Στην ομιλία του ανέδειξε ιδίως τον κορυφαίο ρόλο των Ντρέδων στους Αγώνες της Εθνεγερσίας του 1821 και επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ο τόμος «Ντρέδες: Στην πρώτη γραμμή της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», ο οποίος μάλιστα εκδόθηκε κατά την Επέτειο των 200 ετών από την Εθνεγερσία του 1821, αποτελεί σημαντικό ιστορικό τεκμήριο που αποδίδει στους αγώνες των Ντρέδων τον οφειλόμενο «φόρο τιμής». Και τούτο διότι οι Ντρέδες παραμένουν, μεσ’ από την ιστορία τους και την αφοσίωσή τους στην Πατρίδα, σύμβολο ρώμης, γενναιότητας και προσφοράς. Σύμβολο, το οποίο μας εμπνέει, διαχρονικώς, ως προς το ποια πρέπει να είναι και η δική μας στάση –αλλά και η στάση των γενιών που έρχονται– για την συνεπή εκπλήρωση του Εθνικού μας Χρέους. Κατά τούτο η Πολιτεία οφείλει, ιδίως δια της Βουλής των Ελλήνων, ν’ αναγνωρίσει, επισήμως και ρητώς, την προσφορά των Ντρέδων στους αγώνες του Έθνους και, πρωτίστως, στους αγώνες της Εθνεγερσίας του 1821.
Ι. Όπως προκύπτει από αυτό τούτο τ΄ όνομά τους –και κατά μία από τις υποστηριζόμενες εκδοχές- οι Ντρέδες ήταν απόγονοι των Δωριέων, με καταγωγή από τους αρχαίους Ιλλυριούς, που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Στην ιστορική τους πορεία το όνομά τους κατέστη συνώνυμο με την ευθύτητα και την γενναιότητα.
Α. Οι Ντρέδες -όντας ήδη Χριστιανοί Ορθόδοξοι εγκαταστάθηκαν– στην Άνω Μεσσηνία, και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή του Δωρίου, ύστερα από πρόσκληση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων Μανουήλ Καντακουζηνού και Θεοδώρου (Α΄) Παλαιολόγου. Έχτισαν, σε μιαν έκταση περίπου 120 τετραγωνικών χιλιομέτρων, τα ξακουστά Σουλιμοχώρια, ως πραγματικές «αετοφωλιές» Ελευθερίας και αναδείχθηκαν «ακοίμητοι» φρουροί των συνόρων του Δεσποτάτου του Μυστρά, αρχικώς εναντίον των Φράγκων. Τα ονόματα των κυριότερων Σουλιμοχωριών παραμένουν χαραγμένα ανεξίτηλα στην ιστορία της περιοχής -και όχι μόνο- ιδίως κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας του 1821: Σουλιμά, Ψάρι, Χρυσοχώρι, Κλέσουρα, Λάπι, Χαλκιά, Κούβελα, Κατσούρα, Ρίπεσι, Πιτσά, Αγριλιά. Σκόπιμο, λοιπόν, θα ήταν να εξετασθεί, από το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών, η δυνατότητα επαναφοράς των ιστορικών ονομασιών των επιμέρους Σουλιμοχωριών ως προς τις Κοινότητες που το επιθυμούν.
Β. Οι Ντρέδες είχαν, πολύ ενωρίς, καθιερώσει ένα ιδιότυπο και πολύ αποτελεσματικό σύστημα αυτοδιοίκησης, το οποίο τους επέτρεπε να ζουν και να δημιουργούν μέσα σ΄ ένα πεδίο ελευθερίας που σπάνιζε την εποχή εκείνη, αν δεν ήταν και το μοναδικό. Ένα σύστημα το οποίο συνέτεινε και στην νικηφόρο εξέλιξη των αγώνων τους κατά των οθωμανών, ακόμη και πριν την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Το ως άνω σύστημα είχε ως αυτοδιοικητικό επίκεντρο την «Δημογεροντία», εκλεγμένο όργανο το οποίο ασκούσε ευρείες αρμοδιότητες ιδίως σε θέματα είσπραξης φόρων, στρατολογίας, διατροφής του ντόπιου πληθυσμού καθώς και επίλυσης των διαφορών που αναφύονταν μεταξύ των Σουλιμοχωριών.
Γ. Ονομαστοί Σουλιμιώτες -με βάση και την συμβολή τους στην Εθνεγερσία του 1821, και δίχως να υποτιμάται και ν΄ αποσιωπάται η φήμη πολλών άλλων- υπήρξαν π.χ. οι Αλεκόπουλος, Γκρίτζαλης, Γυφτάκης, Κόρδας, Μέλλιος, Ντάρας, Ντούφας, Παπατσώρης, Πέτροβας, Πλαπούτας, Σουλιμιώτης, Συρράκος, κ.ά. .
ΙΙ. Η κορύφωση της ιστορικής παρουσίας των Ντρέδων έρχεται στα χρόνια πριν και, κυρίως, μετά την Εθνεγερσία του 1821.
Α. Τα Σουλιμοχώρια υπήρξαν εστίες αγώνα και αντίστασης κατά των Τούρκων σε τέτοιο βαθμό, ώστε όχι μόνο σκόρπιζαν τον φόβο στον κατακτητή αλλά «μετάγγιζαν» κουράγιο στους επαναστατημένους Έλληνες για την τελική ευόδωση της Εθνεγερσίας και την δημιουργία του Νεότερου, ανεξάρτητου και αυτόνομου, Ελληνικού Κράτους. Οι Ντρέδες υπήρξαν φίλοι και άξιοι συμπολεμιστές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος υπολόγιζε πολύ στην συμβολή τους κατά τον Αγώνα. Η συμμετοχή των Ντρέδων ιδίως στις Μάχες του Βαλτετσίου, της Τριπολιτσάς, των Δερβενακίων, της Δραμπάλας κ.λπ., αποδίδουν τα οφειλόμενα ιστορικά «εύσημα» σε αυτό το, αδάμαστο και αυθεντικό, τμήμα του Ελληνισμού.
Β. Ας σημειωθεί, επιπροσθέτως, ότι κατά τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες οι Ντρέδες κήρυξαν την δική τους Επανάσταση την 24η Μαρτίου 1821, μια μέρα πριν από την κήρυξη της Εθνεγερσίας του 1821 στην Αγία Λαύρα. Συμμετείχαν ενεργώς στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, την 23η Μαρτίου 1821 και έδωσαν την πρώτη νικηφόρα «κατά παράταξη» μάχη εναντίον των Τούρκων στην Λιγούδιστα, την 29η Μαρτίου 1821. Ενώ στους Ντρέδες οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, η απελευθέρωση της Δυτικής Μεσσηνίας, από την Κυπαρισσία ως την Κορώνη και την Μεθώνη.
ΙΙΙ. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον αγώνα των Ντρέδων εναντίον του τουρκοαιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ, ιδίως κατά την περίοδο του 1827. Όταν μάλιστα, λόγω των φρικτών ωμοτήτων του Ιμπραήμ, η Επανάσταση των Ελλήνων κατά των οθωμανών κινδύνευσε σοβαρά να μην φθάσει στην τελική της νικηφόρα κατάληξη. Ήταν τότε που οι Ντρέδες κατατρόπωσαν, κυριολεκτικώς, τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του Ιμπραήμ και κατέρριψαν τον μύθο αναφορικά με το, δήθεν, αήττητο του στρατεύματός του. Χαρακτηριστικώς αναφέρονται:
Α. Η μάχη στο Λάπι (22 Απριλίου 1827)
Τον Απρίλιο του 1827, ο Ιμπραήμ επιχείρησε να εισβάλει στην ορεινή Τριφυλία, έχοντας δύναμη 15.000 Αιγυπτίων, 2.000 Αλβανών και 150 Μαμελούκων. Παρά την πρόταση του Ιμπραήμ περί ειδικής ευνοϊκής μεταχείρισης σε περίπτωση υποταγής τους, οι Ντρέδες, μ΄ επικεφαλής τον Δημήτριο Παπατσώρη, αντιστάθηκαν σθεναρώς κατά την μάχη της 22ας Απριλίου 1822 στο Λάπι και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. Ενδεικτική της ανδρείας των Ντρέδων είναι η απάντηση που έδωσαν τότε, μέσω του Δημητρίου Παπατσώρη, στις «κολακευτικές» προτάσεις του Ιμπραήμ, όπως προεκτέθηκε: ''Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ Πασά, Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας δια πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμης καλά να αποσυρθής από τον Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. 'Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι. Από του εν τη κώμη Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων''.
Β. Η μάχη στο Ψάρι (24 Απριλίου 1827)
Δύο μέρες μετά την προαναφερόμενη μάχη στο Λάπι, την 24η Απριλίου 1821, ο Ιμπραήμ έστειλε τον αντιστράτηγό του Ασλάν Μπέη -με 6.000 πεζούς και 500 ιππείς, εφοδιασμένους με 10 κανόνια- εναντίον των Αρκάδων, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει στο Ψάρι. Οι εκεί οχυρωμένοι Ντρέδες απέκρουσαν, με μεγάλη επιτυχία και δίχως σοβαρές απώλειες, τους εισβολείς, οι οποίοι επιχείρησαν τέσσερις φορές να καταλάβουν το χωριό.
Γ. Η μάχη στον Αετό (29 Απριλίου 1827)
Αμέσως μετά την μάχη στο Λάπι και στο Ψάρι, οι Ντρέδες κατατρόπωσαν, την 22α Απριλίου 1827, τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ υπό τον Ομέρ Χουσεΐν Μπέη -με 2.000 Αιγυπτίους, 1.600 Αλβανούς και Μαμελούκους ιππείς- στον Αετό. Εκεί είχαν οχυρωθεί 800 Αρκάδες μ΄ επικεφαλής τον Γεώργιο Γκότση. Το στράτευμα του Ιμπραήμ ετράπη σε άτακτη φυγή και την 30η Απριλίου, ενώ υποχωρούσε προς την Κυπαρισσία, οι Ντρέδες το αντιμετώπισαν, εκ νέου, στο χωριό Λυκουδέσι και το κατανίκησαν και πάλι σε άτακτη φυγή.
Δ. Η μάχη στα Γουβαλάρια (20 Μαΐου 1828)
Το «έπος» των Ντρέδων κατά του Ιμπραήμ ολοκληρώθηκε στην περιοχή Γουβαλάρια, την 20η Μαΐου 1828: Μετά την Ναυμαχία στο Ναυαρίνο, και ενώ είχε σχεδόν αποφασίσει ν΄ αποχωρήσει από την Πελοπόννησο, ο Ιμπραήμ θέλησε, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για τις ήττες του από τους Ντρέδες, να καταστρέψει το εμβληματικό Σουλιμοχώρι, το Σουλιμά. Για τον σκοπό αυτό στρατοπέδευσε στον κάμπο του Δωρίου με 25.000 πεζούς και ιππείς και 4.000 Αλβανούς μισθοφόρους, εφοδιασμένους με 35 κανόνια. Οι Ντρέδες οχυρώθηκαν και περίμεναν τον Ιμπραήμ στην περιοχή Γουβαλάρια. Όλες οι επιθέσεις του Ιμπραήμ αποκρούσθηκαν από τους Ντρέδες με απόλυτη επιτυχία και με μεγάλες απώλειες γι΄ αυτόν. Ύστερα από την μάχη στα Γουβαλάρια, ο Ιμπραήμ υποχώρησε απογοητευμένος στην Κυπαρισσία και δεν ξαναφάνηκε στα λημέρια των ηρωικών Ντρέδων.
Η ιστορία των Ντρέδων και ο ηρωισμός τους, κατά τους Αγώνες της Εθνεγερσίας του 1821, μας δείχνουν σήμερα τον δρόμο, ως «δείκτες πορείας», και για την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων. Απέναντι στην αδίστακτη προκλητικότητα της Τουρκίας -που συνιστά προκλητικότητα και απέναντι στην Διεθνή Κοινότητα και στην Διεθνή Νομιμότητα- απαντάμε, ενωμένοι και ανυποχώρητοι, ότι κατά την υπεράσπιση αυτή θα επιβάλλουμε την εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο σύνολό τους. Και για την Ελλάδα και για την Κύπρο, η οποία είναι το τελευταίο τμήμα του Ελληνισμού που σ’ ένα μέρος του υπάρχει ακόμη τουρκική κατοχή, πραγματικό όνειδος για την Διεθνή Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και προς τους Εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπενθυμίζουμε, όπως προείπα, ότι οι προκλήσεις και απειλές της Τουρκίας κατά της Ελλάδας είναι και προκλήσεις και απειλές κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφού τα Εθνικά μας Θέματα είναι, με βάση αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και Θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»