Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2018 14:31

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οι οχυρώσεις της Αρχαίας Μεσσήνης (Ιθώμη) - β’ μέρος

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οι οχυρώσεις της Αρχαίας Μεσσήνης (Ιθώμη) - β’ μέρος

 

Η πόλη της Αρχαίας Μεσσήνης οφείλει την ύπαρξή της στο Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, απελευθερωτή της Μεσσηνίας το 369 π.Χ. Χτίστηκε με το “Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα” που απαντάται και στον Πειραιά αλλά και τη Ρόδο

Αυτό το σύστημα πολεοδόμησης στηρίζεται στην ισονομία και την ισοπολιτεία. Ολοι οι πολίτες είχαν ισομεγέθη οικόπεδα και ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα δημόσια και κοινόχρηστα οικοδομήματα. Ετσι η δομή της πόλης απέπνεε αέρα δημοκρατίας και σ’ αυτήν κατοίκησαν πολλοί επαναπατρισθέντες Μεσσήνιοι, που οι οικογένειές τους είχαν φύγει στη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων. Ο Επαμεινώνδας έπεισε πολλούς από αυτούς να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους, και αυτοί μαζί με άλλους Μεσσηνίους και λίγους Αρκάδες έγιναν οι πρώτοι οικιστές της νέας πόλης. Κατά την προετοιμασία της ανοικοδόμησης της πόλης, όπως αναφέρει ο Παυσανίας ( Μεσσηνιακά IV, 27), οι Μεσσήνιοι πρόσφεραν θυσίες στον Ιθωμάτα Δία, στους Διόσκουρους, στη Δήμητρα και την Κόρη (Περσεφόνη) όπως και στον Καύκωνα, τον ιδρυτή των μυστηρίων της Ανδανίας.

Η επιλογή της θέσης της νέας πόλης έγινε κυρίως με στρατηγικά κριτήρια. Η οικοδόμηση μεγάλων οχυρών πόλεων κοντά στη Σπάρτη είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού οι ισχυρές πόλεις στα σύνορά τους θα αποδυνάμωναν κάθε επεκτατική βλέψη των Σπαρτιατών. Η Ιθώμη βρίσκεται ανάμεσα στις δυο πεδιάδες της Μεσσηνίας. Τη Στενύκλαρο στο βορρά και τη Μακαρία στο νότο. Είναι φυσική οχυρή θέση, που μετά την ανέγερση και τη μεταγενέστερη συμπλήρωση των οχυρώσεων και του περιμετρικού τείχους της, έγινε σχεδόν απρόσβλητη. Το τελικό μήκος του οχυρού, που είναι περισσότερο από εννέα χιλιόμετρα ή 47 στάδια, επέτρεπε την αυτονομία της πόλης σε περιπτώσεις πολιορκίας, αφού μέσα στα τείχη υπήρχαν και καλλιεργήσιμες εκτάσεις και πηγές που έκαναν την οχυρή πόλη αυτάρκη. Η ξεχωριστή οχύρωση που προϋπήρχε στην ακρόπολη στην κορυφή της Ιθώμης, όπου ήταν και το ιερό του Δία Ιθωμάτα, συμπληρώθηκε και ενσωματώθηκε στο τείχος της πόλης.

Αρχικά η σχετικά μικρή έκταση της νέας πόλης περιβλήθηκε με τείχη. Τμήματα αυτής της αρχικής οχύρωσης διατηρούνται στην κατωφέρεια μεταξύ της Ιθώμης και της Εύας, στη Λακωνική πύλη αλλά και λίγο δυτικότερα από αυτή. Η χάραξη αυτών των πρώτων τειχών έγινε από τον ίδιο τον απελευθερωτή της Μεσσηνίας, το στρατηγό Επαμεινώνδα. Ανάμεσα σε προσευχές, θυσίες και μουσικές από τους αργείους αυλούς, σε μελωδίες του Σαμάδα και του Προνόμου, ο Επαμεινώνδας επικαλέστηκε τους ήρωες και έδωσε το όνομα της πόλης: Μεσσήνη. Στη συνέχεια και αφού η πόλη μεγάλωσε τα αρχικά τείχη ήταν πια ανεπαρκή. Ετσι στην ελληνιστική εποχή, στα χρόνια των Συμπολιτειών, χτίστηκαν τα τείχη που τμήματά τους σώζονται και σήμερα και προκάλεσαν το θαυμασμό του Παυσανία:

«… περί δε την Μεσσήνην τείχος, κύκλος μεν πας λίθου πεποίηται, πύργοι δε και επάλξεις εισίν ενωκοδομημένοι. Τα μεν ουν βαβυλωνίων ή τα μεμνόνεια τα εν Σούσοις τείχη τοις περσικοίς ούτε είδον ούτε άλλων περί αυτών ήκουσα αυτοπτούντων· τα δε εν Αμβρόσω τη φωκική εν τε Βυζαντίω και Ρόδω (ταύτα γαρ δη τετείχισται τα χωρία άριστα) τούτων μεσσηνίοις εστίν εχυρώτερον».

Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις – Μεσσηνιακά IV, 31, 5

Το τείχος τότε χτίστηκε με μεγάλους λιθοπλίνθους μέχρι και τις επάλξεις των πύργων και των μεσοπυργίων του, χωρίς ενδιάμεσο συνδετικό υλικό. Αυτές οι μεγάλες ορθογώνιες πέτρες κόπηκαν από την Ιθώμη. Οι θέσεις της λατόμευσης είναι και σήμερα εμφανείς. Στη διαδρομή των τειχών παρεμβάλλονται πύργοι, κυρίως τετράγωνης κάτοψης. Εξαίρεση αποτελούν δυο πύργοι ένας με κυκλική και άλλος με πεταλόσχημη κάτοψη. Στο νέο σχεδιασμό ενσωματώθηκαν και τα αρχικά τείχη. Ετσι τελικά η οχύρωση είχε τρεις κύριες πύλες. Την Αρκαδική στα βόρεια προς τη Μεγαλόπολη, τη Λακωνική ή Τεγεατική ή της Στενυκλάρου στα ανατολικά προς την Τεγέα και τη Σπάρτη και μια πύλη της Κορώνης στα νότια των τειχών που οδηγούσε βέβαια στην Κορώνη. Αυτές απεικονίζονται όρθιες ακόμα, στον τοπογραφικό χάρτη της αρχαίας Μεσσήνης του Γάλλου abbé Michel Fourmont και του σχεδιαστή ανιψιού του Claude-Louis Fourmont στην επίσκεψή τους στην Ελλάδα με την επίσημη γαλλική αρχαιολογική αποστολή το 1729-30.

Σήμερα σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση η Αρκαδική πύλη, που είναι σχεδόν ταυτόσημη με την πόλη. Είναι γνωστή από τις πρώτες απεικονίσεις σε χαλκογραφίες των κατά καιρούς περιηγητών. Είναι εντυπωσιακή μνημειακή κατασκευή και έχει χτιστεί και αυτή με γιγαντιαίους ορθογώνιους λίθους που εντυπωσιάζουν με το μέγεθος αλλά και την αρχιτεκτονική τους, πιθανώς στα τελευταία μακεδονικά χρόνια. Στην κυκλική κάτοψη υπάρχουν δυο ανοίγματα. Το εσωτερικό, που με λιθόστρωτο δρόμο οδηγούσε στην αγορά της πόλης και το εξωτερικό, που οδηγούσε στην αρκαδική πρωτεύουσα, τη Μεγαλόπολη, που και αυτή είχε χτιστεί σχεδόν ταυτόχρονα (371 π.Χ.) από τον Επαμεινώνδα. Αριστερά και δεξιά της Αρκαδικής πύλης δυο τετράγωνοι διώροφοι πύργοι, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες διαμονής των φρουρών. Μέσα σε κόγχες του κυκλικού τμήματος της πύλης βρίσκονταν αττικής τέχνης ερμαϊκές στήλες. Ομως ακόμα και σήμερα μέσα από αυτό το κόσμημα της οχυρωματικής συνεχίζουν να περνούν αυτοκίνητα και λοιπά τροχοφόρα, λόγω έλλειψης πόρων για την παράκαμψη της πύλης.

Η ανατολική Λακωνική ή Τεγεατική ή πύλη της Στενυκλάρου που είναι έργο της αρχικής οχύρωσης της Μεσσήνης από τον Επαμεινώνδα, σχεδόν καταστράφηκε το 18ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη διάνοιξη του δρόμου από το χωριό Μαυρομάτι για τη νέα μονή Βουρκάνου που είχε χτιστεί από το 1625. Αυτή η πύλη οδηγούσε στις Φαρές (τη σημερινή Καλαμάτα), την Τεγέα και τη Σπάρτη. Από τα εντοιχισμένα κομμάτια γλυπτών που υπάρχουν στη νοτιοανατολική γωνιά του περιβόλου της νέας μονής, αλλά και το κυκλικό θεμέλιο των ερειπίων της πύλης συμπεραίνουμε ότι και αυτή θα πρέπει να ήταν, αν και λιτή, επιβλητική μεν αλλά μικρότερης αρχιτεκτονικής αξίας και βέβαια παλιότερη από την Αρκαδική πύλη.

Δεν έχουν βρεθεί ακόμα ερείπια της νότιας πύλης της Κορώνης, που με βάση και τον τοπογραφικό χάρτη του abbé Claude-Louis Fourmont, αυτή θα πρέπει να βρισκόταν λίγα μέτρα νοτιότερα από το στάδιο της πόλης.

Οταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στα τείχη στα μακεδονικά χρόνια, η οχύρωση ήταν πανίσχυρη. Ομως παρά το μεγαλείο της κατασκευής, η δόξα δεν στεφάνωσε ποτέ τα λαμπρά τείχη. Η πόλη έζησε με εσωστρέφεια στη σκιά της έχθρας με τους Σπαρτιάτες. Ισως ο χώρος που απομονώνει, η κούραση του λαού των Μεσσηνίων, αλλά και οι συγκυρίες, δεν έδωσαν την ιστορική λάμψη που θα άρμοζε σ’ αυτή την ισχυρότατη οχύρωση.

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οι οχυρώσεις της Αρχαίας Μεσσήνης (Ιθώμη) - α’ μέρος