ιθωμάτα Δία από τον Μεσσήνιο θριαμβευτή κάποιας σημαντικής πολεμικής σύγκρουσης. Ο νικητής ευχαριστούσε το θεό θυσιάζοντας γι" αυτό εκατό εχθρούς. Για τον Αριστομένη αναφέρονται τρεις τέτοιες ανθρωποθυσίες. Η πρώτη μετά τη μάχη στο "Κάπρου Σήμα", η δεύτερη μετά την εξόντωση και άγρια σφαγή αγήματος Κορινθίων που είχε προστρέξει σε βοήθεια των συμμάχων τους Σπαρτιατών ενώ η τρίτη έγινε μετά από κάποια από τις πολλές επιδρομές του Αριστομένη σε σπαρτιατικά στρατόπεδα. Κατά τον Πλούταρχο, οι εκατομφονίες του Αριστομένη ήταν μεταγενέστεροι κομπασμοί και κενή καυχησιολογία των Μεσσηνίων που απελευθερώθηκαν αργότερα από τον Επαμεινώνδα.
Στη μάχη στη "Μεγάλη Τάφρο" τον τρίτο χρόνο του πολέμου, οι Μεσσήνιοι προδόθηκαν από τον Τραπεζούντιο βασιλιά των Αρκάδων, Αριστοκράτη και βέβαια ηττήθηκαν. Εδώ μεταξύ άλλων σκοτώθηκαν ο Ανδροκλής, ο Φίντας και ο Φάνας που παλιότερα είχε νικήσει στο δόλιχο δρόμο σε Ολυμπιακούς αγώνες. Οσοι διασώθηκαν, υπό τον Αριστομένη, εγκατέλειψαν την Ανδανία και τις μικρότερες πόλεις τις ενδοχώρας και εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της Στενυκλάρου, στην Είρα που σαν οχυρή θέση ήταν σχεδόν απρόσβλητη από τους Σπαρτιάτες. Από εδώ με "αντάρτικα" σώματα έως τριακοσίων ανδρών, οι Μεσσήνιοι κατέβαιναν, λεηλατούσαν τις θέσεις των κατακτητών τους, φθάνοντας μερικές φορές μέχρι και τη Σπάρτη και επέστρεφαν στο λημέρι τους, την απόρθητη Είρα, αφού είχαν προκαλέσει σημαντική φθορά στους κατακτητές. Τα σώματα αυτά των ατάκτων εξορμούσαν νύχτα από την Είρα και άρπαζαν ότι ήταν δυνατό να μεταφερθεί στο φρούριό τους, όχι μόνο τρόφιμα αλλά και έπιπλα, εργαλεία, ζώα και κυρίως ανθρώπους που τους απέλυαν για λύτρα, χρήματα ή και τρόφιμα.
Ετσι οι κλήροι των Σπαρτιατών έμεναν ακαλλιέργητοι ή ακόμα έπεφταν στα χέρια των επαναστατημένων Μεσσηνίων και το πρόβλημα της ιδιοκτησίας για τους κατακτητές στην εύφορη πεδιάδα της Στενυκλάρου γινόταν οξύτερο.
Αυτά συνέβαιναν για ένδεκα χρόνια, μέχρι να εκπληρωθεί "το πεπρωμένο της Είρας", δηλαδή ο χρησμός της Πυθίας που δόθηκε αμέσως μετά την ήττα στη "Μεγάλη Τάφρο":
«Εύτε τράγος πίνησι Νέδης ελικόρροον ύδωρ
ουκέτι Μεσσήνην ρύομαι, σχεδόθεν γαρ όλεθρος»
(Μετάφραση: Οταν ο "τράγος" πιει νερό από το στροβιλιστό νερό της Νέδας, δεν θα μπορώ πλέον να σώσω τη Μεσσήνη, επειδή ο όλεθρος θα είναι πια κοντά και αναπόφευκτος).
Ετσι αφού για κάθε αρσενικό κατσίκι έγινε αδύνατη η πρόσβαση στις όχθες της Νέδας, οι Μεσσήνιοι της Είρας ήταν ήσυχοι ότι δεν κινδυνεύει η ακρόπολή τους. Ομως μια αγριοσυκιά που έγερνε πάνω από το ποτάμι και τα φύλλα της "χάιδευαν" το νερό, έγινε η αιτία της εκπλήρωσης του χρησμού: Την αγριοσυκιά όλοι οι Ελληνες την ονόμαζαν "ολύνθη" ή "ερινεό", οι Μεσσήνιοι όμως την έλεγαν και "τράγο"...
Μετά την υπόδειξη του κακού οιωνού από το μάντη Θέοκλο στον Αριστομένη, αυτός παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχει πια σωτηρία και προσπάθησε να σώσει ότι πιο ιερό και πολύτιμο είχαν οι Μεσσήνιοι. Ενα απόρρητο ιερό αντικείμενο που αν χανόταν, θα χανόταν μαζί του αιώνια και η Μεσσηνία. Αυτό το λατρευτικό σύμβολο ήταν ένα λεπτότατο έλασμα από κασσίτερο (κασσίτερος εληλασμένος ες το λεπτότατον), υλιγμένο σε ρολό που πάνω του είχε χαραγμένες τις τελετουργικές διατάξεις των μυστηρίων της Ανδανίας. Αν όμως αυτό φυλασσόταν τότε, όπως έλεγαν οι χρησμοί, η Μεσσηνία θα ξανασωζόταν.
Ο Αριστομένης πήρε το έλασμα, το έβαλε μέσα σε μια χάλκινη υδρία και αφού τη σφράγισε, έφυγε τη νύχτα και έφθασε στην κορυφή της Ιθώμης. Εκεί παράχωσε προσεχτικά την παρακαταθήκη του και αφού εκπλήρωσε έτσι το ιερό καθήκον του έφυγε και πάλι για την Είρα. Αυτή η μεταφορά των λατρευτικών συμβόλων από τον Αριστομένη, έγινε η κύρια αιτία της κατοπινής θεμελίωσης και οχύρωσης εκεί της αρχαίας Μεσσήνης το 369 π.Χ. από το Θηβαίο απελευθερωτή, στρατηγό Επαμεινώνδα. Τότε, εκατόν τριάντα χρόνια μετά τον Αριστομένη, η χάλκινη παρακαταθήκη βρέθηκε ανάμεσα στις ρίζες σμίλακα και μυρτιάς (μετά από όνειρο του Αργείου στρατηγού Επιτέλη) και δόθηκε στον Επαμεινώνδα...