Δευτέρα, 31 Δεκεμβρίου 2018 08:11

Ο Αγγελος Δεληβορριάς | Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη*

Γράφτηκε από τον

 

Δεν έχω σχεδόν τίποτε νεότερο να προσθέσω στα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό “Τα Ιστορικά”, τεύχος 35, Οκτώβριος του 2018, αφιερωμένο στον Αγγελο Δεληβορριά με τίτλο “Το διαρκές παρόν του πολιτισμού”.

Ανάλογο τίτλο έχει ο συλλογικός τόμος “Το παρελθόν στο παρόν”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 2017 με επιμέλεια Νίκου Παπαδημητρίου και Αρη Αναγνωστόπουλου. Στον τόμο αυτό, όπου αποκαλύπτεται πόσο σημαντική και ταυτόχρονα φορτισμένη ιδεολογικά και πολιτικά είναι η πρόσληψη του παρελθόντος στη συγκρότηση του παρόντος, ειδικά στη χώρα μας συμμετέχει και ο Αγγελος Δεληβορριάς με ένα εκτενές, de profundis άρθρο με τίτλο «Η περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη» και με πολλούς υπότιτλους. Ξεχωρίζω τους εξής δύο: «Η αναδιοργάνωση της μουσειακής συλλογής», και «Ιστορική μνήμη και η ελληνικότητα». Εδώ ο Αγγελος απαντά με τον πληθωρικό και ταυτόχρονα παθιασμένο και γοητευτικό τρόπο του στους επικριτές της βασικής μουσειακής (μουσειολογικής, εκθεσιακής αν θέλετε) ιδέας του για την ιστορική συνέχεια και τη συνοχή του ελληνισμού, που αισθητοποίησε στους εκθεσιακούς χώρους του Μουσείου Μπενάκη.

Αντί σχολίων, θα μου επιτρέψετε να διαβάσω την τελευταία παράγραφο του άρθρου του: «Στην ενδεχόμενη ερώτηση, τι θα πρότεινα εάν αναλάμβανα και πάλι τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, θα απαντούσα πως θα πρότεινα ακριβώς ό,τι και τότε. Θα ευχόμουν όμως να είμαι πιο νέος, πιο τρελός, πιο τολμηρός και πιο ελληνοπαρμένος, να μην έχω σιτέψει, κουρασμένος και μπαϊλντισμένος από τη νεοελληνική πραγματικότητα». Εδώ είναι προφανής η εμμονή στα «πιστεύω», στις ιδέες του, αλλά ταυτόχρονα και κάποια απογοήτευσή του.

Σύμφωνα με απόψεις ορισμένων ιστορικών, αρχαιολόγων και κοινωνιολόγων, δεν τίθεται θέμα ιστορικής συνέχειας, αλλά «συνειδητής αναβίωσης», δεν υπάρχει συνδετική γραμμή ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον νέο ελληνισμό, ότι η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης είναι λόγιας μορφής. Τίποτε πάντως δεν είναι απόλυτο στο πρόβλημα «Μνήμη, Ιστορία και Αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα». Αλλωστε και ο ίδιος εμφανίζεται νομίζω «διαλλακτικός» στον επίλογο του Οδηγού του Μουσείου Μπενάκη, όπου υπογραμμίζει ότι το πανόραμα της μουσειακής του έκθεσης θα επιτρέψει στους επισκέπτες να δώσουν μόνοι τις απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως η συνέχεια και η συνοχή, κυρίως όμως η αντοχή του ελληνισμού στη διάρκεια του χρόνου.

Το βιογραφικό του Αγγελου Δεληβορριά είναι σε όλους γνωστό, οι σπουδές του, η 40ετής θητεία του στη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, η αέναη δράση του, οι πρωτοποριακές του κινήσεις, τα δημοσιεύματά του, η ανακαίνιση του Μουσείου Μπενάκη και η μετατροπή του σε ένα ζωντανό οργανισμό, η προσθήκη το 2003 του αυτόνομου πολυδύναμου κέντρου της οδού Πειραιώς, όπου οργανώνονται μεγάλες περιοδικές εκθέσεις και συνέδρια, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, γνωστή είναι επίσης η γέννηση, το 2004, του αυτόνομου Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης στην περιοχή του Κεραμεικού. Το 2006 εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα το Τμήμα Ιστορικών Αρχείων και Χειρογράφων, ενώ το 2011/12 αναδείχθηκε η περίοδος του Μεσοπολέμου ή αλλιώς της Γενιάς του ‘30 στην οδό Κριεζώτου, όπου μεταξύ άλλων έστησε κυριολεκτικά με τα χέρια του ο Αγγελος Δεληβορριάς την Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα. Την εκθεσιακή αυτή ανάδειξη της προσφοράς της περιόδου του Μεσοπολέμου αξιολογεί ο ίδιος ως «το σημαντικότερο μουσειολογικό γεγονός των τελευταίων χρόνων». Το «Μουσείο Παιχνιδιού» στο Φάληρο ήταν και αυτό δικό του έσχατο επίτευγμα. Ως σημαντικά συστατικά του οργανογράμματος Δεληβορριά πρέπει ακόμη να μνημονευθούν τα τρία αυτονομημένα παραρτήματα: α) τα Φωτογραφικά Αρχεία στην κατοικία Μαίρης Καρόλου στην πλατεία Κολωνακίου, β) τα Αρχεία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής στο κτήριο της οδού Πειραιώς και γ) τα Τμήματα Συντήρησης Εργων Τέχνης της οδού Ησιόδου.

«Με μέτρο τον μέσο όρο διάρκειας μιας ανθρώπινης ζωής στην Ελλάδα στα τέλη του 20ού αιώνα, τα όσα υλοποιήθηκαν μέσα σε 45 χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη, αν ληφθεί υπόψη η ποιότητά τους, ξεπερνάνε κάθε φαντασία», γράφει ο Νίκος Χατζηνικολάου.

Δεν είναι μόνο το σημαντικό έργο που άφησε πίσω του ο Αγγελος Δεληβορριάς, είναι που γενιές αρχαιολόγων θα εμπνέονται από αυτό. Ετσι θα αναγεννιέται ο «Αγγελος» της Ελληνικής Αρχαιολογίας, ο δημιουργικός και εργασιομανής διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη, μουσείο «φυγοκεντρικό», πρωτοπόρο στον κοινωνικό-εκπαιδευτικό του ρόλο, με τεράστιο πλούτο και ποικιλία αντικειμένων στις συλλογές του. Οπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «το Μουσείο Μπενάκη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αρχαιολογικό ή εθνογραφικό ή ιστορικό ή οτιδήποτε άλλο… δεν έχει να κάνει με τις τυποποιημένες εκδοχές του μουσειακού προορισμού… προσεγγίζει και προσλαμβάνει με διαφορετικό προσανατολισμό το νόημα της έννοιας του έθνους και τη σημασία της ιστορικής μνήμης, ιδίως σε ό,τι λέγεται, όχι χωρίς ψόγο, ελληνικότητα… που δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εκδήλωση ελληνοκεντρισμού, διαπνεόμενου από άκρατο εθνικισμό».

«Καλός κ’ αγαθός» ο Αγγελος, αιώνια νέος, εκρηκτικός και ευαίσθητος συνάμα, γεμάτος πάθος για τη δουλειά του, έγνοια του μόνιμη και οι εργαζόμενοι γύρω του. Μεγάλος του πάντα έρωτας η γλυπτική της κλασικής Αθήνας, που ξεκινά με τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία και η γλώσσα του, ο λόγος του ο γραπτός στα επιστημονικά και εκλαϊκευτικά του έργα, πρότυπό του η ελκυστική γραφή της Σέμνης Καρούζου, αλλά και «η βασανισμένη» ως την τελευταία λέξη διατύπωση του Χρήστου Καρούζου. «Οι δάσκαλοί μου, οι άνθρωποι που με διαμόρφωσαν ήταν ο Μαρίνος Καλλιγάς, ο Λίνος Πολίτης, ο Κακριδής, ο Κριαράς, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις. Μια από τις δασκάλες μου, γνωστή για την ανθρωπογεωγραφία της ήταν η Σέμνη Καρούζου», είχε δηλώσει ο ίδιος.

Οι απόψεις της λεγόμενης Γενιάς του ‘30 για την αξία του νεοελληνικού πολιτισμού και της σύγχρονης δημιουργίας βρήκαν συνεχιστές με επιμονή, πίστη και αγωνιστικότητα, που έκαναν πράξη το όραμά τους, με κύριο εκπρόσωπο τον Αγγελο Δεληβορριά, γεννημένο το 1937, έφηβο στη δεκαετία του ‘50, την εποχή δηλαδή που το έργο της Γενιάς του ‘30 βρισκόταν σε άνθιση, παράγοντας έναν δραστικό λόγο σε πολλούς τομείς, όπως επισημαίνει ο Αλέκος Λεβίδης, στην ποίηση, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική και την πολιτική. Ο Αγγελος, όπως και πολλοί παρόντες και ομιλούντες ογδοντάρηδες «ανδρώθηκε σε μια εποχή ευφορίας και οραματισμών», μια εποχή που την έκανε έκθεμα, για το οποίο δικαιολογημένα επαίρεται, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Τα εκθέματά του στο Μουσείο Μπενάκη δεν αποτελούν αντικείμενα αισθητικού αποκλειστικά ενδιαφέροντος, αντιμετωπίζονται ως τέχνεργα με ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, φορείς πολλαπλών πολύτιμων πληροφοριών. Υπήρξε πρωτοπόρος στα ανοίγματα στο ευρύ κοινό, στις περιοδικές εκθέσεις και τις εκθέσεις εξωτερικού, στα συνέδρια, τις εκδόσεις, τα κυλικεία, τα εστιατόρια και τα πωλητήρια. Οι αρχαιολόγοι του σήμερα, ακολουθώντας το παράδειγμά του, δεν είναι πια μονόπλευροι κλασικιστές, έχουν διευρύνει τον ορίζοντά τους στην εκτίμηση των μνημείων, κινητών και ακίνητων, όλων των εποχών. «Στα μαθήματά του στο πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών, δέσποζε η φλογερή κατάθεση του πάθους του για την τέχνη, αρχαία ελληνική, αναγεννησιακή, βυζαντινή και λαϊκή» όπως υπογραμμίζει ο Πλάτων Μαυρομούστακος.

Υπήρξαμε συμφοιτητές στο πρώτο έτος των σπουδών μας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, λίγο πριν αναχωρήσει για συνέχιση στην Αθήνα. Είχε προλάβει να γνωρίσει τον Κώστα Βάρναλη και τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, να ακούσει τον Γιάννη Κακριδή και τον Λίνο Πολίτη, τον Εμμανουήλ Κριαρά και τον Γιώργο Μπακαλάκη. Αυτούς τους δασκάλους είχα κι εγώ. Μαζί διεκδικήσαμε το διδακτορικό στη Γερμανία, εκείνος στην Τυβίγγη, εγώ στο Μόναχο. Με φιλοξένησε στο σπίτι του, όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα το 1963 για να αναλάβω καθήκοντα επιμελητού Αρχαιοτήτων, βάφτισε το γιο μου Δημήτρη. Συχνές ήταν οι οικογενειακές μας συναντήσεις και έξοδοι.

Ο Αγγελος δημιούργησε την ξεχωριστή κοινωνία του Μουσείου Μπενάκη «με μοναδικά παγκόσμια χαρακτηριστικά, που απεικονίζει την εξέλιξη της μοναδικής προσωπικότητάς του», σημειώνει η Ιωάννα Παπαντωνίου.

«Το πάθος του, ο ανυπόκριτος ενθουσιασμός του, η ακεραιότητά του καλλιέργησαν στη χώρα μας τη διάθεση της δωρεάς και της χορηγίας» υπογραμμίζει η Μαργαρίτα Πουρνάρα.

«Η coinccidentia oppositorum (η σύμπτωση των αντιθέτων) ήταν η πολιτισμική πολιτική του Αγγελου στο Μουσείο Μπενάκη, σύμφωνα με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, και ένας από τους κύριους λόγους που το καθιστούν το σημαντικότερο μουσείο του νεότερου πολιτισμού στη χώρα μας».

Η άποψη του Αγγελου για τα μουσεία, τους μουσειακούς οργανισμούς γενικώς ήταν ότι πρέπει να θεωρούνται ισότιμοι και ισάξιοι, να μην κρίνονται παρά μόνο από τα αποτελέσματα της προσφοράς τους, με κριτήρια αποκλειστικά ποιοτικά. Υποστήριζε, μεταξύ άλλων, την αποδέσμευση των κρατικών μουσειακών οργανισμών από την υποταγή τους στα ιδεώδη του δημοσιοϋπαλληλικού παρελθόντος, την απαλλαγή τους από τα δεινά της νεοελληνικής γραφειοκρατίας.

Απευθύνει τέλος ο Αγγελος ένα λόγο συμβουλευτικό προς τους νεότερους συναδέλφους του, να αποφύγουν τη φεουδαρχική νοοτροπία και τον αυταρχισμό, τον υδροκέφαλο διευθυντικό συγκεντρωτισμό. «Με το ίδιο ακριβώς πνεύμα απελευθέρωσε ο ίδιος το μουσειακό υλικό από κάθε είδους ιδιοκτησιακές επιβαρύνσεις, το διέθετε αδέσμευτο στα ενδιαφέροντα και τις έρευνες της επιστημονικής κοινότητας».

Χαρακτηρισμοί για τον Αγγελο Δεληβορριά

«Από τους λίγους πνευματικούς ανθρώπους, η προσφορά του τεράστια και ανεκτίμητη» (Χρύσα Μαλτέζου).

«Αξιαγάπητος, είχε τεράστιο χιούμορ, πολύτιμες γνώσεις, ενέπνεε εμπιστοσύνη. Δεν θα ξεχάσω το πάθος του. ηθελε διαρκώς να δημιουργεί» (Αλέκος Λεβίδης).

«ηταν γενναιόδωρος και εργατικός, πλούσιος μέσα και χαρισματικός. Ομορφος άνθρωπος, από αυτούς που δεν έχουν ηλικία» (Χρυσή Καρύδη).

«Αξιέπαινος όχι μόνο για το δημιουργικό του πείσμα. Το πάθος του, ο ανυπόκριτος ενθουσιασμός του, η ακεραιότητά του καλλιέργησαν στη χώρα μας τη διάθεση της δωρεάς και της χορηγίας» (Μαργαρίτα Πουρνάρα).

«Υπερασπιζόταν με πάθος την ιδέα της ελληνικότητας» (Μαργαρίτα Πουρνάρα).

«Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, αναγεννησιακός άνθρωπος και επιστήμονας, λάτρης του Ωραίου. Ο κορυφαίος αρχαιολόγος. Πνεύμα πρωτίστως ανοικτό αλλά και συνθετικός. Θεωρείται από τους κορυφαίους μελετητές της ζωφόρου του Παρθενώνα. Μπορεί να κινηθεί με ευκολία από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη τέχνη» (Ιωάννα Κλεφτόγιαννη).

«Ευρύτητα πνεύματος, εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ακατάπαυστη εργατικότητα, αστείρευτη δημιουργικότητα» (Διοικητική Επιτροπή Μουσείου Μπενάκη).

«Ηθελα τον Αγγελο γι’ αυτό που ήταν, τον σπάνιο στον τόπο μας αναγεννησιακό άνθρωπο που θα έφερνε τη δροσιά του ελεύθερου πνεύματος, το ήθος του Ηράκλειτου» (Βασ. Πετράκος).

«Αγγελος Δεληβορριάς, ο παντοδαής, ο ανεπανάληπτος» (Λίλα Μαραγκού Μάιος/Ιούλος 2018).

«Ο Αγγελος στοχαστής, homo universalis» (Χρύσα Μαλτέζου).

* Ομιλία του καθηγητή Πέτρου Θέμελη σε ημερίδα του Μουσείου Μπενάκη για τον Αγγελο Δεληβορριά.