Από τα μέσα του 11ου αιώνα ο δυτικός φεουδαλισμός είχε ήδη εισχωρήσει και στην «ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Στην ελληνική χερσόνησο, αρκετές οικογένειες κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και τις διοικούσαν ως ανεξάρτητοι τοπικοί άρχοντες. Διοικητικά ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς και ολόκληρη η Πελοπόννησος αποτελούσαν μια ενιαία διοικητική περιφέρεια, ένα «θέμα», με έδρα τη Θήβα. Όμως, μετά την καταστροφή της Θήβας και της Κορίνθου (1147/8) από τους Νορμανδούς του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β΄ (Ruggero II di Sicilia), οι δυο πόλεις έγιναν έδρες ξεχωριστών θεμάτων. Αυτές οι ευρείες διοικητικές περιφέρειες αποτελούνταν από άλλες μικρότερες, τα «όρια». Έτσι τότε στο θέμα της Πελοποννήσου, υπήρχε το όριο Πατρών-Μεθώνης καθώς και αυτό της Κορίνθου-Άργους-Ναυπλίου. Μικρότερες διοικητικές και κυρίως φορολογικές περιφέρειες που συγκροτούσαν τα όρια, ήταν οι αυτοκρατορικές «επισκέψεις». Σε αυτό το καθεστώς της φεουδαρχίας ο αγροτικός πληθυσμός δεν είχε τύχη. Εκτός από τη βαριά φορολόγηση, η πειρατεία που ανθούσε στον ελληνικό νότο εξαθλίωνε ακόμα περισσότερο τους κατοίκους του. Στο τέλος του 12ου αιώνα, η αδυναμία της κεντρικής εξουσίας αλλά και η απείθεια των τοπικών ηγετών σε αυτήν, οδήγησε στην ίδρυση μικρών, ανεξάρτητων κρατιδίων.
Μετά και την εξάπλωση των Τούρκων και των πολεμικών συγκρούσεων που αυτή επέφερε τον 15ο και 16ο αιώνα, δημιουργήθηκε ένα κύμα προσφύγων από την ελληνική χερσόνησο και τα νησιά, προς τη Δύση και κυρίως τις παράλιες πόλεις της Μεσογείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στην τουρκοκρατούμενη πια ελληνική χερσόνησο τα πράγματα έγιναν σκληρότερα. Η γη συγκεντρώθηκε σε λίγα χέρια Τούρκων αξιωματούχων αλλά και των κατά τόπους Ελλήνων εισπρακτόρων τους, των κοτζαμπάσηδων. Ο ζωτικός χώρος των Ελλήνων περιορίστηκε αφού εκτοπίστηκαν από τις αθρόες εγκαταστάσεις μουσουλμάνων εποίκων στα πεδινά και εύφορα μέρη. Ο νόμος της δεκάτης, δηλαδή της φορολόγησης της αγροτικής παραγωγής στο ένα δέκατο, είχε ως αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση των αγροτών. Η τοκογλυφία βρήκε πρόσφορο έδαφος. Οι παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές άλλαξαν βίαια και έτσι ο εκπατρισμός ήταν πια αναγκαστικός και ζωτικής σημασίας. Πολλοί Έλληνες, κυρίως λόγιοι και έμποροι, μετακινήθηκαν στη Δύση και προοδευτικά άρχισαν να αναλαμβάνουν το διαμετακομιστικό εμπόριο των χωρών της κεντρικής Ευρώπης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά, δημιουργήθηκε ένα πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα προς την ιταλική χερσόνησο, που δημιούργησε, το 1498, την παροικία της Βενετίας ενώ λίγο αργότερα, το 1524 και την ελληνική κοινότητα στην Ανκόνα.
Όσο συνεχιζόταν η τουρκοκρατία στο πέρασμα των χρόνων, το κύμα της μετανάστευσης μεγάλωνε. Αφού η ελληνική μεσαία τάξη καταστρεφόταν, η ξενιτιά ήταν η μοναδική ελπίδα. Μια δεύτερη φάση μετανάστευσης, η εμπορική, ξεκίνησε. Δεκάχρονα ή δωδεκάχρονα παιδιά έφευγαν από τους τόπους τους προσδοκώντας να γίνουν κυρίως έμποροι (πραγματευτάδες) ή και καραβοκύρηδες στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, της βαλκανικής και τη Ρωσία. Σε δυο αιώνες περίπου είχαν αναπτυχθεί αρκετές ελληνικές παροικίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση. Η Τεργέστη, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, η Λειψία, η Βιέννη, η Μόσχα, το Βράσοβο (Στεφανούπολη), το Μπρισλάου, το Κίεβο, η Οδησσός αλλά και άλλες πόλεις στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Γερμανία κ.α. έγιναν προορισμοί για τους Έλληνες πρόσφυγες. Στις παροικίες αναπτύχθηκαν παραγωγικές δυνάμεις (έμποροι, ναυτικοί, στρατιώτες, αντιγραφείς, τεχνίτες) που κατάφεραν να ευημερήσουν. Οι μετανάστες έχτισαν ελληνικά σχολεία και ναούς, και προχώρησαν στην έκδοση πολλών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, μεταφράσεων φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων. Οι πιο εύποροι ενίσχυσαν οικονομικά τις ιδιαίτερες πατρίδες τους χτίζοντας κι εκεί σχολεία.
Στην Αυστρία, μετά τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718) και τα αυτοκρατορικά προνόμια που αυτές πρόσφεραν στους ορθοδόξους εμπόρους της βαλκανικής, οι Έλληνες έμποροι συγκρότησαν εμπορικές εταιρίες, τις κομπανίες. Τα προνόμια και η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, τους εξασφάλιζαν περισσότερες εμπορικές δραστηριότητες αφού παίρνοντας την αυστριακή υπηκοότητα εξασφάλιζαν τη δυνατότητα φορολογικών ελαφρύνσεων. Ταυτόχρονα, ως χριστιανοί προερχόμενοι από τη Βαλκανική είχαν εξασφαλίσει ευνοϊκούς όρους στο εμπόριο με την οθωμανική αυτοκρατορία. Οι κομπανίες έγιναν η βάση για τη συγκρότηση των κοινοτήτων της ελληνικής παροικίας και την ένταξή της στην εκκολαπτόμενη αστική τάξη της Αυστρίας. Οι Έλληνες επικράτησαν καταλαμβάνοντας σημαντικές θέσεις στο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας. Παράλληλα, στην αυστριακή πρωτεύουσα αναπτύχθηκε σημαντική δραστηριότητα και στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού αφού αργότερα έφθασαν εκεί πολλοί Έλληνες λόγιοι, όπως οι Ρήγας Βελεστινλής, Άνθιμος Γαζής, Πολυζώης Κοντός, Νεόφυτος Δούκας, Ιώσηπος Μοισιόδακας κ.α. Εκεί κατάφεραν να εκδώσουν τα έργα τους αλλά και λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράσεις στην ελληνική πολλών αξιόλογων ξενόγλωσσων έργων. Αυτή η ανάπτυξη των εκδοτικών δραστηριοτήτων της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη, χαρακτηρίστηκε από τον Κοραή ως «το εργαστήριο της νέας των Γραικών φιλολογίας» αλλά και κέντρο ιδεολογικής προετοιμασίας της Ελληνικής Επανάστασης. Ο δε Μοισιόδακας αναφέρει για τους Έλληνες της παροικίας της Βιέννης:
«Η προθυμία όπου έχουν προς το καλόν, και η αγάπη οπού τρέφουν προς το Γένος, με εξέστησαν. Αυτοί, καν πλούσιοι, καν μετριοκατάστατοι είναι, φθάνει μόνο να ακούσουν το όνομα του κοινού καλού, και εν τω άμα συντρέχουν».
Ανάλογη ανάπτυξη είχε και η ελληνική παροικία της Ουγγαρίας, η οποία κατάφερε με τον εμπορικό χαρακτήρα της να επιβληθεί στην εκεί αγροτική τάξη. Οι ελληνικές εμπορικές κομπανίες εξελίχθηκαν σε αυτοδιοικούμενες κοινότητες με σημαντική δράση στην οικονομική ζωή και τη στρατιωτική οργάνωση της Ουγγαρίας αλλά και της υπόδουλης Ελλάδας αφού συμμετείχαν στην ιδεολογική αλλά και την υλική προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης.
Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες έγιναν λίκνο του ελληνικού στοιχείου που επικράτησε στην πνευματική αλλά και θρησκευτική τους οργάνωση. Η φορολογική μόνο υποτέλεια στην Πύλη και η διοίκησή τους κυρίως από Φαναριώτες, βοήθησε στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και την ανάπτυξη των ελληνικών ακαδημιών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου.
Αντίθετα από την ελληνική εμπορική και λόγια μετανάστευση στις χώρες των Αψβούργων, στην ιταλική χερσόνησο, εκτός από τις επιφανείς βυζαντινές οικογένειες, μετανάστευσαν κυρίως αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί. Οι μετανάστες λόγιοι κατέφευγαν συνήθως στις αυλές διαφόρων ηγεμόνων των ιταλικών δουκάτων και πρωτοστάτησαν στην ίδρυση ελληνικών πολιτιστικών ιδρυμάτων. Οι εξαναγκασμένοι σε μετανάστευση υπό το φόβο αντιποίνων, συνήθως μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων, αγρότες και αστοί, προκαλούσαν τη συμπάθεια και οδήγησαν στην ίδρυση φιλελληνικών ιδρυμάτων υποδοχής και περίθαλψης προσφύγων αγωνιστών από την Ελλάδα. Αρχικά η Βενετία και η Πάντοβα αλλά και η Ανκόνα, η Ρώμη, η Νάπολη, το Λιβόρνο, το Μπάρι γίνονται τόποι εγκατάστασης των κατά εποχές προσφύγων. Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι ελληνικές παροικίες, κυρίως στα ιταλικά λιμάνια ακμάζουν. Το εμπόριο είναι και πάλι το κυρίαρχο στοιχείο της δύναμης τους.
Στη Ρωσία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Λόγω του ομοδόξου, εγκαθίστανται εκεί αποστολές των λοιπών Πατριαρχείων. Αυτές οι αποστολές είναι και οι πόλοι μετανάστευσης κυρίως εμπόρων που αναζητούν νέες αγορές. Μετά τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους του 1968-74 και του 1787-92 η εγκατάσταση Ελλήνων στη Ρωσία ήταν μαζική. Οι συνθήκες του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και του Ιασίου προσέλκυσαν ελληνικές οικογένειες, στις οποίες μάλιστα παραχωρήθηκαν προνόμια. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος που τότε ανακόπηκε το ρεύμα της μετανάστευσης στη Δύση και ενισχύθηκε αυτό προς την Ρωσία. Εκτός από τους Έλληνες εμπόρους εγκαταστάθηκαν εκεί και αγρότες αλλά και εργάτες που άρχισαν να συνεργάζονται και με τους ομογενείς που είχαν καταλάβει δημόσια αξιώματα στην ρωσική πολιτική σκηνή. Αυτή η συνεργασία σε συνδυασμό και με αυτήν με τους Έλληνες πλοιοκτήτες βοήθησε στην ανάπτυξη και τον πλουτισμό των ελληνικών παροικιών της Ρωσίας. Ειδικότερα μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή αναπτύχθηκε πολύ η ναυτιλία και το εμπόριο των νησιωτών του Αιγαίου. Κάτω από την προστασία της ρωσικής σημαίας οι νησιώτες ναύλωναν τα μικρά εμπορικά πλοία τους, που έπλεαν με ρωσικά έγγραφα και ταξίδευαν χωρίς εμπόδια από την Κριμαία μέχρι το Γιβραλτάρ. Γρήγορα η εξαγωγή του ρωσικού σιταριού πέρασε στα χέρια των Ελλήνων καραβοκύρηδων ενώ ταυτόχρονα οι μεσογειακές ελληνικές παροικίες γνώρισαν μέρες ακμής. Ανάλογη ακμή γνώρισε και η Οδησσός που έγινε το κύριο εξαγωγικό κέντρο του ρωσικού εμπορίου.
Και στην Αγγλία υπήρχε ελληνική παροικία. Εκεί ανέπτυξαν παροικία και πάλι νησιώτες του Αιγαίου, αλλά και Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες έμποροι και πλοιοκτήτες. Εκεί, στην έδρα του κυριότερου ανταγωνιστή τους στο διαμετακομιστικό εμπόριο και της εξαγωγές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατάλαβαν ότι έπρεπε να συνδυάσουν το εμπόριο με συνιδιοκτησία των πλοίων. Παρά την ανάπτυξή της όμως, η παροικία στην Αγγλία δεν είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στην εθνική εξέγερση. Αντίστοιχη ήταν και η συμμετοχή της μικρής εμπορικής παροικίας του Άμστερνταμ.
Αντίθετα, στη Γαλλία υπήρχε παράδοση εύρωστων ελληνικών παροικιών. Πολλοί πρόσφυγες μπήκαν στον γαλλικό στρατό ενώ οι λόγιοι συνέβαλαν στην ανάπτυξη εκεί των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Μετά το 1774 οι Έλληνες καραβοκύρηδες καθόριζαν τις τιμές των σιτηρών και οι παροικίες ανθίζουν. Η ελληνική εμπορική παροικία της Μασσαλίας αναπτύχθηκε ραγδαία και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης πολλοί Έλληνες έμποροι κατέφυγαν εκεί. Το λιμάνι της Μασσαλίας είναι ένας σταθμός επιβίβασης φιλελλήνων αλλά και φόρτωσης όπλων και πυρομαχικών για την Ελλάδα με χρηματοδότηση της ελληνικής εμπορικής παροικίας.
Αλλά και στην Ισπανία κατέφυγαν πολλοί Έλληνες. Άλλοι σαν μισθοφόροι στον στρατό, άλλοι ως έμποροι με αγγλική υπηκοότητα, που είχαν αποκτήσει λόγω του γαλλο-αγγλικού ανταγωνισμού. Ακόμα στην Ιβηρική πήγαν πολλοί λόγιοι, καλλιτέχνες και αντιγραφείς χειρογράφων.
Στις κοντινές στην ελληνική χερσόνησο παροικίες ήταν φυσικά η Αίγυπτος. Το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας ήταν ένας πόλος έλξης των λίγων Ελλήνων προσφύγων.
Οι ριψοκίνδυνοι Έλληνες πλοιοκτήτες, για να προστατευτούν και από την πειρατεία, χτίζουν μεγαλύτερα καράβια και βγαίνουν και πέρα από το Γιβραλτάρ ακολουθώντας τους δρόμους του Ατλαντικού. Η επιτυχία των ελληνικών παροικιών βασίστηκε κυρίως στο εμπόριο και την πλοιοκτησία και κυρίως στην παιδεία. Ο ελληνικός διαφωτισμός γεννήθηκε στις παροικίες αφού εκεί καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και οι τέχνες και μεταλαμπαδεύτηκε στη σκλαβωμένη πατρίδα. Έτσι έγινε ευκολότερη η διάδοση της εθνικής ιδέας που οδήγησε τελικά στη Φιλική Εταιρεία.