Δευτέρα, 17 Ιανουαρίου 2022 21:50

H Eλληνική Επανάσταση: Το διεθνές διπλωματικό πεδίο μέχρι τη Συνθήκη του Λονδίνου 

Γράφτηκε από τον

 Του Γιάννη Μπίρη

Στις 4 Απριλίου 1826 στην Αγία Πετρούπολη, σε ένα ιδιόμορφο bras de fer Αγγλίας και Ρωσίας υπογράφηκε μια συνθήκη, ένα πρωτόκολλο, που προέβλεπε την ανάληψη πρωτοβουλιών από τις δύο χώρες για την επίλυση των διαφορών που είχαν προκύψει από τον συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ της οθωμανικής Πύλης και των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά τις συνεννοήσεις των δύο Δυνάμεων, με το πρωτόκολλο «περί των υποθέσεων της Ελλάδος» που αυτές υπέγραψαν, ανελάμβαναν να προτείνουν στην Πύλη συνδιαλλαγή με τους Έλληνες, υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα αποτελεί «εξάρτημα» (dependence) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Έλληνες θα πληρώνουν σ’ αυτήν ετήσιο φόρο και θα αυτοδιοικούνται από αρχές που θα εκλέγουν αλλά στο διορισμό τους θα έχει λόγο και η Πύλη. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη σοβαρή κίνηση για την επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» που η ελληνική πλευρά, με το ς΄ μυστικό ψήφισμα, δεχόταν αμέσως, στις 12 Απριλίου κατά τη διάρκεια των εργασιών της πρώτης φάσης της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο, «…προς παύσιν του ολεθρίου πολέμου με έναν συμβιβασμόν αντάξιον των μεγάλων θυσιών και των πολλών αιμάτων, τα οποία εχύθησαν εις όλον το εξαετές διάστημα υπέρ της ελευθερίας…». Πλήρως εναρμονισμένη με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης και «υπάκουη» στα κελεύσματα των δύο Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική πλευρά διόρισε την «Επιτροπή της Συνελεύσεως» η οποία αναλάμβανε «…να διαπραγματευθή δια του εν Κωνσταντινουπόλει αγγλικού πρέσβεως κ. Κάννιγκ τον μεταξύ του Έθνους και της Οθωμανικής Πόρτας συμβιβασμόν με τον πλέον επωφελή τρόπον δια το Ελληνικόν Έθνος και ανταξίως των μεγάλων θυσιών…». Βέβαια στις 28 Δεκεμβρίου 1825, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είχε προηγηθεί συνάντηση και μυστική διαβούλευση του Stratford Canning με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Ύδρα, σταθμό του Άγγλου πρεσβευτή στο ταξίδι του για την ανάληψη των καθηκόντων του στην Κωνσταντινούπολη…

Όμως παρά το πρωτόκολλο, η Ρωσία θα μπορούσε, αν ήθελε, να κηρύξει μονομερώς τον πόλεμο στην Πύλη χωρίς να αδρανοποιηθούν οι αγγλικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτό. Μετά τη συμφωνία ο Άγγλος, τότε υπουργός εξωτερικών, George Canning άρχισε τις διπλωματικές πιέσεις στην Πύλη για την επίλυση του θέματος απειλώντας την με άμεση ανάκληση των πρεσβευτών και στη συνέχεια με μονομερή αναγνώριση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1826, η Ρωσία πρότεινε στους Άγγλους την αποστολή προξενικών αρχών στην Ελλάδα με σκοπό την εξάλειψη της εμφύλιας διχόνοιας και την προετοιμασία για ισχυρή κυβέρνηση, παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ από την Αίγυπτο. Με αυτές τις κινήσεις οι δυο σύμμαχες Δυνάμεις, χωρίς την κήρυξη πολέμου, θα έδειχναν στην Πύλη την αποφασιστικότητά τους για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Ουσιαστικά όμως, η ρωσική πρόταση ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας.

Την ίδια εποχή, από τις 18 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1826, ο George Canning  βρισκόταν στο Παρίσι σε μια προσπάθεια να μετατρέψει το διμερές πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης σε τουλάχιστον τριμερή  συνθήκη. Έτσι θα γεννιόταν μια νέα ευρωπαϊκή συμμαχία, χωρίς την Αυστρία του Metternich και κυρίως, υπό την ηγεσία της Αγγλίας. Ήδη οι σχέσεις της Αγγλίας με τις κυβερνήσεις των μελών της Ιερής συμμαχίας είχαν διαταραχθεί. Η κατοχή της Ισπανίας από τον γαλλικό στρατό έδωσε βάση στους απολυταρχικούς της Ισπανίας για να συνεργαστούν με τους αντίστοιχους Πορτογάλους για την κατάληψη της εξουσίας. Ο φόβος εμφυλίου πολέμου στην Πορτογαλία, ανάγκασε την αντιβασίλισσα της χώρας να ζητήσει, λόγω και των διακρατικών συμφωνιών τους, τη βοήθεια των Άγγλων. Ο George Canning, αιφνιδιάζοντας την Ευρώπη τον Δεκέμβριο του 1826, αποφάσισε την αποστολή στη Λισαβόνα έξι χιλιάδων στρατιωτών. Αυτή η κίνηση των Άγγλων ψύχρανε τις σχέσεις τους με τον τσάρο Νικόλαο, υποστηρικτή των απολυταρχικών καθεστώτων της Ευρώπης.

Τις ίδιες ημέρες, έξι μήνες μετά το ρωσο-αγγλικό πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, στις 7 Οκτωβρίου 1826, συνομολογήθηκε μια διμερής συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο κάστρο της πόλης Άκκερμαν στη Μαύρη θάλασσα. Ενώ αρχικά η συνάντηση στο Άκκερμαν αποσκοπούσε στην ερμηνεία της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812), κατέληξε να την τροποποιήσει τόσο πολύ, ώστε πρακτικά να την ακυρώσει και να οδηγήσει σε μια νέα συνθήκη. Αυτή η συνθήκη-τελεσίγραφο των Ρώσων προς την Υψηλή Πύλη ουσιαστικά ομαλοποιούσε τις συνοριακές σχέσεις των συμβαλλομένων ενώ επικύρωνε το καθεστώς των Ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας και της αυτονομίας της Σερβίας, χωρίς όμως να αγγίζει το θέμα των επαναστατημένων Ελλήνων. Η Τουρκία παραιτήθηκε από τα φρούρια της Μαύρης Θάλασσας και ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει τους Ρώσους υπηκόους που είχαν ζημιωθεί από τον πόλεμο. Επίσης η Τουρκία αναγκάστηκε να εξασφαλίσει την ελευθερία του εμπορίου και ουσιαστικά να δεχθεί όλες τις απαιτήσεις της Ρωσίας. Η Πύλη εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, αφού ο σουλτάνος Mahmud II είχε μόλις διαλύσει το σώμα των γενιτσάρων και βέβαια δεν ήθελε να ανοίξει ένα μέτωπο και με τους Ρώσους. Ο σουλτάνος πίστευε ότι το νέο στρατιωτικό σώμα, ο στρατός των εσκιντζήδων ή “Mansure”, το οποίο θα ετοίμαζε με όλες τις νέες πολεμικές τεχνικές, θα μπορούσε να πατάξει την Ελληνική Επανάσταση.

Ο τσάρος στο Άκκερμαν, δέχθηκε τον όρο ότι «…θα εγκατέλειπε εντελώς το Ελληνικό ζήτημα…» αφού γνώριζε ότι θα μπορούσε να αποδεσμευθεί εύκολα από αυτή του την υπόσχεση, λόγω της πρόσφατης υπογραφής με την Αγγλία του πρωτοκόλλου της Πετρούπολης. Με την υπογραφή και αυτής της συνθήκης στο Άκκερμαν, η Ρωσία είχε πλέον ισχυρό λόγο στη βαλκανική χερσόνησο. 

Στις 22 Νοεμβρίου 1826 κοινοποιήθηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις κυβερνήσεις Αυστρίας, Πρωσίας και Γαλλίας με πρόθεση την διεύρυνση της συμμαχίας. Οι μάσκες έπεσαν. Η Αυστρία του Metternich εναντιώθηκε στην ενδεχόμενη επέμβαση στα «δικαιώματα της Τουρκίας», η Πρωσία αρνήθηκε τη συμμετοχή της αφού μια τέτοια συμμαχία την άφηνε αδιάφορη ενώ η Γαλλία έγινε αμέσως μέλος αυτής της συμμαχίας. Οι μυστικές ενέργειες του Canning είχαν ευοδωθεί. 

Το διεθνές παρασκήνιο οργίαζε. Παρά την ψυχρότητα στις σχέσεις τους, λόγω του θέματος της Πορτογαλίας, οι Άγγλοι και οι Ρώσοι στις 24 Ιανουαρίου 1827, προχώρησαν σε κοινές προτάσεις διαμεσολάβησης στην Πύλη, με στόχο τη διακοπή των εχθροπραξιών που όμως απέβησαν άκαρπες. Στην Αγγλία, ο George Canning έγινε πρωθυπουργός. Στην Κωνσταντινούπολη, πρέσβης της Αγγλίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από το 1825 μέχρι το 1828, ήταν ο εξάδελφός του, Stratford Canning.

Την άνοιξη του 1827, επικεφαλής του ελληνικού στρατού ορίστηκε ο Ιρλανδικής καταγωγής Richard Church και του στόλου ο Άγγλος λόρδος Thomas Cochrane. Ήταν μια εμφατική, έμπρακτη απάντηση στην «αίτηση προστασίας» από την Αγγλία και κατά δεύτερο λόγο την Γαλλία, που είχε υποβάλλει η ελληνική κυβέρνηση στο τέλος Ιουλίου του 1825.

Ο πόλεμος στην Ελλάδα είχε αρχίσει να τραυματίζει σοβαρά την Πύλη και να δίνει υπόσταση σε ένα έθνος «δυσαρεστημένων και ανυπόληπτων εξεγερμένων», αποδυναμώνοντας την επιρροή της Αγγλίας και της Γαλλίας στα ανατολικά, δίνοντας μια αυξημένη εξουσία στη Ρωσία και την πολιτική της. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της Ρωσίας αποσκοπούσε στην υποταγή και την ταπείνωση της Πύλης με σκοπό να την ωθήσει να πέσει στην αγκαλιά της ή τουλάχιστον να μπεί υπό την προστασία της αυλής της Αγίας Πετρούπολης. Κάτι που βέβαια δεν επιθυμούσαν οι δύο δυτικοί εταίροι (Αγγλία και Γαλλία) αφού σε μια τέτοια περίπτωση η Ρωσία θα έβγαινε στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι για αυτούς, ήταν αυτοσκοπός η αποφυγή ενός ρωσο-τουρκικού πολέμου, που τότε φαινόταν πολύ πιθανός, αφού η επικράτηση των Ρώσων θα ανέτρεπε τις ισορροπίες.

Συνεπώς, η απόφαση για τη λύση του ‘Ελληνικού ζητήματος’ ήταν αναγκαία. Οι εξαντλημένοι από τον πόλεμο με τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ, αλλά κυρίως από τις εμφύλιες συρράξεις Έλληνες, δεν γνώριζαν για τις διπλωματικές ίντριγκες των «Μεγάλων Δυνάμεων» και έβλεπαν μόνο με ελπίδα τις κινήσεις των Άγγλων και των Γάλλων στην ξηρά και στη θάλασσα προσμένοντας πάντοτε τη βοήθεια από το ομόδοξο «ξανθό γένος από το βορρά». Ο ναύαρχος Thomas Cochrane, ο συνταγματάρχης Charles Nicolas Fabvier, ο πλοίαρχος Gawen William Hamilton, ο ναύαρχος Henri de Rigny, βοήθησαν στην άμυνα της Αθήνας από το 1826, μέχρι την απώλειά της τον Ιούνιο του 1827. Για τους Έλληνες δεν υπήρξαν στρατιωτικές επιτυχίες από την αγγλική διεύθυνση του Αγώνα. Αντίθετα, στο Φάληρο χάθηκε ο Καραϊσκάκης. 

Όμως, τί κι αν η Ελληνική Επανάσταση είχε πια περιοριστεί στην Αργολίδα και στα νησιά του Αργοσαρωνικού; Στις 6 Ιουλίου του 1827, το διπλωματικό παιχνίδι για τον έλεγχο του περάσματος για την Ανατολή έγινε πιο σκληρό. Οι τρεις «Μεγάλες Δυνάμεις», η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, υπέγραψαν στο Λονδίνο την «τριπλή συμμαχία». Η συμφωνία αυτή, ήταν βασισμένη στο αγγλο-ρωσικό πρωτόκολλο του 1826 της Αγίας Πετρούπολης με την προσχώρηση σε αυτό, τον Νοέμβριο και της Γαλλίας. Στην ουσία η καθεμία απ’ τις «Μεγάλες Δυνάμεις», δεν ήθελε να ελεγχθεί η ανατολική Μεσόγειος και το πέρασμα στα Δαρδανέλια, από τις άλλες δύο.

Στη συνθήκη του Λονδίνου, αναφερόταν ότι στην περίπτωση που η Πύλη δεν δεχόταν τη μεσολάβηση για την αποχώρηση του Ιμπραήμ από τον Μοριά, τότε οι τρεις σύμμαχοι θα έστελναν στην Ελλάδα προξένους, πράγμα που θα οδηγούσε σε επίσημη de facto αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Επίσης αν οι Τούρκοι απέρριπταν την εκεχειρία, τότε θα υπήρχαν κυρώσεις. Το κείμενο της συνθήκης αλλά και το πρόσθετο μυστικό άρθρο της, δημοσιεύτηκαν μετά από έξι ημέρες, την Πέμπτη 12 Ιουλίου, από τους Times του Λονδίνου!

Το πρόσθετο άρθρο της Συνθήκης του Λονδίνου.

Σε περίπτωση που η Οθωμανική Πύλη δεν αποδεχθεί εντός ενός μηνός τη Διαμεσολάβηση που θα της προταθεί, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν στα ακόλουθα μέτρα:

Εμπορικές σχέσεις που πρέπει να συναφθούν με την Ελλάδα σε περίπτωση τουρκικής άρνησης στη διαμεσολάβηση.

 

  1. Θα δηλωθεί στη Πύλη, από τους Αντιπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη, ότι οι ταλαιπωρίες και τα κακά που περιγράφονται στην παρούσα Συνθήκη, αποτέλεσμα της κατάστασης που επικρατεί επί έξι χρόνια στην Ανατολή και ο τερματισμός της που είναι στην ευχέρεια της Υψηλής Οθωμανικής Πύλης, φαίνεται να είναι ακόμη μακριά, επιβάλλουν στα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για τη δημιουργία σύνδεσης με τους Έλληνες. Εννοείται ότι αυτό θα γίνει με τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες και με την αποστολή και αποδοχή από αυτούς, για αυτόν τον σκοπό, Προξενικών Αντιπροσώπων, εφόσον υπάρχουν στην Ελλάδα αρχές ικανές να υποστηρίξουν τέτοιες σχέσεις.

 

Μέτρα που πρέπει να λάβουν οι Συμμαχικές Δυνάμεις σε περίπτωση μη τήρησης της ανακωχής.

 

  1. Εάν, εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας του ενός μηνός, η Πύλη δεν αποδεχθεί την ανακωχή που προτείνεται στο άρθρο I της παρούσας Συνθήκης ή εάν οι Έλληνες αρνηθούν να την εκτελέσουν, οι Υψηλές Συμβαλλόμενες Δυνάμεις θα δηλώσουν σε οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη προτίθεται να συνεχίσει τις εχθροπραξίες ή και προς τους δύο εάν είναι απαραίτητο, ότι οι εν λόγω Υψηλές Δυνάμεις σκοπεύουν να ασκήσουν όλα τα μέσα ανάλογα με τις περιστάσεις για τον συνετισμό τους, με σκοπό την επίτευξη των άμεσων αποτελεσμάτων της ανακωχής που επιθυμούν να επιτύχουν, αποτρέποντας, στο μέτρο του δυνατού, κάθε σύγκρουση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών και κατά συνέπεια, αμέσως μετά την προαναφερθείσα δήλωση, οι Υψηλές Δυνάμεις θα καταβάλουν από κοινού όλες τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν τον σκοπό μιας τέτοιας ανακωχής, χωρίς ωστόσο να λάβουν μέρος στις εχθροπραξίες μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών. Αμέσως μετά την υπογραφή του παρόντος πρόσθετου άρθρου, οι Υψηλές Συμβαλλόμενες Δυνάμεις θα διαβιβάσουν, με συνέπεια, στους Ναυάρχους που διοικούν τις αντίστοιχες μοίρες τους στο Λεβάντε, οδηγίες υπό όρους σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που δηλώθηκαν παραπάνω.

 

Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση άρνησης της Οθωμανικής Πύλης.

 

III. Τέλος, εάν, αντίθετα με κάθε προσδοκία, τα μέτρα αυτά δεν αποδειχθούν επαρκή για την υιοθέτηση των προτάσεων των Υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών από την Οθωμανική Πύλη ή εάν, από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες αρνηθούν τους όρους που ορίζονται υπέρ τους, από τη σημερινή Συνθήκη, οι Υψηλές Συμβαλλόμενες Δυνάμεις θα συνεχίσουν, ωστόσο, να επιδιώκουν το έργο της ειρήνευσης, στις βάσεις στις οποίες έχουν συμφωνήσει και κατά συνέπεια, εξουσιοδοτούν, από αυτήν τη στιγμή τους Αντιπροσώπους τους στο Λονδίνο, να συζητήσουν και να καθορίσουν τα μελλοντικά μέτρα που μπορεί να καταστεί απαραίτητο να ληφθούν. Το παρόν πρόσθετο άρθρο θα έχει την ίδια ισχύ όπως αν είχε εισαχθεί, λέξη προς λέξη, στη Συνθήκη της σημερινής ημέρας. Θα επικυρωθεί και οι Επικυρώσεις θα ανταλλάσσονται ταυτόχρονα με αυτές της εν λόγω Συνθήκης. Σε μαρτυρία των ανωτέρω οι αντίστοιχοι Πληρεξούσιοι υπέγραψαν ισότιμα και έθεσαν σ' αυτήν τις σφραγίδες των όπλων τους.

 

Έγινε στο Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου, του έτους του Κυρίου μας, 1827.

 

(L. S.) DUDLEY.

(L. S.) LE PRINCE DE POLIGNAC.

(L. S.) LIEVEN.