Δευτέρα, 14 Σεπτεμβρίου 2020 18:40

11 Σεπτεμβρίου 1943: το ολοκαύτωμα του Αετού - «Απροσκύνητων τόπος»

11 Σεπτεμβρίου 1943: το ολοκαύτωμα του Αετού - «Απροσκύνητων τόπος»


Του Δημήτρη Α. Δριμή
τ. Δημάρχου Αετού
Μέλους του Δ.Σ. του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας 1940-1945 “Ελληνικά Ολοκαυτώματα”

Η περιοχή των Κοντοβουνίων με κέντρο τον Αετό έχει συνεχή ιστορική παρουσία. Αναφέρουμε την εισβολή των Τούρκων του Τουραχάν και τη μάχη του Αετού, την ανάπτυξη της κλεφτουριάς στην προεπαναστατική Ελλάδα, με κυρίαρχη τη μορφή του Γιώργη Μπέλκου, που σκοτώθηκε στη Μονή της Αιμιαλούς μαζί με τους Κολοκοτρωναίους, τη συμμετοχή στην εποποιία του 1821 και το κάψιμο του Αετού από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ το 1827, τη συμμετοχή των παιδιών της στους αγώνες του έθνους μας, το ολοκαύτωμα του 1943.
Το διαχρονικό μήνυμα είναι ένα: Αντίσταση και ελευθερία. Ενα αίτημα ελευθερίας δονεί την περιοχή των Κοντοβουνίων στην ιστορική της διαδρομή. Καθημερινοί άντρες και γυναίκες γράφουν διαρκώς τη δική τους ιστορία. Δεν υπάρχουν γενιές χαμένες στα Κοντοβούνια και στον Αετό.
Το παρακάτω ποίημα της Ιφιγένειας Γκότση, με αφορμή το ολοκληρωτικό κάψιμο του χωριού από τα ναζιστικά στρατεύματα, είναι χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό του ήθους και της ιστορικής συνέχειας του Αετού.
Το θρήνο για την καταστροφή διαδέχεται το πείσμα και η υπερηφάνεια των απροσκύνητων που έχουν ιστορικό βάθος, ισχυρές ρίζες και μέλλον.

ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΤΟΠΟΣ
Τρίζουν τα δέντρα, τα βουνά, βογγούν τα κυπαρίσσια.
Σκούζουν τα μαύρα τα πουλιά και τα λουλούδια κλαίνε.
Τρέμει το ξωκκλήσι τ' Αϊ-Λιά, θρηνεί το Αετοβούνι,
κι αυτός ο Κεφαλόβρυσος θόλωσε τα νερά του...
Κλαίνε παιδιά, βαριηόχηρες, γονείς για τα παιδιά τους.
Κλαίνε αδέρφια, συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι.
Κλαίει κι ο καθένας χωριστά για το καμένο βίος του.
Κι από τον Αδη ακούστηκαν φωνές των πεθαμένων,
εκείνων που σκοτώθηκαν, κι εκείνων που καήκαν:
- «Αητέ μας, υπερήφανε κι απροσκυνήτων τόπε,
σκληρά που σ' εβασάνισε η αγριάδα των πολέμων!...
Ετρίτωσες στην πυρκαγιά μέσα σε δυο αιώνες!...
Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, τριγύρω νεκραμάρα!
Μη φοβηθείς, μην πτοηθείς και ρίξεις τα φτερά σου.
Πάτα γερά τα πόδια σου στων Πελασγών τα τείχη
κι όλο ψηλά ν' αγνάντευε μ' αγέρωχο το βλέμμα».


Υ.Γ.: Η εικόνα είναι από την εφημερίδα “Το Βλέμμα του Αετού”, φύλλο 2 Μάιος 2000.