Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου 2025 20:51

100 χρόνια αδιαφορία

Γράφτηκε από τον

100 χρόνια αδιαφορία

Του Ηλία Μπιτσάνη

Το ρεπορτάζ για την προπολεμική Καλαμάτα ολοκληρώνεται με μια σειρά από προβλήματα της πόλης. Και διαβάζοντας αιφνιδιάζεται κανένας για τον εντοπισμό προβλήματος το οποίο παραμένει άλυτο. Για την ακρίβεια συνειδητοποιεί ότι έχει ιστορία ενός αιώνα και λύση δεν φαίνεται ούτε στον επόμενο. Γιατί απλώς ο φάκελος έχει τεθεί στον ευμεγέθη φοριαμό που γράφει απέξω «αδιαφορία».

Πάμε λοιπόν στην ιστορία για διαπιστώσουμε ότι η υπηρεσία καταβρέγματος και η πυροσβεστική ήταν υπηρεσίες συνδεόμενες με το νερό αυτονοήτως αλλά και με τις καταβρεκτήρες ως έλλειψη υποδομής. Οι οποίες κουβαλούσαν νερό περιφερόμενες στους χωμάτινους δρόμους τα καλοκαίρια (η χαρά των παιδικών μας χρόνων) και επιστρατεύονταν να σβήσουν τις πολύ συχνές εκείνη την περίοδο αστικές πυρκαγιές: «Η υπηρεσία καταβρέγματος και η πυροσβεστική υπηρεσία των Καλαμών καθίσταται ανέφικτος δια της υπάρξεως δύο μόνον καταβρεκτήρων. Πολλάς φοράς εις περιπτώσεις πυρκαγιάς, αλλά και κατά το κατάβρεγμα, έχει καταδηλωθή η ανεπάρκεια αύτη. Είναι απαραίτητος λοιπόν η ταχίστη προμήθεια και τρίτου καταβρεκτήρος-αυτοκινήτου του οποίου η δαπάνη δέον να υπολογίζεται εις 600 χιλιάδας δραχμών». Η επισήμανση "καταβρεκτήρος-αυτοκινήτου" έχει να κάνει με το γεγονός ότι τότε οι καταβρεκτήρες ήταν ιππήλατες.

Και ακολουθεί το άλυτο… αιωνόβιο πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από αυτό του νεκροταφείου που είχε ήδη γεμίσει και το ρεπορτάζ θέτει το ζήτημα της επέκτασης όπως και… δημοτικής νεκροφόρας. Μακάβριο θέμα αλλά και οι κεκοιμημένοι… έχουν δικαιώματα: «Υπάρχει και ζήτημα Νεκροταφείου, εις τας Καλάμας. Και εδώ οι κεκοιμημένοι ήρχισαν να… ασφυκτιούν συνεπεία των νέων… ενοίκων. Αναγκαία λοιπόν η επέκτασις του νεκροταφείου, δια την οποίαν υπάρχει ευτυχώς χώρος. Ακόμη κρίνεται απαραίτητος η κατασκευή οστεοφυλακίου εις το οποίον θα ρίπτωνται τα οστά των κεκοιμημένων εκείνων οι οποίοι λησμονηθέντες από τους οικείους των, ουδέποτε ανεζητήθησαν και εξακολουθούν κατέχοντες παρανόμως πολύτιμον χώρον. Προέχει επίσης το ζήτημα της προμήθειας μιάς συγχρονισμένης αυτοκινήτου νεκροφόρου δια να τεθή μια και καλή τέρμα εις την αναχρονιστικήν εκείνην συνήθειαν να παρελαύνουν οι νεκροί δια των οδών της πόλεως και μάλιστα μέχρι πρότινος… ασκεπείς!».

Δύο ημέρες αργότερα δημοσιεύεται στη «Σημαία» επιστολή με την οποία εκφράζεται η διαφωνία με την επέκταση και τίθεται το ζήτημα της μεταφοράς σε άλλο σημείο, κάτι το οποίο είχε ανακινηθεί από το 1925 όταν δήμαρχος ήταν ο Σάλμας. Προτείνεται μάλιστα και θέση στην οποία ο ιδιοκτήτης παραχωρούσε και το χώρο αλλά και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (ανατολική πόλη) για να δημιουργηθεί νέο νεκροταφείο: «Ο συνεργάτης σας κ. Αποστολόπουλος θίγων διάφορα τοπικά ζητήματα, δεν ελησμόνησε και το νεκροταφείον μας συστήσας την επέκτασίν του. Ας μου επιτραπή να φρονώ ότι δεν υφίσταται ζήτημα επεκτάσεως Νεκροταφείου, αλλά κυρίως ζήτημα ιδρύσεως και δευτέρου Νεκροταφείου έξω της πόλεως. Διότι το υπάρχον νεκροταφείο ευρισκόμενον σχεδόν εντός της πόλεως, εκμηδενίζει την αξίαν των γειτονικών κτημάτων και γηπέδων, παρακωλύον την επέκτασιν της πόλεως προς ανατολάς. Επί δημαρχίας του κ. Σάλμα η «Σημαία» είχεν ανακινήσει το ζήτημα της μεταφοράς του Νεκροταφείου εις την περιοχήν του Αγ. Κωνσταντίνου του Ζαχαράκη. Ενθυμούμαι μάλιστα ότι ο μακαρίτης ο Ζαχαράκης έστερξε να δωρήση τον ναόν του Αγίου Κωνσταντίνου και την περιοχήν του εις τον Δήμον, αν επρόκειτο να ιδρυθή εκεί Νεκροταφείον. Ατυχώς μερά την λήξιν της δημαρχοντίας του κ. Σάλμα, ο Δήμος δεν επωφελήθη της προσφοράς του Ζαχαράκη και το ζήτημα εναυάγησε. Αλλά τούτον δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να γίνη τώρα η μεταφορά του εις την αυτήν θέσιν. Εχω την γνώμην ότι ο Δήμος θυσιάζων 150-200 χιλιάδας δραχμών, θα εξαγοράσει τον πέριξ του Αγ. Κωνσταντίνου χώρον, τον οποίον εντός πενταετίας θα διαρρυθμίση και θα περιβάλη δια τοίχου δια των χρημάτων του σημερινού νεκροταφείου. Υποθέτω ότι προς την άποψιν ταύτην δύναται να συνταχθή και ο Δήμος διότι εάν εξακολουθήση η επέκτασις του υπάρχοντος Νεκροταφείου δεν θα βρη λογαριασμόν ο Δήμος».

Το ίδιο θέμα είχε θέσει η εφημερίδα ακριβώς 5 χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1934. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο παρεμβάσεων η υπόθεση επέκτασης της πόλης προς τα ανατολικά όπου υπήρχαν πολλά διαθέσιμα οικόπεδα γύρω από το νεκροταφείο αλλά η λειτουργία του ήταν αποτρεπτικός παράγοντας για την οικοδόμηση. Η οποία έγινε κάτω από την οικιστική πίεση της μεταπολεμικής περιόδου και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα: «Το Δημοτικό Συμβούλιο απησχολήθη προχθές με τον προϋπολογισμόν του νεκροταφείου. Δεν έχομεν λόγους ν’ αμφιβάλλωμεν ότι η διαχείρησίς του είναι πιστή και ευσυνείδητος. Αλλ’ έχομεν την γνώμην ότι αι εισπράξεις έπρεπε να διατίθενται δι’ άλλον σκοπόν. Η σημερινή θέσις του νεκροταφείου δεν είναι η προσήκουσα. Το σημερινόν νεκροταφείον ευρίσκεται εντός της πόλεως. Είναι λοιπόν αναγκαίον να μετατοπισθεί εκείθεν και να γείνη νέον νεκροταφείον. Η ανάγκη νέου νεκροταφείου είναι από πολλού χρόνου ενδεδειγμένη και έπρεπε σοβαρώς ν’ απασχολήσει το δημοτικόν σώμα. Τα νεκροταφεία εντός των πόλεων αποτελούν μίαν κολοσσιαίαν ανορθογραφίαν. Αι σημεριναί του εισπράξεις είναι τοιαύται, ώστε θα ήταν δυνατόν να εχρησιμοποιούντο δια την αγοράν του αναγκαίου χώρου προς εγκατάστασιν νέου νεκροταφείου. Τριακόσιαι χιλιάδαι δραχμών ετησίως, καταλλήλως διατεθειμέναι θα ήσαν αρκεταί ώστε και ο χώρος να εξευρεθεί και η διαμόρφωσίς του να συντελεσθή και Ναός νέος ν’ ανεγερθεί. Η ίδρυσις νέου νεκροταφείου, ενώ θ’ απήλλασε την πόλιν από ενός θεάματος θλιβερού, ταυτοχρόνως θα παρείχεν την ευκαιρίαν, όπως η πόλις κατοικηθή εις τα ωραιότερα και υγιεινότερα αυτής σημεία. Τώρα οι πέριξ του νεκροταφείου χώροι είναι αχρησιμοποίητοι. Το δημοτικόν συμβούλιον έχει καθήκον ν’ αποβλέψη μετά προσοχής εις την άποψιν την οποίαν υποστηρίζομεν και να υιοθετήση την γνώμην της μεταφοράς του νεκροταφείου. Ο Δήμος δεν έχει να υποστή καμμίαν θυσίαν. Η μεταφορά θα γίνη δια των σημερινών πόρων του νεκροταφείου, ο δε σήμερον χρησιμοποιούμενος χώρος προς ταφήν των νεκρών θα μεταβληθεί προϊόντος του χρόνου εις ένα θαυμάσιον πάρκον. Εμπρός λοιπόν κ. δήμαρχε! Ηγηθείτε μιας τοιαύτης κινήσεως και είμεθα βέβαιοι ότι θα προσφέρετε μιαν μεγάλην υπηρεσίαν εις την πόλιν». Η πρόταση περιλάμβανε και την μετατροπή του νεκροταφείου σε πάρκο, θέμα το οποίο επανήλθε στο προσκήνιο το 1978 με τις υποσχέσεις του υπό το Σταύρο Μπένο συνδυασμού «Αλλαγή» προς τους κατοίκους της περιοχής. Φθάσαμε τη δεκαετία του 1980 για να τεθεί πάλι το ζήτημα αυτή τη φορά επί εδάφους καθώς χωροθετήθηκε ως τέτοιος αυτός του πεδίου βολής. Και παραμένει έτσι χωρίς καμία προοπτική κατασκευής νεκροταφείου καθώς ο τόπος αποδείχθηκε απρόσφορος, καμία δημοτική αρχή δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια υλοποίησης του σχεδίου και όπως λέμε, μετά από 100 χρόνια είμαστε «στο μηδέν» παρότι «έχει ανάψει κόκκινο» εδώ και δεκαετίες.

Ο Αποστολόπουλος στο ρεπορτάζ εντόπιζε τα προβλήματα αλλά και τη μικρή χρηματοδότηση για να αντιμετωπιστούν αλλά και τα αναλόγους… μεγέθους έσοδα από την τοπική φορολογία: «Δια να θεραπευθούν όμως όλαι αι ανωτέρω ανάγκαι, αι οποίαι όσον μικραί και αν φαίνονται, δια μίαν πόλιν συγχρονισμένην, είνε ουσιώδεις, απαιτούνται χρήματα, απαιτούνται υπηρεσίαι κατάλληλοι. Και τα χρήματα ταύτα, παρά το γεγονός ότι τα έσοδα του Δήμου ηυξήθησαν εσχάτως κατά τρία εκατομμύρια, δεν υπάρχουν. Η αύξησις των προσόδων εκ της φορολογίας ωνίων και εμπορευμάτων και η επιβολή ενίων ακόμη φορολογιών, επέφερεν ενίσχυσιν του εισοδήματος του Δήμου. Αλλ’ αι ανειλημμέναι ήδη υποχρεώσεις αι οποία βαραίνουν τον δημοτικόν προϋπολογισμόν, δεν του επιτρέπουν χειρονομίας αι οποίαι εν τούτοις είνε αναγκαιόταται. Ούτε άλλως τε την ανάλογον υπηρεσίαν έχει ο Δήμος. Ενας οργανισμός τεράστιος, ως η ύδρευσις, ευρίσκεται εις χείρας υπαλληλίσκων αναρμοδίων, χωρίς μηχανικόν. Ενας μηχανικός με πενιχράν σχεδόν αμοιβήν είνε αδύνατον να εξαρκέση εις τας τεραστίας ανάγκας ενός Δήμου οίος ο Καλαμών. Αλλοι Δήμοι, μικρότεροι ίσως των Καλαμών, έχουν την ευχέρειαν να διαθέτουν πολυτελές προσωπικον το οποίον αρκεί δι’ όλας των τας ανάγκας. Ο Δήμος όμως των Καλαμών, δεν έχει την ευχέρειαν αυτήν, διότι δεν έχει τους απαιτουμένους πόρους. Ανέκαθεν δε ηδικήθη από το Κράτος. Εις πεντακοσίας μόνον χιλιάδας ετησίως ανέρχεται η προς τον Δήμοων Καλαμών κρατική επιχορήγησις, έναντι επιχορηγήσεως 2 εκατομμύριων η οποία παρέχεται προς τον Δήμον Πατρέων. Αι 500 εν τούτοις αυταί χιλιάδες δεν αντιπροσωπεύιυν ουδέ πολλοστημόριον των όσων οικονομικών ωφελημάτων απολαμβάνει το κράτος από την πόλιν των Καλαμών, της οποίας η κίνησις του λιμένος και η άλλη εν γένει παραγωγή δεν είναι ουδόλως δευτερευούσης σημασίας. Ανάγκη λοιπόν πάσα, δια να δυνηθή ο Δήμος των Καλαμών να καλύψη στοιχειώδεις ελλείψεις αι οποία εκθέτουν καταφώρως τον πολιτισμόν της πόλεως και να αποδυθή εις την εκτέλεσιν ενός ευρύτερου αναδημιουργικού δια την Μεσσηνιακήν πρωτεύουσαν προγράμματος, να τύχη μεγαλυτέρας κρατικής μερίμνης και γενναιωτέρας ενισχύσεως».

Και με τις επισημάνσεις αυτές κλείνει το ρεπορτάζ για να θυμίσει με το δικό του τρόπο ότι είναι ανοιχτά ακόμη τα ζητήματα των οικονομικών της αυτοδιοίκησης για να αντιμετωπιστούν βασικά προβλήματα των πόλεων και των χωριών. Αλλά και η πλήρης εξάρτηση από τις επιλογές και… προτιμήσεις της εξουσίας που διανέμει χρήματα και προγράμματα κατά βούληση.

[Στη φωτογραφία η Καλαμάτα γύρω στα 1940 από λήψη της «Λουφτβάφε». Στην αριστερή πλευρά το νεκροταφείο που αποτυπώνει φωτογραφικά την απουσία οικοδόμησης γύρω από αυτό που περιγράφεται στα κείμενα της εποχής – Φωτογραφία από δημοπρατήριο στο διαδίκτυο].