Χρέος και καθήκον επιβεβλημένο σε κάθε επέτειο της επανάστασης του 1821 είναι να μνημονεύουμε δοξαστικά τις μεγάλες μορφές της επανάστασης, τους ήρωες που πρωταγωνίστησαν στα σπουδαία γεγονότα της και το όνομά τους γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις σελίδες της εθνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής, ιστορίας μας. Χρέος και καθήκον επιβεβλημένο, ωστόσο, είναι αποδίδουμε τιμή και στους «ανώνυμους» ήρωες, στο μεγάλο πλήθος των αγωνιστών του ’21, που χωρίς τη σύμπραξή τους οι μεγάλοι και γνωστοί θα ήταν ενδεχομένως άγνωστοι. Την δράση και την προσφορά αυτών των «ανώνυμων» αγωνιστών συνήθως δεν την διασώζουν οι γραπτές πηγές, την διατηρεί όμως η λαϊκή μνήμη, οι κατά τόπους προφορικές παραδόσεις και θρύλοι και προπάντων τα δημοτικά τραγούδια.
Ανάμεσα στους ακαταπόνητους ερευνητές και μελετητές της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου μας, που συναισθανόμενοι το εθνικό χρέος τους, αφιέρωσαν την ζωή τους στην προσπάθεια να βγάλουν από την αφάνεια και την «ανωνυμία» τους ξεχασμένους ήρωες και να αναδείξουν την συμβολή της ιδιαίτερης πατρίδας τους στην εθνική μας ιστορία, συγκαταλέγεται και ο Βασίλης Στυλ. Σταυρόπουλος (1923-1989), ερευνητής της μεσσηνιακής ιστορίας και λαογραφίας, και ιδιαιτέρως της περιοχής των Κοντοβουνίων (Ιθώμης) και της λεγόμενης Άνω Μεσσηνίας, καθώς και της Τριφυλίας, ο οποίος επί σειρά ετών κατέγραφε δημοτικά τραγούδια, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια, τα αφιερωμένα σε άγνωστους - για πολλούς - ήρωες, πρόσωπα και μορφές που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου μας.
Στο παρόν δημοσίευμα παρουσιάζεται το μοιρολόγι «Του Λια Κορμά» που αποθησαυρίζεται στην ανέκδοτη, μέχρι σήμερα, συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Βασ. Στυλ. Σταυρόπουλου. Στο μοιρολόγι οι «πέντε συνυφάδες», γυναίκες πέντε αδελφών, θρηνούν τον εθνομάρτυρα αγωνιστή του ’21 χιλίαρχο Ηλία Κορμά από το χωριό Κεφαλληνού των Κοντο-βουνίων, δηλ. της Ιθώμης (σήμ. Δήμου Μεσσήνης), ο οποίος ακολούθησε τον Παπαφλέσσα και βρήκε ηρωικό θάνατο στο Μανιάκι την 1η Ιουνίου 1825. Μαζί του βρήκε ηρωικό θάνατο και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Κορμάς, εκατόνταρχος, ενώ διασώθηκε ο άλλος αδελφός του Γεώργιος Κορμάς. Το μοιρολόγι παρουσιάζεται όπως καταγράφηκε από τον Βασ. Στυλ. Σταυρόπουλο σε δύο παραλλαγές: η πρώτη από στόματος Γεωργίου Δαβίλλα (Ζερμπίσια, Ιανουάριος 1968) και η δεύτερη από στόματος Παναγιώτη Πονηρού (Λούμι ή Ρεματιά, 30-11-1968):
Του Λια Κορμά
α’ παραλλαγή
Πάρτε, βουνά, την καταχνιά, πάρτε την κατσιφάρα,
να βγω ψηλά στον Μαγγλαβά, στον Άγιο Λια τη ράχη.
Για ν’ αγναντέψω και να δω ψηλά τα Καψαλώνια,
για να ακούσω κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια
από τις Κορμέισες, τις πέντε συννυφάδες,
πώς κλαίνε και πώς θλίβονται και πώς μαλλοτραβιώνται.
Οι δύο κλαίνε το πρωί και τρεις το μεσημέρι
και κειν’ το κοντοδειλινό κλαίνε κι οι πέντε αντάμα.
β’ παραλλαγή
Πάρτε, βουνά, την καταχνιά, πάρτε την κατσιφάρα,
να βγω ψηλά στον Άγιο Λια κι αγνάντια στο Βουρκάνο, για ν’ αγναντέψω τα χωριά, όλη τη Μεσσηνία.
Να δω το ‘ρημο Κεφαλληνού, τις Κεφαλληνοπούλες πώς κλαίνε και πώς θλίβονται οι δόλιες και βρυχιώνται. Βγαίνουν ψηλά στα διάσελα, ψηλά στα Καψαλώνια συν δυο, συν τρεις το πρωί κι άλλες το βράδυ βράδυ. Πού ‘σαι, Κορμά μου χίλιαρχε, μ’ ούλα τα παλληκάρια που στο Μανιάκι πέσατε για την ελευθεριά μας.
Δεν μπορεί να μείνει άνθρωπος ασυγκίνητος από το παραπάνω μοιρολόγι, που αναπαριστά τον συνεχή και γοερό θρήνο των πέντε συννυφάδων. Μαζί τους μοιάζει να θρηνούν οι ράχες και τα ρουμάνια του χωριού που δόξασε με την παλληκαριά του ο ήρωας χιλίαρχος Ηλίας Κορμάς, αλλά και τα αδέλφια του. Το όνομά του, που τραγούδησε τόσο επάξια η λαϊκή μούσα, διατηρήθηκε μέχρι σήμερα και αξίζει να φροντίσουμε ώστε να διατηρηθεί χαραγμένο στην εθνική συλλογική μνήμη, ως παρακαταθήκη για τις γενιές που μας ακολουθούν.