Αυτή ήταν κόρη του βασιλιά του Αργους Τριόπα, γιου του Φόρβα, ή κατά μια άλλη εκδοχή κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Η Μεσσήνη παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του Σπαρτιάτη βασιλιά Λέλεγα. Περήφανη για την καταγωγή της, η Μεσσήνη δεν μπορούσε να ανεχθεί να είναι μόνο η σύζυγος ενός απλού πολίτη, έστω και γιου βασιλιά. Ετσι αφού έπεισε τον Πολυκάονα, συγκέντρωσαν στρατό από το Αργος και τη Σπάρτη και κατάφεραν να κατακτήσουν τη χώρα που έγινε το βασίλειό τους. Η χώρα πήρε το όνομα της φιλόδοξης πρώτης βασίλισσάς της. Μετά το θάνατό της η Μεσσήνη τιμήθηκε σαν ηρωίδα στο ιερό του Δία Ιθωμάτα, στην κορυφή της Ιθώμης.
Μια άλλη, ίσως πιο ρεαλιστική άποψη για το όνομα της Μεσσηνίας στηρίζεται στην παρατήρηση ότι, ενώ ο Ομηρος στην Ιλιάδα δεν αναφέρεται στη Μεσσηνία σαν ευρεία γεωγραφική οντότητα ή στη Μεσσήνη και τους Μεσσηνίους, στην Οδύσσεια (ραψ. φ' 15 & 18) αναφέρονται αντίστοιχα:
«τω δ’ εν Μεσσήνη ξυμβλήτην αλλήλοιϊν
οίκω εν Ορτιλόχοιο δαΐφρονος. ή τοι Οδυσσεύς
ήλθε μετά χρείος, το ρα οι πάς δήμος όφελλε·
μήλα γαρ εξ Ιθάκης Μεσσήνιοι άνδρες άειραν»
Σίγουρα η ραψώδηση της Οδύσσειας έγινε μετά την Ιλιάδα και μετά τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο (743-724 π. Χ.). Σ’ αυτήν την περίοδο λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε και το όνομα Μεσσηνία. Στη Λακωνία, κοντά στα σύνορα με τη Μεσσηνία, υπήρχε η πόλη Μέσση που γύρω της συγκεντρώθηκαν οι Σπαρτιάτες και από εκεί επιτέθηκαν στη γειτονική χώρα. Οταν την κατέλαβαν της έδωσαν το επίθετο Μεσσηνή (χώρα), δηλαδή χώρα που κατακτήθηκε από τη Μέσση. Ο αναβιβασμός του τόνου και η παράλειψη του αυτονόητου "χώρα" έδωσε το όνομα Μεσσήνη.
Σύμφωνα λοιπόν με τις μυθολογικές απόψεις του Παυσανία, η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα την άνοιξη του 369 π.Χ., οφείλει το όνομά της στη μυθική βασίλισσά της Μεσσήνη. Η επιλογή της θέσης της νέας πόλης είχε βέβαια στρατηγικά κριτήρια αλλά σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν έπαιξαν και το ιερό του Ιθωμάτα Δία αλλά και η ανεύρεση εκεί της παρακαταθήκης του Αριστομένη. Η σύνδεση της νέας τότε πόλης με τη θρυλική βασίλισσα έγινε γιατί σ’ αυτήν αποδίδεται, κατά την παράδοση η δημιουργία, περίπου το 2000 π.Χ. του ιερού του Ιθωμάτα Δία, στην οχυρωμένη από τότε κορυφή της Ιθώμης, στη θέση που βρίσκεται σήμερα η παλιά μονή Βουρκάνου. Η λατρεία του Δία πάνω σε ψηλές βουνοκορυφές ήταν συνηθισμένη γιατί αυτός, σαν Θεός του φωτός και δημιουργός του αιθέρα, ήταν φυσικό να λατρεύεται σε ηλιόλουστα και ανεμοδαρμένα ύψη.
Κατά την παράδοση, το νεογέννητο Δία έκλεψαν οι Κουρήτες και τον μετέφεραν, κατά μια παραλλαγή του μύθου, στη βόρεια Μεσσηνία όπου και μεγάλωσε. Την ανατροφή του θείου-βρέφους ανέλαβαν οι νύμφες Νέδα και Ιθώμη που το έλουσαν με το νερό της κρήνης Κλεψύδρας. Η Κλεψύδρα πήρε το όνομά της από την κλοπή του Δία από τους Κουρήτες. Από την Ιθώμη ο Δίας πήρε και την προσωνυμία Ιθωμάτας. Η βασίλισσα Μεσσήνη "θεοποιήθηκε" από τον 10ο π.Χ. αιώνα και συνέχισε να λατρεύεται για αρκετούς αιώνες μαζί με τον Ασκληπιό και βέβαια το Δία Ιθωμάτα. Το ιερό, μετά την κάθοδο των Δωριέων, παραμελήθηκε αλλά ξαναβρήκε την αίγλη του αφού καλλωπίσθηκε και αναβαθμίσθηκε από το Γλαύκο, γιο του Αίπυτου και εγγονό του Κρεσφόντη. Στο ιερό εκτός από τα υπόλοιπα κτερίσματα και αναθήματα στο Ναό, υπήρχε και ένα φορητό γλυπτό του Αργείου γλύπτη Αγελάδα, που παρίστανε το Δία σε παιδική ηλικία. Αυτό το γλυπτό φυλασσόταν από τον ιερέα του Ναού στο σπίτι του. Οι ιερείς άλλαζαν κάθε χρόνο.
Στα 802 μέτρα της κορυφής της Ιθώμης, εκτός από το ιερό του Ιθωμάτα Δία, υπήρχε σημαντική οχύρωση που αναφέρεται και στο τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου (743-724 π.Χ.). Τότε οι Μεσσήνιοι, αποκαμωμένοι από τα δεινά του μακροχρόνιου πολέμου, εγκατέλειψαν τις πόλεις και μαζί με το βασιλιά τους Αριστόδημο, ανέβηκαν και οχυρώθηκαν στην Ιθώμη. Στην αρχή, μετά από κάποιο χρησμό, ο Αριστόδημος αναγκάστηκε να θυσιάσει την κόρη του για να εξιλεωθούν οι Μεσσήνιοι στους Θεούς. Ετσι οι Μεσσήνιοι, με συμμάχους τους Αργείους, τους Αρκάδες αλλά και τους Σικυώνιους, άρχισαν να νικούν τους Σπαρτιάτες. Ομως οι τύψεις του πατέρα-βασιλιά, αλλά και ένα όνειρο, έσπρωξαν τον Αριστόδημο στην αυτοκτονία με το ξίφος του πάνω στον τάφο της κόρης του. Οι Μεσσήνιοι, χωρίς το βασιλιά τους και κατάκοποι από την πεντάμηνη πολιορκία και το λοιμό που ενέσκηψε στο στρατόπεδό τους, αποχώρησαν από την κορυφή της Ιθώμης μετά από ταπεινωτική συνθήκη. Μερικοί από τους Μεσσηνίους πήγαν μαζί με τους συμμάχους τους στο Αργος, στη Σικυώνα και στην Αρκαδία ενώ άλλοι με αρχηγό τον Αλκιδαμίδα απέπλευσαν για την ιταλική χερσόνησο. Εκεί εγκαταστάθηκαν στο Ρήγιο, που είχαν χτίσει νωρίτερα άλλοι άποικοι από τη Χαλκίδα. Ομως, οι περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και υποχρεώθηκαν να καλλιεργούν τη γη σαν είλωτες και να αποδίδουν το μισό από το εισόδημά τους στη Σπάρτη:
«ώσπερ όνοι μεγάλοις άχθεσι τειρόμενοι δεσποσύνοισι φέροντες αναγκαίης υπό λυγρής ήμισυ παντός όσον καρπόν άρουρα φέρει».
Τυρταίος
(Από τα "Μεσσηνιακά" υπό Δημητρίου Χρ. Δουκάκη, σελ. 13)
Οι κατακτητές Σπαρτιάτες αφού κατέλαβαν την κορυφή της Ιθώμης, γκρέμισαν τα τείχη της οχυρής ακρόπολης. Από τα λάφυρα έφτιαξαν δυο χάλκινους τρίποδες που ανέθεσαν στο Ιερό του Απόλλωνα στην πρωτεύουσα της Λακωνικής, τις Αμύκλες.
Στο ιερό της κορυφή της Ιθώμης, αναφέρεται ότι αργότερα, έγιναν και οι τρεις εκατομφονίες του Αριστομένη στο Δία Ιθωμάτα. Σ’ αυτές τις ανθρωποθυσίες, στο βωμό του Δία στην κορυφή της Ιθώμης, αναφέρεται ότι ο Αριστομένης θυσίασε συνολικά τριακόσιους αιχμαλώτους, εκατό κάθε φορά και ανάμεσα σ’ αυτούς σαν "ιερείον ευγενές" και τον αιχμάλωτο Σπαρτιάτη βασιλιά Θεόπομπο.