Για να οριστεί λοιπόν η τιμή της εξαγωγικής εισφοράς όσο μπορεί μικρότερη, για να εξοικονομηθούν τα υπέρογκα έξοδα των διαφόρων προστατευτικών οργανισμών, για να πληρωθούν οι τόκοι των ληστρικών δανείων, είναι ανάγκη να ορίζεται κάθε φορά τιμή εξαγοράς των πλεονασμάτων όσο μπορεί μικρότερη. Και επειδή και η τιμή των δελτίων παρακρατήματος καθορίζεται ανάλογα με την τιμή εξαγοράς των πλεονασμάτων, όλο το σύστημα καταλήγει από τη μια μεριά στην επιβάρυνση της σταφίδας και από την άλλη μεριά στη συμπίεση του παραγωγού για να πάρει όσο μπορεί μικρότερη τιμή για τη σταφίδα του.
Μα τα ελαττώματα του προστατευτικού συστήματος δεν σταματάνε εδώ. Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στους οργανισμούς από ιδρύθηκαν για να εφαρμόσουν το σύστημα αυτό και ιδιαίτερα στον σημερινό Αυτόνομο Σταφιδικό Οργανισμό, τον ΑΣΟ.
Το πολυσύνθετο αυτό προστατευτικό σύστημα της σταφίδας, που θαρρείς πως επίτηδες το έκαμαν και το διατηρούν τόσο μπερδεμένο για να μην μπορεί ο φτωχός παραγωγός να καταλάβει το μηχανισμό της απογύμνωσής του, είχε ανάγκη πάντα και από έναν οικονομικό οργανισμό γι ανα το διακπεραιώνει. Τέτοιοι οργανισμοί έγιναν με τη σειρά η Σταφιδική Τράπεζα (1899), η Προνομιούχος Εταιρεία (1904) και από τα 1924-1925 ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός. Μα οι οργανισμοί αυτοί δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να λύσουν το ζήτημα ικανοποιητικά για τους παραγωγούς. Γιατί όντας ουσιαστικά στην υπηρεσία των εκμεταλλευτικών παραγόντων της καπιταλιστικής οικονομίας, τραπεζών, εμπόρων, βιομηχάνων, βαρυνόμενοι και από το κράτος, που ήθελε και αυτό το μερδικό του από την μοιρασιά της λείας (40 εκατομμύρια σήμερα έγγειος φόρος) και από το “κόμμα” που ήθελε και αυτό τα ρουσφέτια του, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να παραβαρύνουνε κι’ αυτοί τη σταφίδα με τα μεγάλα έξοδα που δημιουργούσανε και να την διοχετεύουνε σε φτηνή τιμή στα χέρια των διαφόρων εκμεταλλευτών. Τα σημερινά έξοδα του ΑΣΟ έφτασαν τα 30 εκατομμύρια δραχμές το χρόνο.
Η εύκολη όμως σκανδαλοθηρία γύρω από τη διοίκηση του ΑΣΟ δεν είναι κείνη που πρέπει να τραβάει απόλυτα την προσοχή των παραγωγών. Γιατί έτσι εντοπίζεται το ζήτημα στα πρόσωπα και χάνονται τα βαθύτατα αίτια. Δεν είνε ζήτημα προσώπων το ζήτημα της σταφίδας, είν;αι ζήτημα συστήματος. Μόνο όταν πέσει το εκμεταλλευτικό σύστημα θα γίνει ριζική διόρθωση. Με την αλλαγή των προσώπων τίποτα δεν πετυχαίνεται. Λίγος καιρός θα χρειαστεί για ν΄αποδειχθεί πως και τα νέα πρόσωπα κάνουν τα ίδια “λάθη” και τις ίδιες “ασχήμιες” με τα παληά.
Χρειάζεται λοιπόν ριζικό ξεκαθάρισμα του συστήματος του προστατευτικού, με το να περάσει η συγκέντρωση και η διαχείριση της σταφίδας στα χέρια των ιδίων των παραγωγών ολοκληρωτικά.
Και που ως να γίνει αυτό χρειάζεται α) ν’ απλοποιηθεί όσο μπορεί το σύστημα, β) να ελαφρυνθούν όσο μπορεί τα βάρη της σταφίδας που βγαίνει στο εξωτερικό, γ) να περιοριστούν όσο μπορεί τα περιττά έξοδα, δ) να καταργηθεί ο “προστατευτικός” οργανισμός ΑΣΟ και ν’ αντικατασταθεί με μια απλή επιτροπή “εκκαθαρίσεως δαπανών”. Ολα αυτά μπορούν να γίνουν αξιόλογα, όπως θα τ’ αποδείξουμε με τι ςπροτάσεις, που θα κάνουμε. Μα ας προχωρήσουμε τώρα στον πέμπτο συντελεστή του σταφιδικού προβλήματος, στο εμπόριο.
Το εμπόριο παρουσιάζεται συνήθως διεκδικώντας τίτλους τιμής και τίτλους υπηρεσιών απέναντι στο “εθνικό προϊόν”, που το παίρνει, το περιποιείται, το καθαρίζει, το ξεδιαλέγει, το συσκευάζει και το στέλνει στην κατανάλωση. Είνε το “τίμιον εμπόριον” και κανείς από κείνους που εξετάζουν το πρόβλημα της σταφίδας από “περιωπής” δε συλλογίζεται να το θίξει στις πολύτιμες “εθνικές” εκδουλεύσεις που προσφέρει.
Αν όμως κυττάξει κανείς τα πράγματα όξω από τις αστικές αυτές συμβατικότητες, δεν θ’ αργήσει να αποκαλύψει πως το ελληνικό σταφιδεμπόριο είνε ένα πολυπλόκαμο χταπόδι, που περισφίγγει και απομυζάει με χίλιους τρόπους τον παραγωγό και προ πάντων το φτωχό παραγωγό.
Ο ρόλος που παίζει το εμπόριο αρχίζει από το μπακάλη του χωριού που είνε ο τοκογλύφος, ο προμηθευτής του παραγωγού και ο τοπικός έμπορος της σταφίδας. Αυτός κρατώντας το φτωχό χωρικό αλυσσοδεμένο με τα δάνεια σε είδος και σε χρήμα, κλέβοντάς τον από χίλιες μεριές, στους λογαριασμούς, στα ζύγια, στην κυβεία των τιμών, εκβοάζοντας τον και ξεγελώντας τον, είνε τις περισσότερες φορές ένας αληθινός καρχαρίας για το φτωχό παραγωγό.
Αλλά και ο μεγάλος έμπορος, ο εξαγωγέας, δεν παίζει μικρότερο ρόλο σ΄αυτό το είδος της καταλήστεψης. Αυτός θα κερδοσκοπήσει με τι ςπροπωλήσεις και προαγορές, θα παίξει με τα δελτία, με τα προγνωστικά, με τις ψεύτικες ειδήσεις που θα θέσει σε κυκλοφορία, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια ψυχολογία πανικού και γενικά θα μεταχειρισθεί κάθε μέσο για να βάλει φτηνά στο χέρι τα δελτία του παρακρατήματος και τη σταφίδα.
Αλλά αυτός θα βλάψει και με άλλους τρόπους τη σταφίδα. Θα την βλάψει πρώτα έστω και αθέλητα με την αναρχία που επικρατεί στον καθαρά ατομικιστικό αυτόν κλάδο της οικονομίας, Ούτε ενιαία πολιτική τιμών μπορεί να εφαρμοστεί από το αναρχικό εμπόριο, όπου ο καθπένας πάει για λογαριασμό του, κυττάζοντας να φάει τους άλλους, ούτε ενιαία και συστηματική, ευκολολύγιστη και σκόπιμη πολιτική ανοίγματος νέων αγορών.
Μα εχτός απ’ αυτό, το εμπόριο θα κυττάζει να επωφεληθεί από όλα τα διάμεσα στάδια, όπου βρίσκεται η σταφίδα στα χέρια του. Από τη στιγμή που θα του παρουσιάσει ο παραγωγός το δείγμα, ως τη στιγμή που θα παραδώσει το προϊόν στο εξωτερικό, θα κυττάζει να επωφεληθεί ς’ όλα τα στάδια, στην εκτλιμηση της ποιότητος, στην τιμή εξαγοράς, στο ζύγι, στην επεξεργασία του προϊόντος, στο ανακάτεμα των ποιοτήτων για να ξεγελάσει τον αγοραστή, στην ανάμειξη ξένων υλών, στην παράδοση κατώτερης ποιότητας από κείνη που πούλησε. Ολα τούτα τ’ αμαρτήματα είναι γνωστό πως βαραίνουνε το ελληνικό εμπόριο και γι’ αυτό δεν είνε άδικη η κρίση αν πει κανένας, πως ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την υποχώρηση της σταφίδας στις ξένες αγορές την έχει το εμπόριο.
Το τι κερδίζει το εμπόριο σε θεμιτά και αθέμιτα κέρδη απ’ τη σταφίδα, δεν είνε εύκολο να βρεθεί και να δοθεί σε αριθμούς. Ωστόσο είνε βέβαιο πως με τους πιό μέτριους υπολογισμούς λενα 25-30% από την τιμή που απολαβαίνει η σταφίδα στο εξωτερικό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπαίνει στα χρηματοκιβώτια των εμπόρων αρχίζοντας από τον μπακάλη του χωριού και φτάνοντας ως το μεγαλοεξαγωγέα των Πατρών.