Τρίτη, 30 Ιουλίου 2024 20:58

Η αγγειοπλαστική παράδοση στην περιοχή της Κορώνης

Η αγγειοπλαστική παράδοση στην περιοχή της Κορώνης

 

Λέγεται ότι ο μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στο χωριό Βουνάρια. Η περιοχή υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο.

Τα εργαστήρια των χειροποίητων αγγείων λειτουργούσαν εποχιακά από τα μέσα Απριλίου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Για το λόγο αυτό, οι κατασκευαστές νοίκιαζαν παλιά κτίσματα (αποθήκες) ή ελαιοτριβεία που δεν λειτουργούσαν την περίοδο αυτή. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρχαν τουλάχιστον δέκα εργαστήρια σε κάθε χωριό. Για τα Βουνάρια, ίσως υπήρχαν και τριάντα καμίνια την εποχή του Μεσοπολέμου. Στα Βουνάρια λειτουργούσαν εργαστήρια κατασκευής αγγείων και κεραμικών με τη χρήση τροχού, ενώ στο Χαρακοπιό έπλαθαν με τα χέρια.

Τα πιθάρια ήταν περιζήτητα λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας, η οποία οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού κατασκευής τους. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας, και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως κατά τη βίαιη μετακίνησή τους. Η μεταφορά των πιθαριών στα χωριά και στους τόπους αγοράς ήταν συχνά προβληματική, καθώς δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι. Έτσι, κάθε στενωσιά, τοίχος ή κορμός δέντρου αποτελούσε κίνδυνο, από τον οποίο προήλθε η παροιμιώδης έκφραση: "Όλοι φοβούνταν το Θεό κι ο πιθαράς τον τοίχο". Τα κορωναίικα πιθάρια ονομάζονταν έτσι σε πολλά μέρη, ενώ στην Κρήτη τα αποκαλούσαν Κορωνιούς, ίσως επειδή τα φόρτωναν από την περιοχή της Κορώνης. Τα πιθάρια στοιβάζονταν στην "ομαλή" της Κορώνης, περιμένοντας να φορτωθούν στα πλοία που περνούσαν ανοιχτά της Κορώνης, και έτσι τα βάφτισαν Κορωναίικα.

Τους πιθαράδες τους συναντάμε και στην κοινότητα Χαρακοπιού, όπου υπήρχαν πάνω από 15-20 συντροφιές που εργάζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες, με επέκταση στους οικισμούς Πετριάδες, Βουνάρια, Κόμποι, και άλλες τρεις μικρότερες στο Αϊδίνι, στην Γκορτζόγλη και στις Κατινιάδες.

Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών, η εξαίρετη ποιότητα χώματος (άργιλος), που η εξόρυξή του γινόταν στις θέσεις Λιβαδάκια και Σκλαβηκό, δυτικά της Κορώνης, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού, και η τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.

Πιθάρια σήμερα δεν φτιάχνει κανένας. Οι παλαιοί αγγειοπλάστες που ήξεραν την τέχνη δεν ζουν πια. Την τέχνη την ξέρουν λίγοι, οι οποίοι ασχολούνται με την κεραμική. Σήμερα, κανένα καμίνι δεν καίει πλέον.

Η διαδικασία κατασκευής των πιθαριών στην αρχαιότητα

Η κατασκευή των πιθαριών στην αρχαιότητα ήταν μια διαδικασία που απαιτούσε δεξιότητα και γνώση των υλικών και τεχνικών. Η διαδικασία κατασκευής τους περιλάμβανε διάφορα στάδια.

Ο πηλός που χρησιμοποιούσαν για τα πιθάρια έπρεπε να είναι εξαιρετικής ποιότητας, και χωρίς ακαθαρσίες. Οι τεχνίτες εξόρυτταν τον πηλό από ορύγματα που άνοιγαν σε πλαγιά λόφου ή άλλες πηγές, και στη συνέχεια τον καθάριζαν και τον ανακάτευαν με νερό μέχρι να αποκτήσει την επιθυμητή σύσταση.

Ο πηλός πλάθονταν είτε με το χέρι είτε με τη βοήθεια κεραμικού τροχού. Οι τεχνίτες δημιουργούσαν αρχικά τον πυθμένα του πιθαριού και στη συνέχεια προσέθεταν πηλό σταδιακά, πλάθοντας τα τοιχώματα του πιθαριού. Τα πιθάρια ήταν συνήθως μεγάλα και μπορούσαν να φτάσουν σε ύψος τα δύο μέτρα ή και περισσότερο.

Σε πολλές περιπτώσεις, τα πιθάρια κατασκευάζονταν από ξεχωριστά τμήματα, τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους. Αυτό επέτρεπε τη δημιουργία μεγάλων δοχείων χωρίς τον κίνδυνο παραμόρφωσης κατά τη διάρκεια του πλασίματος.

Μετά τη μορφοποίηση, τα πιθάρια έπρεπε να στεγνώσουν σταδιακά. Αυτή η διαδικασία γινόταν σε σκιερό και προστατευμένο χώρο για να αποφευχθεί το ράγισμα λόγω απότομης ξήρανσης.

Όταν τα πιθάρια ήταν πλήρως στεγνά, ψήνονταν σε καμίνι σε υψηλές θερμοκρασίες. Τα καμίνια είχαν σχήμα θολωτού κώνου και τα έχτιζαν από πλίθες ζυμωμένες με άχυρο ή φύκια. Όλη την επιφάνεια του καμινιού, μέσα και έξω, την επίχριζαν με λάσπη από τζαρόχωμα πλάθοντάς την με άχυρο, στεγανοποιώντας έτσι τη θερμοκρασία. Την ειδικότητα του ψήστη, που ήταν και υπεύθυνος για το πότε έπρεπε να σταματήσουν τη φωτιά και πότε να κλείσουν τις μπούκες του καμινιού, τη γνώριζαν λίγοι, κυρίως οι ίδιοι οι τεχνίτες πιθαράδες, από πείρα και αντίληψη. Το ψήσιμο σταθεροποιούσε τον πηλό και του έδινε την ανθεκτικότητα και την αδιαπερατότητα που ήταν απαραίτητες για την αποθήκευση υγρών και τροφίμων.

Πολλά πιθάρια ήταν διακοσμημένα με μοτίβα ή επιγραφές. Η διακόσμηση αυτή μπορούσε να γίνει είτε πριν το ψήσιμο, με εγχάρακτα ή ζωγραφιστά σχέδια, είτε μετά, με τη χρήση χρωμάτων και επιπλέον ψησίματος. Αυτά που έμπαιναν για δεύτερη φορά στο καμίνι τα ονόμαζαν δίπυρα. Συνήθως ήταν μικρά, δηλαδή τρίχερα, λιμπιά, πιθαρόπουλα και κάθε αγγείο το χρησιμοποιούσαν για να παστώνουν χοιρινό κρέας, αλλά και τυρί, ελιές, λάδι, τουρσί κ.ά. Αντίθετα, αυτά που έβαζαν νερό δεν ήταν δίπυρα. Τα μονόπυρα έπρεπε να «ποτίζουν», δηλαδή να ιδρώνουν, έτσι ώστε το νερό τους να ήταν πάντα κρύο και δροσερό. Τα πιθάρια, ανάλογα με τη χωρητικότητά τους, είχαν και την ονομασία τους. Το πιθάρι των 30-40 οκάδων το ονόμαζαν πιθαρόπουλο, μέχρι 60 οκάδες «μπομπάκι», λίγο πιο μεγάλα μπόμπες. Από 80-150 οκάδες ήταν η τζιάρα, και από 150 μέχρι 400 οκάδες ήταν τα γνωστά χοντροζούναρα πιθάρια.

Η διαδικασία κατασκευής των πιθαριών απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευση, και οι τεχνίτες που ασχολούνταν με αυτό το έργο ήταν ιδιαίτερα πολύτιμοι στην κοινωνία.

[Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού Περικόπιο]