Η ημερομηνία και ο τόπος της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δεν υπάρχει λόγος να αποτελέσει αντικείμενο διενέξεων. Καλώς ή κακώς έχει καθιερωθεί η 25η Μαρτίου και έχει γίνει δεκτός ο μύθος της Αγίας Λαύρας. Φτάνουν οι διχασμοί και οι αντιπαλότητες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, που τον έβλαψαν σημαντικά. Σήμερα, αφού δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να καταλήξουμε σε συμφωνία, ας μη θίξουμε τα κακώς κείμενα, για να μην προκύψουν και άλλα χειρότερα. Ο επιβεβλημένος στις ημέρες μας συμβιβασμός, μας υποχρεώνει να εορτάσουμε όπως οι προγενέστερες γενιές.
Ας μη σκαλίσουμε πληγές, που μπορεί να μολύνουν το κλίμα μιας αναγκαίας σήμερα ομοψυχίας. Να εορτάσουμε όλοι μαζί κι ας έχει καθένας τις δικές του ιδιαίτερες απόψεις. Σημασία έχει ότι οι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν για την απαλλαγή των Ελλήνων από την τουρκική τυραννία και πέτυχαν να είμαστε ελεύθεροι.
Αυτή την ελευθερία, για την επίτευξη της οποίας προηγούμενες γενιές δέχτηκαν πρόθυμα να αγωνιστούν και να υποβληθούν σε θυσίες, ας τη διατηρήσουμε όπως έχει. Εκείνοι που προηγήθηκαν προσπάθησαν για πολλά, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με δυσμενείς συνέπειες, ας είμαστε λοιπόν ενωμένοι για να κρατήσουμε τη χώρα ακέραιη, όπως μας την εμπιστεύθηκαν.
Εισαγωγή
Η Μάνη είναι ένα ακρωτήριο ανάμεσα στον Λακωνικό και τον Μεσσηνιακό κόλπο, που περιλαμβάνει την ψηλότερη κορυφή του Ταΰγετου (2407 μ.), ‘τον μακρινό Ηλία’, όπως την έλεγαν οι παλαιότεροι. Τα χωριά της είναι απλωμένα στις πλαγιές του νότιου Ταΰγετου, ενώ μια νοητή γραμμή από τη ΒΔ γωνία του Λακωνικού κόλπου μέχρι τη ΒΑ γωνία του Μεσσηνιακού κόλπου χωρίζει αδρά τη Μάνη από τον υπόλοιπο Μοριά. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Μάνη είχε πολλές ιδιαιτερότητες από τη λοιπή χώρα. Ήταν ένας αυτοδιοικούμενος τόπος, φόρου υποτελής στον Σουλτάνο, όπου δεν κατοικούσαν Τούρκοι, ώστε αν κάποιος από αυτούς ήθελε να πάει εκεί, έπρεπε να έχει άδεια από τον Μπέη της Μάνης ή τον τοπικό καπετάνιο.
Στα λιμάνια και τους όρμους της σε περιπτώσεις θαλασσοταραχής εύρισκαν αραξοβόλια τα χριστιανικά πλοία, έστω κι αν η χώρα τους ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν ένα χριστιανικό προγεφύρωμα μέσα στην απέραντη μουσουλμανική χώρα.
Οι μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες φρόντιζαν να έχουν φίλους στη Μάνη και πολλές φορές τους χρηματοδοτούσαν. Κάθε φορά που μια χώρα σχεδίαζε να πάρει την Κωνσταντινούπολη, όπως η Βενετία, η Γαλλία με τον δούκα του Νεβέρ και αργότερα με τον Μεγάλο Ναπολέοντα, ή η Ρωσία επί Αικατερίνης της Μεγάλης, έρχονταν σε στενή επαφή με εξέχοντες Μανιάτες, που ασκούσαν επιρροή στους συμπατριώτες τους.
Στην πρώτη Τουρκοκρατία (1460-1685) τη Μάνη διοικούσαν οι πρωτόγεροι των γενιών του κάθε τόπου και για γενικότερα ζητήματα τον πρώτο λόγο είχαν οι πρωτόγεροι του Οιτύλου. Στις πρώτες δεκαετίες της δεύτερης Τουρκοκρατίας (1715-1776) τη διοικούσαν τέσσερις καπετάνιοι (Σταυροπηγίου, Ζυγού, Μέσα Μάνης, Κάτω ή Ανατολικής Μάνης) και τα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια, από το 1777 μέχρι το 1821, τη διοικούσε ένας Μανιάτης Μπέης, τον οποίο εξέλεγαν οι Μανιάτες και διόριζε ο Σουλτάνος. Από το 1777, οπότε καθιερώθηκε η ηγεμονία της Μάνης, την εποπτεία της είχε αναλάβει ο Τούρκος Καπουδάν Πασάς (ναύαρχος), ο οποίος επόπτευε και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Η Μάνη ήταν ευπρόσβλητη από τη θάλασσα γιατί είχε παραλιακά χωριά, που μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο των κανονιών των πλοίων, και πολλές αμμώδεις εκτάσεις στις οποίες ήταν εύκολες οι αποβατικές ενέργειες. Αντίθετα, ήταν προβληματική η εισβολή σ’ αυτή από τη στεριά. Δρόμοι δεν υπήρχαν, αφού και η επικοινωνία χωριού με χωριό δεν ήταν συνηθισμένη, ενώ τα γιδόστρατα που οδηγούσαν τον διαβάτη, δεν προσφέρονταν για εισβολή μεγάλων στρατιωτικών σωμάτων, που θα έπρεπε να βαδίζουν «εις φάλαγγα κατ’ άνδρα».
Ο τόπος ήταν άγονος, κακοτράχαλος, κατά το πλείστον άνυδρος και ο τυχόν εισβολέας έπρεπε να προμηθεύει το στράτευμα και τα ζώα του με νερό. Τους θερινούς μήνες που γίνονταν οι εκστρατείες το χορτάρι σπάνιζε για να θρέψει τα άλογα του ιππικού και τα λοιπά μεταφορικά ζώα. Δεν υπήρχαν πεδινές εκτάσεις για να επελαύνει το ιππικό, αντίθετα οι στενωσιές και οι αγανιές ήταν συνηθισμένες και πρόσφορες για χωσίες (ενέδρες).
Οι Μανιάτες ήταν έμπειροι και καλοί πολεμιστές, λιτοδίαιτοι, ανθεκτικοί και ευκίνητοι, πηδούσαν από βράχο σε βράχο σαν κατσίκια και ορμούσαν στον εχθρό σαν λιοντάρια. Υψηλόφρονες και εγωιστές, ανυποχώρητοι μπροστά στον κίνδυνο του εχθρού, γι’ αυτό πολλές φορές αναδεικνύονταν νικητές.
Με τις ιδιαιτερότητες αυτές του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου δυναμικού η Μάνη ήταν τοπικά υπολογίσιμος αντίπαλος της Τουρκικής διοίκησης.
Ο Μπέης και οι καπετάνιοι της Μάνης
Όπως έχει αναφερθεί, στην πρώτη Τουρκοκρατία (1460-1685) τη Μάνη διοικούσαν οι πρωτόγεροι των γενιών. Στη Βενετοκρατία (1685-1715) εκτός από τους Βενετούς καστελάνους της Ζαρνάτας και της Κελεφάς, υπήρχαν και οι Μανιάτες καπετάνιοι σε κάθε χωριό και σε κάθε επαρχία.
Στη δεύτερη Τουρκοκρατία αρχικά (1715-1776) τη Μάνη διοικούσαν οι καπετάνιοι της Ζαρνάτας ή Σταυροπηγίου, του Ζυγού, της Μέσα Μάνης και της Κάτω ή Ανατολικής Μάνης. Το 1776 έγιναν συνομιλίες Μανιατών, τους οποίους εκπροσώπησε ο Τζανετάκης Κουτούφαρης από τις Κιτριές και εκ μέρους των Τούρκων ο διερμηνέας του τουρκικού στόλου Νικόλαος Μαυρογένης. Αποφασίστηκε η Μάνη να αποτελέσει μια αυτοδιοικούμενη ηγεμονία και ο Μανιάτης ηγεμόνας να φέρει το αξίωμα του Μπέη. Η εκλογή του θα γινόταν από τους Μανιάτες και ο διορισμός του από τον Σουλτάνο. Ο Μπέης θα είναι υπεύθυνος για την ευταξία της Μάνης και τη συλλογή του φόρου, που θα κατέβαλε η Μάνη ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
Τα τελευταία πέντε χρόνια της Τουρκοκρατίας (1816-1821) το μπεηλίκι της Μάνης είχε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης από το Λιμένι της Τσίμοβας (Αρεόπολης), ο οποίος με τα αδέλφια του, τα παιδιά του και τα ανίψια του είχε πετύχει μια σχετική ευταξία στη Μάνη.
Η Μάνη ήταν χωρισμένη σε καπετανίες. Στην Ανατολική Μάνη ήταν ο μπας καπετάνιος (αρχικαπετάνιος όλης της Μάνης) ο Δημήτριος Τσιγκουράκος-Γρηγοράκης από τον κλάδο των Κουτσογρηγοράκηδων του Αγερανού και Σκουταρίου και ο καπετάν Γιωργάκης Αντωνάκος-Γρηγοράκης από τους Πάνω Γρηγοράκηδες του Μαραθονησίου (Γυθείου), που είχε το αξίωμα του καπετάνιου, όταν ήταν Μπέης της Μάνης ο Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης (1812-1816). Στην Ανατολική Μάνη τον πρώτο λόγο είχε ο γέρο-Αντώνμπεης Γρηγοράκης, ηγέτης των Κουτσογρηγοράκηδων, που είχε το κάστρο του στον Αγερανό. Στο Μαραθονήσι ήταν τα παιδιά του ποτέ Τζανήμπεη Γρηγοράκη, ο Πιέρος και ο Γιώργος με τον γιο του Τζανετάκη, που ήταν ο στρατιωτικός ηγέτης των Πάνω Γρηγοράκηδων.
Στη Δυτική Μάνη, στο Σταυροπήγι ήταν δύο καπετανίες, η καπετανία του Αλμυρού-Πετροβουνίου που είχε ο καπετάν Γιωργάκης Καπετανάκης με τα αδέλφια του, τα παιδιά και τα ανίψια του. Την άλλη καπετανία του Σταυροπηγίου, την καπετανία του κάστρου της Ζαρνάυας, είχε ο Θανασούλης Κουμουνδουράκης με τον θείο του Γιάννη και τον εξάδελφό του Γαλάνη-Σπύρο. Ένας αδελφός του Θανασούλη, ο Αλέξανδρος, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθούσε να αποσπάσει από τον Πετρόμπεη το Μπεηλίκι της Μάνης.
Στην Καρδαμύλη καπετάνιος ήταν ο Παναγιώτης Μούρτζινος-Τρουπάκης, ο οποίος ήταν πολύ ισχυρός και ο κύριος αντίπαλος του Πετρόμπεη. Αυτός ασκούσε επιρροή και σε άλλους καπετάνιους, αλλά η Φιλική Εταιρεία τον είχε συμφιλιώσει με τον Πετρόμπεη και δεν υπήρχε μεταξύ τους ανταγωνισμός, τουλάχιστον στα πρώτα βήματα της Επανάστασης.
Στην Καστάνια ή Μεγάλη Καστάνια καπετάνιος ήταν ο Κωνσταντής Δουράκης, αλλά στις μέρες της Επανάστασης τον είχε διαδεχθεί ο γιος του Παναγιώτης, που είχε βοηθούς τα αδέλφια του Γεώργιο και Αλέξανδρο.
Στη Γαρμπελιά της Μηλιάς καπετάνιος ήταν ο Πανάγος Κυβέλος, που είχε μεγάλη οικογένεια για βοηθούς, όπως και ο καπετάνιος του Ζυγού με έδρα τον Άγιο Δημήτριο Πλάτσας Νικολάκης Χρηστέας. Τέλος στην Καστάνιτσα ή Μικρή Καστάνια καπετάνιος ήταν ο Θωμάς Βενετσανάκης.
Πέρα από τους καπετάνιους υπήρχαν άτομα με προσωπική διάκριση ή πολυάνθρωπες οικογένειες με μεγάλη ισχύ και τοπική επιρροή, όπως ο Ιωάννης Κετσέας στους Δολούς, ο Πατριαρχέας στην Καρδαμύλη, ο Κιτρινιάρης στο Ξωχώρι, οι Πικουλάκηδες στην Τσίμοβα (Αρεόπολη), ο Ηλίας Χρυσοσπάθης στο Κοτρώνι της Πλάτσας, ο Βασίλης Πολιτάκος και ο Αθανάσιος Γκενάκος στην Τσεροβά, κλπ.
Η προετοιμασία της Επανάστασης
Ο πόθος για ελευθερία φώλιαζε στην καρδιά κάθε ταπεινωμένου Έλληνα μαζί με μίσος και περιφρόνηση για τον υπερόπτη Τούρκο κατακτητή. Λίγοι ήταν οι «βολεμένοι» με τους Τούρκους και δεν ζητούσαν καλύτερες συνθήκες ελεύθερης ζωής, αντιθέτως ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων είχε συγκρατημένο τον πόθο του και περίμενε καρτερικά εξωτερική βοήθεια, για να δει ελεύθερες ημέρες.
Το 1814 στην Οδησσό τρεις απλοί Έλληνες, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή πλούτο, αποφάσισαν να διαδώσουν μια επαναστατική ιδέα και να προετοιμάσουν τους Έλληνες για έναν απελευθερωτικό αγώνα. Για να προσελκύσουν μέλη ισχυρίζονταν ότι, δήθεν, μια μεγάλη δύναμη βρισκόταν στο πλευρό των Ελλήνων. Αλλά το όνομά της δεν φανερωνόταν και ζητούσε από τους Έλληνες να στρατευθούν στις τάξεις της «Εταιρείας των Φιλικών» για να φθάσουν στην ποθητή ελευθερία και να αποδιώξουν τους Τούρκους από τον τόπο τους.
Μέχρι το 1817 στη Φιλική Εταιρεία είχαν μυηθεί μόνον είκοσι άτομα. Τότε όμως από την Οδησσό πέρασε μια ομάδα πρώην αξιωματικών του στρατού της Ιονίου Πολιτείας, που είχαν υπηρετήσει υπό τους Ρώσους και μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Από τότε άρχισε μια κίνηση και τον επόμενο Αύγουστο μυήθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της Μάνης και του Μοριά. Την άνοιξη του 1819 κατέβηκε στη Μάνη ο Χριστόφορος Περραιβός με την πρόφαση ότι θα ιδρύσει σχολείο στους Δολούς. Στην πραγματικότητα θα φρόντιζε να συμφιλιώσει τους Μανιάτες, που τους χώριζαν μίση και πάθη, για να μην έχει ο ένας τον φόβο του άλλου και όλοι μαζί να αγωνιστούν κατά των κατακτητών. Η αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ανατέθηκε σε έναν από τους υπασπιστές του Τσάρου της Ρωσίας, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος πήρε τον τίτλο του ‘Γενικού Εφόρου της Αρχής’. Τον Οκτώβριο του 1820 στα πρώτα σχέδια ήταν τον προσεχή Νοέμβριο να κατεβεί ο Υψηλάντης στη Μάνη και να αρχίσει την προετοιμασία του αγώνα.
Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821. Ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν δέχθηκε να ηγηθεί της Επανάστασης γιατί θεωρούσε ότι ο χρόνος δεν ήταν κατάλληλος. Οι αρχές της ‘Ιεράς Συμμαχίας’ των βασιλέων της Ευρώπης, που δεν προέβλεπαν αλλαγές των υπαρχόντων συνόρων, θα έπρεπε να θεωρούνται απροσπέραστο εμπόδιο.
Στις αρχές του 1821 πήγε στον Μοριά ο Παπαφλέσσας ο οποίος, στη σύσκεψη της Βοστίτζας (Αίγιο), δεν έπεισε τους κατοίκους της Αχαΐας ότι όλα ήταν έτοιμα και εύκολα, όπως ο ίδιος θεωρούσε.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 αποβιβάστηκε στην Καρδαμύλη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και φιλοξενήθηκε από τον Παναγιώτη Μούρτζινο, ενώ είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με τον Πετρόμπεη, ο οποίος έκανε συχνά το δρομολόγιο με πλεούμενο από το Λιμένι στις Κιτριές.
Η συμφιλίωση των Μανιατών ήταν σε καλή πορεία, αλλά ειδήσεις από τα έργα της Φιλικής Εταιρείας δεν έφθαναν στον Μοριά και επικρατούσε αμηχανία. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνούσε τον Προύθο ποταμό και πήγαινε στις Ηγεμονίες για να εξαγγείλει στις 24 του ίδιου μήνα το επαναστατικό του μανιφέστο, την ίδια εκείνη ημέρα ο εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρείας στον Μοριά, ο Παπαφλέσσας, έγραφε στον Εμμανουήλ Ξάνθο και διαμαρτυρόταν, γιατί δεν είχε καμία είδηση για τη πορεία της προετοιμασίας της Επανάστασης. Στον Μοριά δεν γνώριζαν αν θα άρχιζε η Επανάσταση στις 25 Μαρτίου ή αργότερα και από πού θα άρχιζε.
Ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα προέκυψε όταν οι Τούρκοι, υποψιαζόμενοι στασιαστικές κινήσεις, κάλεσαν αρχιερείς και προύχοντες, μαζί και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, να πάνε στην Τριπολιτσά για να συζητήσουν προβλήματα του τόπου. Ο Πετρόμπεης προφασίστηκε ασθένεια και έστειλε τον γιο του Αναστάση. Οι αρχιερείς και πρόκριτοι του Μοριά δεν ήταν δυνατόν να συναντηθούν για να αποφασίσουν για κοινή στάση. Κατά συνέπεια έγιναν δύο συσκέψεις, μια στη Βόρεια Πελοπόννησο και μια στη Νότιο, στην οποία συμμετείχε και ο Περραιβός. Οι Βόρειοι ήταν διστακτικοί, γιατί θεωρούσαν ότι είτε θα τους κρατούσαν ομήρους είτε, αν ξεσπούσε Επανάσταση, θα τους αποκεφάλιζαν. Οι Νότιοι αποφάσισαν να πάνε και με την πρόφαση του Πάσχα να γυρίσουν γρήγορα, η Επανάσταση μπορούσε να αρχίσει και του Αγίου Γεωργίου ή ακόμη του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκτός από τον Αναστάσιο Μαυρομιχάλη, πήγαν στην Τριπολιτσά ο Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης, ο Ιωσήφ Ανδρούσης, ο Χριστιανουπόλεως, ο Πανάγος Κυριακός κ.ά. Από την Αχαΐα, όμως, καθυστερούσαν και με προφάσεις δεν πήγαιναν.
Τα προηγηθέντα της έναρξη της Επανάστασης
Μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1821 ο Πετρόμπεης έμενε αδρανής, γιατί δεν ήξερε τί αποφάσεις έχει πάρει ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας (ο Γενικός Έφορος της Αρχής), Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Μπέης δεν ήθελε επαναστατικές κινήσεις από έναν μονάχα τόπο, πριν να γυρίσουν οι όμηροι από τη Τριπολιτσά, ούτε να αρχίσει η Επανάσταση χωρίς να είναι γενική υπό την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας. Η δικαιολογημένη αυτή αδράνεια του Πετρόμπεη έδωσε αφορμή να τον κατηγορήσουν ότι δεν ήθελε την Επανάσταση ή ακόμη ότι ήταν αντίθετος στον απελευθερωτικό αγώνα.
Στις 15 Μαρτίου 1821 με ένα πλοίο έφθασε στο Λιμένι από την Κωνσταντινούπολη ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, όπου ήταν όμηρος των Τούρκων για την πίστη του πατέρα του. Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης άρχισε την επαναστατική κινητοποίηση, οι Φιλικοί της Πόλης τον φυγάδευσαν, για να μην ξεσπάσουν επάνω του οι Τούρκοι, όταν θα μάθαιναν την ηγετική θέση του Πετρόμπεη στον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων.
Μαθαίνοντας ο Πετρόμπεης τα νέα για την έναρξη της Επανάστασης, ειδοποίησε τους καπετάνιους της Μάνης και τους Μεσσήνιους αγωνιστές να ετοιμαστούν και αυτός στις 17 Μαρτίου πήγε από το Λιμένι στις Κιτριές, για να συντονίζει τις κινήσεις των Ελλήνων.
Οι Μεσσήνιοι με τον Αναγνωσταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Νικήτα Σταματελλόπουλο και άλλους δημιούργησαν το Μεσσηνιακό στρατόπεδο στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, βόρεια της Καλαμάτας. Εκτός από τη Μάνη, αυτό ήταν το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στον Μοριά. Σε κανένα άλλο μέρος της Πελοποννήσου δεν υπήρξε συγκέντρωση ενόπλων, ώστε να αποτελέσουν στρατόπεδο.
Μερικοί Καλαματιανοί τρομοκρατήθηκαν, όταν άκουσαν ότι ο Πετρόμπεης ετοιμάζεται για επανάσταση. Αμέσως πήγαν στον ιερομόναχο και δάσκαλο Γεράσιμο Παπαδόπουλο, τον ιδρυτή της Μονής Καλογραιών Καλαμάτας, που έχαιρε της εκτίμησης των Καλαματιανών, αλλά και του Πετρόμπεη και του ανέφεραν τους φόβους τους. Του ζήτησαν να πάει στη Μάνη να συναντήσει τον Μπέη και να τον πείσει να μη συμμετάσχει στον αγώνα αυτόν. Ο Γεράσιμος πήγε και βρήκε τον Πετρόμπεη αποφασισμένο για την Επανάσταση. Προσπάθησε να τον μεταπείσει και, όπως έγραψε αργότερα, με μεγάλη προσπάθεια του απέσπασε υπόσχεση ότι δεν θα κινητοποιηθεί. Αλλά, πρόσθεσε ότι οι γύρω καπεταναίοι τελικά τον έπεισαν και ακολούθησε τον δρόμο της Επανάστασης. Επομένως ο Πετρόμπεης δεν ήταν εναντίον της Επανάστασης, όπως επιπόλαια λέγουν και γράφουν οι προχειρολόγοι της ιστορίας.
Όταν στα τέλη του 1820 ο Παπαφλέσσας κατέβαινε από την Κωνσταντινούπολη για τον Μοριά, πέρασε από το Αϊβαλί και τη Σμύρνη και οι πατριώτες εκείνων των πόλεων έκαναν έρανο και αγόρασαν μπαρούτη και έφθασε το πλοίο στο Αρμυρό μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της Επανάστασης.
Στις παραμονές της Επανάστασης μεταξύ των Τούρκων κυκλοφορούσαν φήμες, που τους φόβιζαν και πολλοί από τα χωριά-τσιφλίκια τους έφυγαν και πήγαν σε οχυρωμένες πόλεις, όπως η Τριπολιτσά, η Μεθώνη, το Νεόκαστρο κ.ά. Ένας Τούρκος χειρουργός από την Καλαμάτα, ο Μουράτης, στις 21 Μαρτίου πήρε την οικογένειά του για να πάει σε ασφαλέστερο μέρος. Τον δρόμο της εξόδου από την Καλαμάτα φύλαγε ο Νικηταράς, ο οποίος και τον κάλεσε να πάει κοντά του. Ο Μουράτης, στηριζόμενος στις φιλίες που είχε με τους Έλληνες, του χαμογέλασε και συνέχισε τον δρόμο του, όμως δεν περπάτησε πολύ, αφού αντήχησε πυροβολισμός και ο Μουράτης έπεσε νεκρός. Η γυναίκα του με τα παιδιά της κλαίγοντας γύρισε στην πόλη και δημιούργησε πανικό στους Τούρκους της Καλαμάτας.
Ο Σουλεϋμάν Αρναούτογλου, ο Αγάς της Καλαμάτας, είχε μια φρουρά από 150-180 στρατιώτες για την ασφάλεια της πόλης. Σκέφτηκε να φύγει για την Τριπολιτσά, που ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά η εκτέλεση του Μουράτη τον φόβισε. Είδε στο βουνό της Καλαμάτας να κυκλοφορούν ένοπλοι και αποφάσισε να φυλακίσει τους προκρίτους, για να τους έχει για πιθανή διαπραγμάτευση.
Από το στρατόπεδο του Προφήτη Ηλία μηχανεύτηκαν να στείλουν μια επιστολή στους προκρίτους της Καλαμάτας και να γράφουν ότι είναι κλέφτες και να τους ζητούν τρόφιμα και μπαρουτόβολα. Απειλούσαν πως σε άρνησή τους θα έμπαιναν να σφάξουν τους κατοίκους και να κάψουν την πόλη.
Ο Αρναούτογλου αποφυλάκισε τους προκρίτους και τους κάλεσε να οπλιστούν για να βοηθήσουν στην άμυνα του τόπου και την αντιμετώπιση των κλεφτών. Οι πρόκριτοι δήλωσαν ότι δεν είχαν όπλα, αλλά και να είχαν δεν γνώριζαν τη χρήση τους, ούτε έχουν πολεμική εμπειρία.
Στην απορία του Αρναούτογλου, τί θα έπρεπε να κάνει, οι πρόκριτοι συμβούλευσαν τον Αγά να καλέσει τον ηγούμενο του Προφήτη Ηλία, προκειμένου να του πει πόσοι είναι οι κλέφτες για να ενεργήσουν κατάλληλα. Ο Ηγούμενος Κύριλλος είπε ότι είναι δύο χιλιάδες κλέφτες και όλο έρχονται και άλλοι. Τότε οι Πρόκριτοι είπαν πως αυτοί δεν μπορούν να βοηθήσουν, γιατί ούτε όπλα έχουν, ούτε ξέρουν να τα χειρίζονται και θα πρέπει να καλέσει τον Μπέη της Μάνης, ο οποίος διαθέτει ένοπλους και έμπειρους πολεμιστές και μπορεί να τους σώσει. Ο Αγάς βρήκε σωστή την προτεινόμενη λύση και έστειλαν γράμμα στον Μπέη. Μέχρι το βράδυ της 22ας Μαρτίου είχαν φθάσει από τα γύρω μέρη οι Καπετανάκηδες από τα Γιαννιτσάνικα και το Αλμυρό, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης από τις Κιτριές και ο Γαλάνης Κουμουνδουράκης από τον Κάμπο κι όλη νύχτα έρχονταν κι άλλοι Μανιάτες.
Οι Μανιάτες που μπήκαν στην Καλαμάτα βρήκαν την τουρκική φρουρά να κατέχει τρία πυργόσπιτα στην περιοχή του ναού της Υπαπαντής. Ήταν τα πυργόσπιτα του Παναγιώτη Ζάρκου, του Ιωάννη Τζάννε και του Ιωάννη Π. Κυριακού. Οι προσκληθέντες Μανιάτες έπιασαν τα γύρω σπίτια, μήπως οι Τούρκοι τη νύχτα έβγαιναν να σφάξουν τους Καλαματιανούς.
Ο Χουρσίτ πασάς του Μοριά, που εκείνον τον καιρό πολιορκούσε τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, είχε δώσει εντολή στους Τούρκους του Μοριά να μην πιστεύουν τις διαδόσεις περί επαναστάσεως των Ελλήνων. Νόμιζε ότι ήταν φήμες που προέρχονταν από το περιβάλλον του Αλή, για να σταματήσουν την πολιορκία του. Τους είπε όμως ακόμη ότι, αν πράγματι οι Έλληνες δείξουν διαθέσεις επαναστατικές, τότε να σφάξουν τους προκρίτους και τους ιερείς.
Παράλληλα με τα γεγονότα της Δυτικής Μάνης, στην Ανατολική Μάνη πήγε στις 22 Μαρτίου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με μεγάλο στρατιωτικό σώμα, έχοντας οδηγίες από τον Πετρόμπεη για να αρχίσει η Επανάσταση στις 25 Μαρτίου. Να σημειωθεί ότι ο Κυριακούλης είχε παντρευτεί κόρη του ποτέ Τζανήμπεη Γρηγοράκη και είχε συμφωνήσει με τους Γρηγοράκηδες για τις επαναστατικές τους κινήσεις. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης θα στρεφόταν κατά των Τουρκοβαρδουνιωτών και των Τούρκων του Μυστρά, ενώ οι Γρηγοράκηδες θα πολιορκούσαν τη Μονεμβασία.
Η περίλαμπρη έναρξη της επανάστασης
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που βρισκόταν από τις 17 Μαρτίου στις Κιτριές, μετά από συνεννόηση με τους κατά τόπους Μανιάτες καπετάνιους και Μεσσήνιους οπλαρχηγούς, όλοι ενωμένοι με ομοψυχία, χωρίς ανταγωνισμούς ξεκίνησαν το πρωινό της 23ης Μαρτίου 1821 για την Καλαμάτα. Ήταν το πρώτο ουσιαστικό βήμα της επανάστασης. Όπως στη διάρκεια νεροποντής βλέπει κανείς να ρέει το νερό και να σχηματίζει ρυάκια κι αυτά χείμαρρους, που κατευθύνονται στη θάλασσα, έτσι και εκείνη τη λαμπρή ημέρα κατηφόριζαν από τις πλαγιές του Ταΰγετου πολεμιστές με θάρρος και αποφασιστικότητα, φωνάζοντας «Ελευθερία ή θάνατος» και ενώνονταν με τις δύο κύριες στρατιές, που κατευθύνονταν στην Καλαμάτα. Η μια είχε ξεκινήσει από τις Κιτριές με μπροστάρη τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του οποίου η σημαία από τη μια πλευρά είχε κεντημένο το κεφάλι του Λυκούργου και από την άλλη του Λεωνίδα. Η άλλη, που από την Καρδαμύλη είχε πάρει τον δρόμο, αφώτηγο ακόμη, για να φθάσει κι αυτή έγκαιρα στον προορισμό της, με αρχηγό τον Παναγιώτη Μούρτζινο. Αυτός είχε πλάι του τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, παλιά δόξα της Μοραΐτικης Κλεφτουριάς και ταγματάρχη του αγγλικού στρατού της Ιονίου Πολιτείας.
Στις Μανιάτικες στρατιές ξεχώριζαν οι καπετάνιοι, καθένας με τους συγγενείς και ανθρώπους του, ο Θωμάς Βενετσανάκης, ο Νικολάκης Χρηστέας, ο Πανάγος Κυβέλος, ο Παναγιώτης Δουράκης, ο Θανασούλης Κουμουνδουράκης με τον εξάδελφό του Γαλάνη και ο καπετάν Γιωργάκης Καπετανάκης-Χριστοδουλάκης με τους συγγενείς και ακολούθους του.
Έβλεπε ακόμη κανείς πολλά αξιόλογα πρόσωπα, άλλα με τοπική επιρροή και άλλα με πολεμική εμπειρία, όπως ο Ηλίας Χρυσοσπάθης που είχε υπηρετήσει και αυτός ως ταγματάρχης στον στρατό της Ιονίου Πολιτείας και έμενε στο Κοτρώνι της Πλάτσας. Από την Τσεροβά ήταν ο Βασίλης Πολιτάκος αξιωματικός κι αυτός του στρατού της Ιονίου Πολιτείας, όπως και από τα Σκυφιάνικα του Μαλεβρίου ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος
Διακρινόταν στην πορευόμενη στρατιά ο Ηλίας Σαλαφατίνος που ήταν ο αρχηγός της προσωπικής φρουράς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και ο αδελφός του Ιωάννης Κατσανός από το Κρύο Νερό. Από τον Πύργο του Διρού ήταν ο Σκλαβούνος,
Διακρίνονταν ακόμη ο Θεόδωρος Μεσίσκλης από τη Νόμια, οι Σασαριάνοι από τον Μέζαπο, ο Δημήτριος Πουλικάκος από τη Βάμβακα, ο Δημήτρης Κωνσταντινέας από τη Λαγκάδα, ο Παναγιώτης Ξανθός από τη Μηλιά, ο Πέτρος Σεκούρης από το Νομιτσή, ο Ιωάννης Γιαννουλές από τα Ρίγκλια, οι Κιτρινιαραίοι από το Ξωχώρι, ο Μιχάλης Βαρκλαντής από τον Κάμπο, οι Κουτηφαραίοι από τη Μάλτα, οι Κετσέοι από τους Δολούς, ο Μιχάλης Νικητάκης και οι Μανδραπηλαίοι από τη Μεγάλη Μαντίνεια και κοντά σε αυτούς οι ανώνυμοι πολεμιστές της Μάνης.
Από την άλλη πλευρά, κατέβηκαν στην Καλαμάτα οι συγκεντρωμένοι στο στρατόπεδο του Προφήτη Ηλία, ο γέρο-Αναγνωσταράς που ήταν Κλέφτης στον Μοριά και ταγματάρχης στον στρατό της Ιονίου Πολιτείας. Ο εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρείας αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας με την περικεφαλαία του και τα αδέλφια του, ο παλαιός Κλέφτης Παναγιώτης Κεφάλας όλοι από την Πολιανή. Ο Νικηταράς, ο μετέπειτα ‘τουρκοφάγος’ από τη Μεγάλη Αναστάσοβα (Νέδουσα Αλαγονίας). Ο Μητροπέτροβας, περίφημος καπετάνιος της παλαιάς Κλεφτουριάς από τη Γαράντζα (Άνω Μέλπεια) και ο γαμπρός του Γιαννάκης Γκρίτζαλης από το Ψάρι. Ο Κλέφτης από τα παλιά χρόνια Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση βάδιζε για τον ίδιο σκοπό με τους κοτσαμπάσηδες Δημήτρη Παπατσώνη από το Ναζήρι και τον Αναστάσιο Περρωτή από το Κουρτσαούσι (Σπερχογεία), τον Μανώλη Δαρειώτη και τον Δημήτρη Καλαμαριώτη από το Νησί, τον Θανασούλη Κυριακό και τον Παναγιώτη Τζάννε από την Καλαμάτα. Φθάνοντας στην Καλαμάτα, ξεπέζευαν οι στρατιές των Μανιατών και των Μεσσηνίων. Είχε γεμίσει ο τόπος αρματωμένους. Ήταν κάμποσες χιλιάδες και η βουή αυτής της ανθρωποθάλασσας έκανε τον Αγά και τη φρουρά του να νιώσουν το τέλος της κυριαρχίας τους.
Στη συνάθροιση των αρχηγών των Μανιατών και των Μεσσηνίων, έφθασε ο Μπουλούκμπεσης (αρχηγός της τουρκικής φρουράς). Τον είχε στείλει ο Αγάς της Καλαμάτας, ο Σουλεϋμάν Αρναούτογλου, να εξετάσει τί συνέβαινε κι ακουγόταν τέτοιος θόρυβος. Παρουσιάστηκε μπροστά στους αρχηγούς των Ελλήνων και τους είπε: «…ο Αγάς σας χαιρετά και ερωτά να τον ειπείτε τί πράγματα είναι αυτούνα οπού κάνετε, και τί κλεφτοδουλειές, οπού με αυτά θα χαλάσετε το ραγιά του Βασιλιά και στην αφεντιά σας ετούτα τα πράγματα δεν θα εύγουν σε καλό».
Αρχικά απάντησε ο Πετρόμπεης λέγοντας ότι, αυτά δεν είναι κλεφτοδουλειές, αλλά με την έγκριση των βασιλέων της Ευρώπης. Τον διέκοψε όμως ο Αναγνωσταράς, ο οποίος σε έντονο ύφος είπε: «…Μπουλούκμπασι/ κανένα βοηθό δεν έχουμε, ’πε του Αγά σου και μήτε μας χρειάζεται από κανένα μέρος βοήθεια΄ το δίκαιό μας θα το πάρουμε με το χέρι μας, διότι εσείς δεν μας αφήσατε τόσα χρόνια μήτε σκούφιαν εις το κεφάλι μας΄ εις το εξής δεν σας υποφέρωμεν μήτε σας χωνεύωμεν πλέον, και ό,τι σας περάσει μην το αφήσετε πίσω΄ πήγαινε εις τον Αγά σου και πες του αυτά οπού σου είπαμε, και θέλουμε σε τρεις ώρες να μας περαδώσετε τ’ άρματά σας, διότι αν παρακούσετε θα σας περάσωμεν όλους από το σπαθί, και το κρίμα ας είναι εδικό σας…».
Ο Μπουλούκμπασης έφυγε και ο Πετρόμπεης έστειλε επιτροπή αποτελούμενη από τον αδελφό του Αντωνάκη, τον Ιωάννη Π. Κυριακό και τον Ηλία Λυκουρέζο από τον Κάμπο της Αβίας, για να πείσουν τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα τους. Πράγματι, η τουρκική φρουρά παρέδωσε τα όπλα αμαχητί στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και οι Τούρκοι μοιράστηκαν για να φυλαχθούν σε Μανιάτες και Μεσσήνιους.
Δεν έγιναν λεηλασίες και τα τρόφιμα που βρέθηκαν στις τουρκικές αποθήκες διανεμήθηκαν από τον Ιωάννη-Κατσή Μαυρομιχάλη στους φτωχούς Μανιάτες. Το πρώτο ουσιαστικό βήμα του αγώνα στέφθηκε από λαμπρή και πλήρη επιτυχία. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε χωρίς λεηλασίες, σαν να μην επρόκειτο για επαναστάτες, αλλά για τακτικό στρατό.
Τα πάντα είχαν προετοιμαστεί και την ίδια ημέρα συνήλθε σε συνεδρίαση η «Γερουσία» (ανάλογη προς τη ‘γεροντική’) της Μάνης, που την αποτέλεσαν κυρίως οι καπετάνιοι με πρόεδρο τον Πετρόμπεη. Παράλληλα συνήλθε και η «Μεσσηνιακή Σύγκλητος», που την αποτέλεσαν οι πολέμαρχοι και οι πρόκριτοι της Μεσσηνίας. Κι αφού οι πολέμαρχοι πήραν τον δρόμο για τα πολεμικά μέτωπα και οι πρόκριτοι της Μεσσηνίας για τους τόπους τους, έμειναν οι Καλαματιανοί να φροντίζουν για τον επισιτισμό των μαχομένων.
Φαίνεται ότι είχε γίνει μελετημένη προετοιμασία της Επανάστασης, ώστε την πρώτη ημέρα τακτοποιήθηκαν όλα τα ζητήματα που προέκυψαν, χωρίς να αναφανούν διχογνωμίες, αμφισβητήσεις ή διεκδικήσεις. Όπως η ανακήρυξη του Πετρόμπεη ως αρχιστράτηγου του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού, καθώς και η παραλαβή των όπλων της τουρκικής φρουράς από τον Πετρόμπεη, η φύλαξη των Τούρκων αιχμαλώτων, η διανομή των τροφίμων της τουρκικής φρουράς σε φτωχούς Μανιάτες η πειθαρχία των επαναστατών και η αποχή από αρπαγές, βιαιότητες κλπ. Ακόμη κοινοποιήθηκε η διακήρυξη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις ξένες βασιλικές αυλές, εξασφαλίστηκε η τήρηση της τάξης στην επαρχία της Καλαμάτας, που κυρίως ανατέθηκε στον καπετάν Γιωργάκη Καπετανάκη, τον οποίο αργότερα ευχαριστούσαν κάτοικοι της Καλαμάτας και της Θουρίας κ.ά.
Η διακήρυξη στις βασιλικές Αυλές της Ευρώπης
Η απελευθέρωση της Καλαμάτας έγινε ενωρίτερα από την καθορισμένη ημερομηνία της 25ης Μαρτίου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν εκείνοι που προσκάλεσαν με αίτησή τους την πρόωρη εισβολή των επαναστατών στην πόλη.
Μια από τις σημαντικές ενέργειες της πρώτης ημέρας των εξεγερμένων Μανιατών και Μεσσηνίων ήταν η αποστολή στις βασιλικές Αυλές της Ευρώπης της επαναστατικής διακήρυξης, την οποία υπέγραψαν. Τη διακήρυξη υπέγραψε και ο Μπέης της Μάνης ως «αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού». Με αυτή εξηγούσαν τους λόγους που οδήγησαν στην εξέγερση των σκλαβωμένων Ελλήνων και ζητούσαν τη βοήθεια των χριστιανών βασιλέων. Δηλαδή δήλωναν πως δεν ήταν μια εξέγερση περιορισμένου χώρου, άλλωστε και οι εκστρατείες που ακολούθησαν καταλάμβαναν τη νότιο Πελοπόννησο από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) ως τη Μονεμβασία με προώθηση επαναστατικών δυνάμεων προς το κέντρο της Πελοποννήσου. Το περιεχόμενο φαίνεται ότι ήρθε από τους Φιλικούς, αλλά είναι γραμμένη με το χέρι του γραμματέα του Πετρόμπεη, Ιωάννη Λογοθέτη-Τσαουσέα από τις Γαϊτσές. Το περιεχόμενο της διακήρυξης είναι το ακόλουθο:
«Προειδοποίησις εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου.
»Ο ανυπόφορος ζυγός της Οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μη μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους γραικούς ειμή μόνον πνοή· και αυτή διά να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς· εις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν, στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων· πάσα προς αλλήλους φατρίαν και διχόνοιαν, ως καρπόν της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας ελύθησαν ήδη, και υψώθησαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας· οι πόδες ημών οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας ενηγγαρεύσεις τας ασπλάχνους τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας, η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον βαρύτατον ζυγόν, τον απετείναξε. Και άλλο δεν φρονεί ειμή την ελευθερίαν· η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει, και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ενί λόγω όλοι αποφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν. Τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιπόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαϊκών γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας, να αναστήσωμεν το τεταλεπωρημένον Ελληνικόν γένος μας.
»Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν Σας και διά χρημάτων και διά όπλων, και διά συμβουλής της οποίας, εσμέν ευέλπιδες ότι θέλει αξιωθώμεν. Και ημείς θέλομεν σας ομολογή άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξει και πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής Σας ευγνωμοσύνην μας.
1821: Μαρτίου 23: εν Καλαμάτα. Εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου.
Πέτρος Μαυρομιχάλης αρχιστράτηγος του
Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού».
Οι εκστρατείες που ακολούθησαν
Στις 24 Μαρτίου έγινε η δοξολογία με κάθε μεγαλοπρέπεια, για να αναπεμφθούν ευχαριστίες εις τον Κύριον. Δάκρυα συγκίνησης συνόδευαν την αγαλλίαση της ψυχής από τον καθαρό αέρα της ελευθερίας που δρόσιζε τους καταπονημένους από τη μακρόχρονη δουλεία.
Ο Πετρόμπεης ήταν ο καθολικά αναγνωρισμένος αρχηγός των επαναστατών Μανιατών και Μεσσηνίων. Επειδή δεν υπήρχαν ανταγωνισμοί, αλλά επικρατούσε ομόνοια, οι εξελίξεις ήταν υποδειγματικές. Δεν υπήρξαν λεηλασίες, αρπαγές και βιαιοπραγίες. Οι Τούρκοι της Καλαμάτας υπέκυψαν στη δύναμη των εξεγερθέντων και παρέδωσαν τα όπλα τους στον Πετρόμπεη. Η Καλαμάτα ήταν η πρώτη πόλη που γεύτηκε την αποκτηθείσα γλυκιά ελευθερία με μόνη την ογκώδη εμφάνιση των επαναστατών. Την ελευθερία που δεν παραχωρήθηκε από κάποια ξένη δύναμη, αλλά που κατακτήθηκε με τον γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων.
Οι επαναστάτες δεν σταμάτησαν εδώ, αλλά απλώθηκαν από τις 24 Μαρτίου προς όλες τις κατευθύνσεις, για να ελευθερώσουν, όσους από τους Έλληνες δεν είχαν τη δύναμη να διώξουν τους κατακτητές από τον τόπο τους. Κι ακούστηκαν γνώμες διαφορετικές. Οι Μεσσήνιοι ήθελαν να πολιορκηθούν τα κάστρα του τόπου τους, ενώ ο παρευρισκόμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πρότεινε, όλοι μαζί να βαδίσουν εναντίον του κέντρου του Μοριά, δηλαδή της Τριπολιτσάς. Η διχογνωμία οφειλόταν στο ότι υπήρχε φόβος, αν πήγαιναν όλοι οι ένοπλοι στο κέντρο του Μοριά, μήπως από τα Μεσσηνιακά φρούρια οι Τούρκοι εξορμούσαν εναντίον των Μεσσηνιακών πόλεων και χωριών και εναντίον της Μάνης, ενέργεια που θα επέφερε τη διάλυση της εκστρατείας στο κέντρο. Τη λύση έδωσε ο αρχηγός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Τα Μεσσηνιακά φρούρια θα τα πολιορκούσαν, αλλά και εναντίον του κέντρου του Μοριά θα βάδιζε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τον οποίο, επειδή δεν είχε δικούς του στρατιώτες, θα τον ακολουθούσαν τριακόσιοι Μανιάτες. Αυτούς τους παραχώρησαν ο Πετρόμπεης με τον Πιέρο Βοϊδή-Μαυρομιχάλη και ο Παναγιώτης Μούρτζινος με τον ανιψιό του Παναγιώτη Μπουκουβαλέα-Τρουπάκη. Εκτός από τους 300 Μανιάτες, και άλλα μανιάτικα σώματα θα ακολουθούσαν πορεία προς το κέντρο του Μοριά για να ξεσηκώσουν και τους εκεί Έλληνες.
Μετά τη δοξολογία ξεκίνησε το στρατιωτικό σώμα υπό την ηγεσία του Θ. Κολοκοτρώνη για το Λεοντάρι, όπου θα πήγαιναν και άλλα σώματα. Στις 24 Μαρτίου ξεκίνησε επίσης από την Καλαμάτα και μια άλλη ομάδα οπλαρχηγών, που βάδισε εναντίον της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) με τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και Μανιάτες καπετάνιους, όπως τους Κουμουνδουράκηδες, μερικούς από τους Καπετανάκηδες κ.ά.
Την ημέρα αυτή, 24 Μαρτίου, στη Σκάλα της Μεσσηνίας έφθασαν τα σώματα του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα. Οι δύο αρχηγοί έγραψαν σε διάφορους οπλαρχηγούς να ξεκινήσουν για τον μεγάλο αγώνα. Το πρωί της επόμενης ημέρας, από τη Σκάλα που διανυκτέρευσαν, τουφέκισαν ομαδικά όλοι οι στρατιώτες, για να αντηχήσει η έναρξη της Επανάστασης σε όλη τη Μεσσηνία. Ο ομαδικός πυροβολισμός ακούστηκε στη Γαράντζα (Άνω Μέλπεια) και ξεχύθηκαν οι Γαραντζαίοι στον Μεσσηνιακό κάμπο, για να σφάξουν όποιον Τούρκο δε είχε προλάβει να φύγει. Ο Κολοκοτρώνης συνέχισε το δρόμο του για το Λεοντάρι και ο Παπαφλέσσας για την Αρκαδιά. Οι Τούρκοι της Αρκαδιάς είχαν φύγει έγκαιρα και είχαν βρει καταφύγιο στο Νεόκαστρο και στο κάστρο της Μεθώνης. Το στράτευμα αυτών των επαναστατών κινήθηκε προς την Ανδρίτσαινα και κατέληξε στην Καρύταινα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης με τους Μανιάτες, που βάδιζε για το Λεοντάρι, πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι από το Φανάρι (Ολυμπία) πήγαιναν στην Τριπολιτσά και θα περνούσαν από το γεφύρι της Καρύταινας του ποταμού Αλφειού. Άλλαξε πορεία και έπιασε τη θέση ‘Άγιος Αθανάσιος’ και εμπόδισε τους Φαναρίτες Τούρκους να περάσουν από το γεφύρι και υποχρεώθηκαν να περάσουν από έναν πόρο του ποταμού, όπου είχαν απώλειες ανθρώπινες και σε μεταφορικά ζώα.
Την επόμενη ημέρα, 25 Μαρτίου, ακολούθησαν τον δρόμο του Κολοκοτρώνη προς το Λεοντάρι ο Ηλίας Μαυρομιχάλη και ο Σταυριανός Καπετανάκης. Τις επόμενες ημέρες πήρε τον ίδιο δρόμο και ο Ηλίας Σαλαφατίνος, ο αρχηγός της προσωπικής φρουράς του Πετρόμπεη, με άλλο εκστρατευτικό σώμα. Ένα άλλο στρατιωτικό σώμα με τον αδελφό του Πετρόμπεη, τον Αντωνάκη, και τον Γεώργιο Δαρειώτη από το Νησί, κινήθηκε για την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης.
Οι Τούρκοι της Κορώνης, όταν έμαθαν τα γεγονότα της Καλαμάτας, εγκατέλειψαν την πόλη και κλείστηκαν στο κάστρο. Όμως πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Κορώνης Γρηγόριο, τον διάκο του, έναν ακόμη ιερέα και από τους προκρίτους τον Κ. Λαχανά και τον Κ. Τζακόπουλο, τους οποίους αργότερα έσφαξαν. Οι κάτοικοι της Κορώνης παρακινούμενοι από τον Ιωάννη Καράπαυλο, ξεσηκώθηκαν. Στις 25 Μαρτίου έφθασαν οι επαναστάτες στο Χαροκοπιό (Σαρατσά) και έγινε συμπλοκή με τους Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν στο κάστρο.
Αργότερα, την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης συμπλήρωσαν Μανιάτικα πλοία, ένα των οποίων ανήκε στον Ιωάννη Πετρουνάκο. Την πολιορκία του Νεοκάστρου και του κάστρου της Μεθώνης είχε αναλάβει ο γενναίος επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος. Στο Νεόκαστρο πήγαν και μανιάτικα σώματα με τον Κωνσταντίνο Πιεράκο-Μαυρομιχάλη, τον Θανασούλη Κουμουνδουράκη, Καπετανάκηδες κ.ά.
Η επανάσταση στην ανατολική Μάνη
Η ανατολική Μάνη δεν υστέρησε σε προετοιμασίες για τη μεγάλη εξέγερση του Γένους. Από μια επιστολή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της 11ης Μαρτίου μαθαίνουμε ότι ο Τζανετάκης Γρηγοράκης είχε ήδη συγκεντρώσει στρατιώτες, πιθανώς από τη Μέσα Μάνη, τη λεγόμενη και ‘Κακαβουλία’. Αναμφισβήτητα αυτό ήταν το διαπιστωμένο πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στον Μοριά. Ο Πετρόμπεης ήθελε να μη γίνουν αποσπασματικές επαναστατικές ενέργειες, αλλά να ξεκινήσουν όλοι μαζί και είχε απευθύνει στον θείο και τον πατέρα του Τζανετάκη σχετική επιστολή.
Εκτός από τον Τζανετάκη, που είχε αρχίσει ενωρίς τη στρατολογία, φαίνεται ότι και οι Κάτω Γρηγοράκηδες του Αγερανού με ηγέτη τον γερο-Αντώνμπεη είχαν και αυτοί έγκαιρα προετοιμαστεί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι από τις 22 Μαρτίου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο Μαραθονήσι (Γύθειο). Από εκεί, ενωμένοι οι δύο κλάδοι της οικογενείας Γρηγοράκη ξεκίνησαν τον αγώνα στις 25 Μαρτίου, όπως προέβλεπε το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας και βάδισαν προς τη Μονεμβασία, για να πολιορκήσουν το απόρθητο φρούριό της. Παράλληλα ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όταν στις 22 Μαρτίου άρχισαν οι Μανιάτες να εισέρχονται στην Καλαμάτα, πήρε μαζί του 400 Μανιάτες μαχητές και πέρασε στην ανατολική Μάνη. Έφερνε μαζί του και την είδηση της ‘ειρηνικής’ εισόδου των Μανιατών στη Μεσσηνιακή πόλη.
Φαίνεται ότι, είχε προηγηθεί συμφωνία ο Κυριακούλης να στραφεί εναντίον των Τουρκοβαρδουνιωτών και των Τούρκων του Μυστρά, ενώ οι Γρηγοράκηδες να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία. Στην περιοχή εκείνη το ελληνικό στοιχείο δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για επανάσταση, ούτε υπήρχαν αναγνωρισμένοι οπλαρχηγοί, που θα ξεσήκωναν τους ραγιάδες εναντίον των Τούρκων δυναστών τους.
Οι Έλληνες είχαν υπέρ αυτών και το ψυχολογικό κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των Οθωμανών. Υπήρχαν έντονες υποψίες για επανάσταση των Ελλήνων και βεβαιότητα ότι δεν θα ήταν μόνοι, αλλά ξένες δυνάμεις θα έρχονταν στο πλευρό τους και θα έσφαζαν τους Μουσουλμάνους.
Στη Λακεδαίμονα είχε διοριστεί βοεβόδας ο Βακκή εφφένδης, ο οποίος ήταν γιος του Σεχ Νετσήπ εφφένδη, ενός αξιόλογου και σώφρονος Τούρκου της Τριπολιτσάς. Αυτός λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της Επανάστασης, παρακινούμενος από την πατρική στοργή, έγραψε στον γιο του ότι καλό θα ήταν για την προσωπική του ασφάλεια να πήγαινε στην Τριπολιτσά. Η είδηση αυτή που διαδόθηκε στον Μυστρά δημιούργησε αμφιβολία, αν θα μπορούσαν να είναι ασφαλείς στον τόπο τους.
Αυτόν τον φόβο της ξένης συμμετοχής στην επαπειλούμενη ελληνική Επανάσταση, που κατέτρεχε τους Μυστριώτες και Τουρκοβαρδουνιώτες, θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Έγραψε σε μερικούς φίλους που είχε μεταξύ αυτών ότι έρχονται ξένοι στρατοί και πως αυτός είναι υποχρεωμένος να λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον τους και δεν θα είναι σε θέση να τους βοηθήσει. Επομένως τους συνιστούσε να φύγουν για ασφαλέστερους τόπους.
Στη μνήμη των παλαιοτέρων μουσουλμάνων υπήρχαν τα γεγονότα των Ορλωφικών (1770), που τότε είχαν έρθει Ρώσοι να τους σφάξουν και πήγαν στο κάστρο του Μυστρά, αλλά και αυτό δεν στάθηκε ικανό να τους προστατεύσει. Προβληματίζονταν μήπως έπρεπε να προχωρήσουν προς την Τριπολιτσά, στην οποία οι επαναστάτες τότε είχαν υποστεί δεινή καταστροφή.
Οι Τουρκοβαρδουνιώτες, με αρχηγό τον Ρουμπή, κατά το πλείστον εγκατέλειψαν τους 46 οχυρούς πύργους τους, που ήταν και καλά εφοδιασμένοι και πήγαν στον Μυστρά. Πρέπει να θεωρηθεί μεγάλη επιτυχία του ‘ψυχολογικού’ πολέμου η αποχώρηση των Τουρκοβαρδουνιωτών, που διέθεταν, όπως αναφέρεται, 2490 δυνατά όπλα.
Ένα μικρό μέρος από τους Τουρκοβαρδουνιώτες, περίπου 60 οικογένειες, κυρίως αυτοί που κατοικούσαν στα Λεβέτσοβα (Κροκεές), πήγαν στη Μονεμβασία. Όσοι απόμειναν στη Λακεδαίμονα, σκοτώθηκαν από τους Έλληνες. Ο Θεόδωρος Αντ. Γρηγοράκης έγραψε στον αδελφό του καπετάν Γιωργάκη ότι αυτός σκότωσε τους Τουρκοβαρδουνιώτες που είχαν απομείνει στη Στεφανιά.
Μικρός αριθμός Τουρκοβαρδουνιωτών κλείστηκαν στο κάστρο της Βαρδούνιας, για να προβάλει άμυνα σε τυχόν πλησιόχωρους Μανιάτες επαναστάτες ή και ξένους στρατιώτες. Μετά από μικρή αντίσταση τελικά παραδόθηκαν. Μεταξύ των αγωνισθέντων Μανιατών στο κάστρο της Βαρδούνιας αναφέρονται ο Σταμάτης Ζένος με τον γιο του Ηλία Ζενάκο από τον Κάβαλο, ο Ευστράτιος Μπούμπουνας και ο Γεώργιος Πλαγιανάκος.
Παράλληλα με αυτούς, που κλείστηκαν στο κάστρο της Βαρδούνιας, δύο ακόμη από τους Τουρκοβαρδουνιώτης έμειναν στους πύργους τους στα Τρίνησα. Επρόκειτο για τον Ζαλούμη και τον Χονδρολιά, που ήταν φημισμένοι για τη γενναιότητά τους, οι οποίοι αδιαφόρησαν για τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν.
Στις 25 Μαρτίου, για να γίνει γνωστή η έναρξη της Επανάστασης σε όλους τους πλησιόχωρους Έλληνες, ο Κυριακούλης ζήτησε από τα έξι πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο Μαραθονήσι να κανονιοβολήσουν μερικές φορές. Ένα από τα καράβια αυτά ανήκε στον Μυκονιάτη Φραγκιά Φαμέλη και ένα ακόμη στον Γυθειάτη Παναγιώτη Μπουζουναρά. Πράγματι σε λίγο ακούστηκαν κανονιοβολισμοί και ανησύχησαν τον Ζαλούμη και τον Χονδρολιά, οι οποίοι ρώτησαν να μάθουν ποιός κανονιοβολούσε. Η απάντηση ήταν «ο Φραγκιάς» και αυτοί εννόησαν οι Φράγκοι. Τους κατέλαβε πανικός και αμέσως έφυγαν από τα Τρίνησα και πήγαν στον Μυστρά, διαδίδοντας ότι ήρθαν Φράγκοι στο Μαραθονήσι. Όπως αναφέρεται ήταν μεσημέρι, όταν έφθασαν στον Μυστρά, και οι περισσότεροι κάτοικοι γευμάτιζαν και άφησαν στη μέση το φαγητό τους και έφυγαν με μεγάλη βιασύνη για την Τριπολιτσά. Τουρκοβαρδουνιώτες και Μυστριώτες έφθασαν στην Τριπολιτσά στις 26 ή 27 Μαρτίου, πολλοί από τους οποίους από τη βία τους δεν φόρεσαν τα παπούτσια τους. Ενώ το μάχιμο δυναμικό της Τριπολιτσάς ενισχύθηκε με τους εμπειροπόλεμους Τουρκοβαρδουνιώτες, δημιουργήθηκε πρόβλημα, διότι δεν έφεραν μαζί τους τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Στις 25 Μαρτίου στο Μαραθονήσι είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι Γρηγοράκηδες και οι οπλαρχηγοί της ανατολικής Μάνης. Ο Αντώνμπεης μαζί με τους γιους τού ποτέ Τζανήμπεη, Πιέρο και Γεώργιο, έμειναν εκεί, για να φροντίζουν τη στρατολογία και τον εφοδιασμό. Ο Δημήτριος Τσιγκουράκος Γρηγοράκης και ο Τζανετέκης Γεωργ. Γρηγοράκης ηγήθηκαν 900-1000 στρατιωτών που βάδισαν προς τη Μονεμβασία. Ανάμεσά τους διακρίνονταν ο Κωνσταντίνος Αλιτζερινάκος-Καβαλιεράκης-Γρηγοράκης, ο Πέτρος Πιεράκης-Μαγκιοράκος-Γρηγοράκης, ο Δημήτριος Αθανασάκος-Καβαλιεράκος-Φωκάς, ο Παναγιώτης Κοσονάκος-Φωκάς, ο Ιωάννης Κατσούλιας-Καλκανδής, ο Παναγιώτης Πετροπουλάκης με τους γιους του Δημήτριο και Πετρόπουλο, ο Ιωάννης Κρανίδης-Φελούρης κ.ά.
Να σημειωθεί ότι, όταν οι Τουρκοβαρδουνιώτες από το χωριό Λεβέτσοβα (Κροκεές) έφυγαν για να προφυλαχθούν στο κάστρο της Μονεμβασίας από τους Έλληνες επαναστάτες και τους υποτιθέμενους ξένους συμπολεμιστές τους, μετέδωσαν στους ομοθρήσκούς τους τον πανικό τους. Οι Τούρκοι της Λακωνικής υπαίθρου έσπευσαν και αυτοί να βρουν καταφύγιο στο κάστρο της Μονεμβασίας.
Παράλληλα οι Τούρκοι της Μονεμβασίας με τον ηγέτη τους Μουσταφάμπεη ήταν αρχικά ήσυχοι, πως οι φήμες, που κυκλοφορούσαν περί εξεγέρσεως των Ελλήνων, ήταν προπαγάνδα του στασιαστή Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Στη Μονεμβασία κατοικούσαν μόνο 50 οικογένειες χριστιανών, οι οποίοι ήταν φτωχοί και απλοϊκοί, γι’ αυτό δεν υπήρχαν Φιλικοί παρά μόνο ο Παναγιώτης Καλογεράς και οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι. Οι Έλληνες Φιλικοί της Μονεμβασίας, που είχαν γνώση της επικείμενης Επανάστασης, παρακίνησαν τους Τούρκους συντοπίτες τους να αδειάσουν τις αποθήκες των σιτηρών και να τα μοιράσουν στους πτωχούς αγρότες και με τη νέα εσοδεία, που προβλεπόταν καλή, να τις ξαναγεμίσουν με φρέσκα σιτηρά. Με αυτόν τον τρόπο η Μονεμβασία βρέθηκε στην έναρξη της πολιορκίας της χωρίς αποθέματα τροφίμων.
Όταν κυκλοφόρησαν οι φήμες περί εξεγέρσεως των Ελλήνων, κατέπλευσε στο λιμάνι της Μονεμβασίας πλοίο με 200 Τουρκαλβανούς και εφόδια προοριζόμενα για την Πρέβεζα για τους πολιορκητές του Αλή πασά. Οι Τούρκοι της Μονεμβασίας τους κάλεσαν να μείνουν για να συγκεντρώσουν τρόφιμα για τις ανάγκες της πολιτείας τους. Οι Τουρκαλβανοί, προβλέποντας και λεηλασίες, δέχτηκαν και όλοι μαζί ήταν 450. Συγκροτήθηκαν τρία μικτά σώματα και κατευθύνθηκαν στα Πάκια, στο Φονίκι και τον Άγιο Νικόλαο.
Από το Μαραθονήσι ερχόταν η στρατιά των Μανιατών και συναντήθηκε με τους Τούρκους των Μολάων, που πήγαιναν στη Μονεμβασία. Στη σύγκρουση με τους Τούρκους των Μολάων σκοτώθηκε από τους στρατιώτες του Τζανετάκη ο Γεώργιος Καλογεράκος. Ίσως είναι ένας από τους πρώτους πεσόντες στον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Συγκρούσεις έγιναν μεταξύ των Μανιατών και των μικτών μουσουλμανικών σωμάτων, που συγκέντρωναν τρόφιμα. Έγιναν πολεμικές αντιπαραθέσεις και καταδιώχθηκαν οι μουσουλμάνοι μέχρι τη βραχονησίδα, χωρίς να φέρνουν τρόφιμα. Δεν μπόρεσαν όμως να περάσουν από τη γέφυρα στη Μονεμβασία γιατί ο Μουσταφάμπεης, που ήταν συνηθισμένος να νικούν οι Τούρκοι τους ραγιάδες, δεν συγχωρούσε τη φυγή των πατριωτών του. Τελικά βλέποντας τις απώλειες τις οποίες υπέστησαν, τους επέτρεψε να περάσουν τη γέφυρα, αλλά με την προϋπόθεση να καταστρέψουν ένα μέρος αυτής για να μη μπορούν να περάσουν οι επαναστάτες. Στις συγκρούσεις αυτές διακρίθηκε για τη γενναιότητά του ο Ιωάννης Κρανίδης-Φελούρης. Μετά από τις ανεπιτυχείς συγκρούσεις έφυγαν για τη Πρέβεζα οι Τουρκαλβανοί με το πλοίο τους και τα εφόδια.
Με τον τρόπο αυτόν άρχισε η πολιορκία του κάστρου της Μονεμβασίας από τους Μανιάτες. Την επομένη έφθασαν από την Κυνουρία ο Γ. Μιχαλάκης και ο Θ. Γούλελος με 250 στρατιώτες και ακόμη από την περιοχή της Μονεμβασίας ο Γεώργιος Δρίβας με άλλους 50. Ολοκληρώθηκε η πολιορκία, όταν στις 18 Απριλίου αποκλείστηκε και από τη θάλασσα με τα Σπετσιώτικα πλοία του Γεωργίου Πάνου και τα Μανιάτικα πλοία του Παναγιώτη Μπουζουναρά και του Πιέρου Νικολόπουλου.
Ιστορικών ασχημίες
Αυτός που αφήνει απομνημονεύματα, πολλές φορές υπερβάλλει την προσφορά του και μπορεί να έχει την ανοχή των αναγνωστών. Ανθρώπινη αδυναμία σχεδόν καθολικά παρατηρούμενη. Του ιστοριογράφου, όμως, το πρώτιστο καθήκον είναι η αλήθεια και φυσικά η αντικειμενικότητα. Οι σκόπιμες παραποιήσεις, που κάποτε διαπιστώνονται, όπως αυτές που παρατίθενται, χαρακτηρίζουν τους συγγραφείς και το ήθος τους.
Δεν μπορεί κανείς να συγχωρήσει αυτόν που παραποιεί έγγραφα ή γεγονότα για να μειώσει μια μερίδα αγωνιστών. Το 1933 σε ένα βιβλίο του ο Δ. Γατόπουλος δημοσίευσε ένα γράμμα του Θ. Κολοκοτρώνη, απευθυνόμενο στους Μανιάτες κατά την πρώτη εισβολή του Ιμπραήμ στη Λακωνία τον Σεπτέμβριο του 1825. Επικαλούμενος τους αρχαίους Σπαρτιάτες, τους καλούσε να ξυπνήσουν από τον λήθαργο και να αγωνιστούν κλπ. «Τί έπαθε άρα, η Σπάρτη και κοιμάται βαρύν λήθαργον…». Το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο στις 2 Σεπτεμβρίου 1825 στο χωριό της Λακωνίας Γεράκι. Ο Γατόπουλος απέκρυψε την ημερομηνία και σχολίασε ότι οι Μανιάτες έμεναν αδρανείς, απρόθυμοι να λάβουν μέρος στην έναρξη της Επαναστάσεως και ο Θ. Κολοκοτρώνης με το εμπνευσμένο αυτό γράμμα τους φιλοτίμησε και πήραν μέρος στον αγώνα. Βέβαια, ένας γνώστης της ιστορίας ξέρει ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης πριν από την έναρξη της επανάστασης δεν ήταν στο Γεράκι, αλλά στην Καρδαμύλη.
Ο Ν. Σπηλιάδης μπορεί να είχε προσωπικούς λόγους να αντιπαθεί τον Πετρόμπεη, δεν είχε όμως το δικαίωμα στην ιστοριογραφία του να παραποιεί τα γεγονότα. Είναι ομολογούμενο από όλους ότι οι Μανιάτες στις 23 Μαρτίου 1821 εισήλθαν στην Καλαμάτα υπό την ηγεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Θ. Κολοκοτρώνης ακολουθούσε τη στρατιά του Παναγιώτη Μούρτζινου, όχι βέβαια ως αρχηγός ή ως ‘πραγματικός αρχιστράτηγος’. Ο Σπηλιάδης όμως έγραψε στην επικεφαλίδα: «Ο Κολοκοτρώνης και οι Μανιάται κινούνται εις Καλαμάταν».
Γράφοντας παρακάτω για τις εκστρατείες σημείωσε: «…Την δε 25 (Μαρτίου) πραγματικός αρχιστράτηγος ο Θ. Κολοκοτρώνης παραλαμβάνει 300 Μανιάτας από τον Μούρτζινον και κινείται προς τα Μεσόγεια…». Η αποκατάσταση της αλήθειας γίνεται από τον ίδιο τον Θ. Κολοκοτρώνη: «… Εις την Καλαμάτα εκάμαμε Συνέλευσι, πόθεν να πρωτοκινήσωμε τα στρατεύματα. Οι Καλαματιανοί εκατάφεραν τον Μπέη να πάμε εις την Κορώνη διά να μην βάλουν σπαθί οι Τούρκοι εις τους Χριστιανούς΄ εγώ δεν έστρέχθηκα, είπα να πάμε εις την παλαιάν Αρκαδίαν, εις το κέντρον διά να βοηθούμε τους άλλους΄ τότενες τους είπα: εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο το στράτευμα, καλώς, ειμή αναχωρώ να υπάγω εις το Κέντρ…έλαβα 200 από αυτόν (τον Μούρτζινον) και 70 από τον Μπέη με τον καπετάν Βοϊδή και με 30 εδικούς μου εγινήκανε 300…».
Η παρούσα περιγραφή της έναρξης της Επανάστασης του 1821 στη Μάνη, ακολούθησε το βιβλίο του προέδρου της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών Σταύρου Γ. Καπετανάκη με τίτλο: «Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821», έκδοση της ανωτέρω Εταιρείας, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.