Η ελιά και το παραγόμενο λάδι στην περιοχή μας είναι αλληλένδετο με την επιβίωση των κατοίκων της, πολλές φορές και της προόδου της. Γυρνάμε πίσω στο χρόνο, την περίοδο της κυριαρχίας της σταφίδας, που η ελιά και το λάδι δεν ήταν παρά μόνο ένα συμπληρωματικό εισόδημα.
Το 1882 είναι μια πολύ δύσκολη οικονομικά χρονιά για την χώρα μας, ένα χρόνο δε μετά , τον Δεκέμβριο του 1883, θα επέλθει η χρεωκοπία , επί κυβερνήσεως Χ. Τρικούπη και το ιστορικό «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”.
Το απόσπασμα αυτό είναι προδημοσίευση από το νέο έργο μου «Η Άγνωστη Ιστορία των Γαργαλιάνων και της Τριφυλίας 1830 -1900», αφιερωματικό στους παραγωγούς μας που αυτή την περίοδο ζουν στους ρυθμούς ράβδου.
Ο τύπος την περίοδο αυτή παρουσιάζει έντονο το ενδιαφέρον του για την αγροτική οικονομία. Η Παλιγγενεσία, αριθ. φυλ. 5539 , 8 Δεκεμβρίου 1882 φιλοξενεί το ακόλουθο άρθρο και μάλιστα στην πρώτη σελίδα της. Είναι δε, μια εξαιρετική περιγραφή της ελαιοκαλλιέργειας και της οικονομικής αποτίμησής της, στην αναφερόμενη εποχή. Λεπτομέρειες που παραμένουν επίκαιρες, όσο ποτέ!
Ελαιών
«Πλησιάζομε εις το πέρας της συλλογής του ελαιοκάρπου, γενομένης μεθ΄ όλης της δραστηριότητας . Μικρόν δε μέρος αυτού προς συλλογή εναπομένει . Η έκθλιψη στα ελαιοτριβεία αυτού εξακολουθεί . Εκ ταύτης όμως παρατηρήθηκε, ότι δεν εξάγεται τόσον έλαιο, όσο άλλοτε, καθ΄ ότι ενώ άλλοτε 100 οκάδες ελαιοκάρπου παρήγαγαν περί τας 25 οκάδες ελαίου, ήδη παράγουν περί τας 20, ήτοι επί λιγότερο 5 τοις 100.
Η τιμή του ελαίου, τρέχει κατά τα μέρη αυτά , και άνευ ζητήσεως, αντί 85-90 λεπτών κατ' οκά ως εξάγεται επί των ελαιοτριβείων καθαρόν περί την δραχμή. Πόσον εξευτελίσθηκε το προϊόν τούτο ! άλλοτε ετιμάτο αντί 1κ ½ -2 δραχ. κατ' οκά , ότε η δραχμή είχε τριπλάσια περίπου δύναμη της σημερινής , ήδη τιμάται μόλις περί την δραχμή , την κατά τα 2/3 μείωση της αξίας της. Καθ΄ ότι άλλοτε έδιδε κάποιος στον εργάτη δ΄ ημερομίσθιο μία δραχμή , σήμερον δίδει τουλάχιστον τρείς. Μεγάλως όμως εις τούτο συνετέλεσα και η τριπλάσια περίπου υπερτίμηση, όλων των χρειωδών (αναγκαίων)του βίου.
Αλλά εκτός τούτου ο ελαιοκτήμων συνήθως παραχωρεί την συλλογή του ελαιόκαρπου εις άλλους, επί τον όρο του, να διανέμουν τον συλλεγόμενο καρπό εις δύο συνήθως , ίσα μερίδια . Κατά δε την συλλογή ο ελαιοσυλλέκτης ουδόλως φειδόμενος του ελαιόδεντρου, καθ΄ ότι ξένου, κτυπά αυτό ανηλεώς δι΄ επιμήκεων (μακρών) ράβδων, ραβδίζων ούτω και θραύων τους βλαστούς. Ούτως δε μετά εν, και συνήθως δύο και τρία έτη, πρέπει να περιμένει ο ιδιοκτήτης νέα ευφορία επί των ελαιόδενδρων του.
Εξετάσομε ήδη και τα ενταύθα κέρδη αυτού, κατά την γενομένη εις το ελαιοτριβείο έκθλιψη του ελαιοκάρπου, ο ιδιοκτήτης ελαιοκτήμων οφείλει να τροφοδοτεί τους ελαιοτρίβες, πολυφάγους συνήθως όντας, ως εκ της βραχείας εργασίας. Εκ δε του εκθλιβόμενου ελαίου λαμβάνουν ως δικαιώματα , το μεν ελαιοτριβείο 12 τ %, προσθέτως δε και ½ κατά την λήψη του δικαιώματος τούτου , ένεκεν της υπερχειλίσεως της λίτρας ( μέτρου 5 οκάδων ) κλπ. ήτοι 12 κ ½ , το δε δημόσιο 10 κ ½ και ο δήμος 2 , ήτοι εν όλω 25τ% , ήδη υπολογίσατε και την τροφοδοσία των ελαιοτριβέων. Τι μένει; Το ½ της όλης παραγωγής του καρπού λαμβάνει ο ελαιοσυλλέκτης, το ¼ δίνεται κατά την έκθλιψη δια δικαιώματα και 1/10 αναλογεί για τροφοδοσία των ελαιοτριβών ώστε έχομε ½ + ¼+ 1/10 = 68 /80 δηλ. επί 80 οκάδων δίνονται δι΄ όλα ταύτα 68 ήτοι μένουν στον ιδιοκτήτη οκάδες 12 , η εξ αναλογίας επί 100 οκάδων, εκκαθαρίζει να απομένει στον ιδιοκτήτη 15!
Παραλείπω τα έξοδα της καλλιέργειας του ελαιώνα, ήτοι της αροτριώσης, εκκαθαρίσεως των ελαιόδενδρων κτλ. τα οποία συνήθως γίνονται ουχί μόνον κατά το εύφορο έτος αλλά και κατ' αυτά τα άφορα.
Τούτου δε ένεκεν έχομε και ημείς ενταύθα, ως και εις τις λοιπές σταφιδοφόρους επαρχίες , κατ΄ έτος εκριζώσεις πολυπληθών ελαιώνων, μεταβαλλόμενων κατά προτίμηση εις σταφίδες και αμπέλους. Ως εκ τούτου και η πόλη ημών, θα παράγει εφέτος περί τας 5000 βαρέλας ελαίου , υπολογισμένης εκάστης αντί 48 οκάδων(*), ενώ άλλοτε εν ευφορία παρήγε περί τας 6000».
Η παραγωγή για την πόλη των Γαργαλιάνων αναμενόταν σε 307,68 τόνους λάδι!
(*)Στην Ελλάδα, η οκά αντιστοιχούσε σε 1282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος, οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876.