Δευτέρα, 16 Ιουνίου 2025 21:25

Η προϊστορική Μεσσηνία (β΄μέρος)

Γράφτηκε από τον

Η είσοδος της Καταβόθρας στη Χώρα

Η είσοδος της Καταβόθρας στη Χώρα Η είσοδος της Καταβόθρας στη Χώρα

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Η Καταβόθρα στη Χώρα

Όμως σαράντα περίπου χρόνια πριν το PRAP, το 1955, είχε γίνει από τον Σπύρο Μαρινάτο ανασκαφική έρευνα στην Καταβόθρα στη Χώρα. Το υπόγειο σπήλαιο περιγράφεται ως μεγάλου μήκους, με αλλεπάλληλους ακανόνιστους κυκλικούς θαλάμους, διαμέτρου έως και 10 μέτρων, τα «αλώνια». Η ανασκαφή ξανάφερε στο φως κεραμική των νεότερων Νεολιθικών χρόνων, δηλαδή από το 5300 π.Χ. μέχρι το 4500 π.Χ. καθώς και πλούσια ευρήματα της νεολιθικής εποχής καθώς και της εποχής του χαλκού. Εκεί εντοπίστηκε και η αρχαιότερη ομάδα κεραμικής της νεότερης Νεολιθικής εποχής στη Μεσσηνία αλλά και τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο.

Ο Μαρινάτος περιγράφει:
«Η πρώτη ολιγοήμερος φάσις των ανασκαφών ημών έσχεν ως αντικειμενικόν σκοπόν την προκαταρκτικήν έρευναν μιάς σπηλαιώδους καταβόθρας, κειμένης εντός της κωμοπόλεως Χώρας. Επειδή ο πέριξ χώρος ήτο πυκνώς κατοικημένος κατά την Μυκηναϊκήν εποχήν και επειδή είναι δυνατόν η Παλαίπυλος νά συνεκέντρωνε περί εαυτήν τους Μυκηναϊκούς μύθους, μεταφερθέντας είτα εις την παραλιωτέραν Πύλον του Νηλέως, θά ήτο δυνατόν τό σπήλαιον τούτο νά είναι το του μύθου, ένθα ο Ερμής απέκρυψε τάς βόας του Απόλλωνος. Το σπήλαιον του Κορυφασίου είναι απλή ευρεία κοιλότης, ένθα ουδέ ασπάλακες θα ηδύναντο να κρυβώσιν αποτελεσματικώς, και μάλιστα όταν ο διώκτης ήτο ο Απόλλων».
Και αφού η προσπάθεια για την εξερεύνηση του σπηλαίου τότε δεν απέδωσε, λόγω της υγρασίας και της λάσπης των επιχώσεων, ο Μαρινάτος συνεχίζει:
«Είς τα ανώτερα στρώματα της επιχώσεως ταύτης εύρομεν Ελληνιστικήν κεραμεικήν, ήτις όμως είναι πιθανόν ότι εισέδυσε μετά του χώματος του παρασυρομένου υπό των βροχών. Είς τά βαθύτατα όμως στρώματα, αριστερά τω εισερχομένω, ένθα τα ξηρότερα χώματα επέτρεψαν νά φθάσωμεν μέχρι του πυθμένος, ευρέθησαν δεκάδες τινές οστράκων, άτινα ασφαλώς είναι προϊστορικά…
…. Τα όστρακα είναι χειροποιήτου καπνιστής κεραμεικής. Τα τοιχώματα είναι μελανά ή μελανά έσωθεν και υπέρυθρα έξωθεν, εύθραυστα και πηλού ακαθάρτου. Τινά έχουσι μαστοειδείς αποφύσεις, δύο δε τεμάχια, πηλού ερυθρού, φαίνονται ως πλαστικαί διακοσμήσεις…
…. Οι υπόγειοι κευθμώνες (κρύπτες), κατά τους εντοπίους πάντοτε, απέδωκαν προ ετών και τεμάχια χαλκού, ων ήτο λεπίς ξίφους ή μαχαίρας».

Ο Σπύρος Μαρινάτος, σχετικά με την σπηλιά που ο Ερμής έκρυψε τα κλεμμένα βόδια, «βλέπει» και μια άλλη εκδοχή. Η σπηλιά που θα μπορούσε να χωρέσει και να κρύψει τόσα βόδια είναι η Καταβόθρα στη Χώρα:

«…. θά ήτο δυνατόν τό σπήλαιον τούτο νά είναι το του μύθου, ένθα ο Ερμής απέκρυψε τάς βόας του Απόλλωνος. Το σπήλαιον του Κορυφασίου είναι απλή ευρεία κοιλότης, ένθα ουδέ ασπάλακες θα ηδύναντο να κρυβώσιν αποτελεσματικώς, και μάλιστα όταν ο διώκτης ήτο ο Απόλλων».

Αυτή η πρόταση του Σπύρου Μαρινάτου μας αναγκάζει να «δούμε» κι εμείς σήμερα ως πιθανή αυτή την εκδοχή. 

Η είσοδος της Καταβόθρας, σχεδόν καταχωμένη σήμερα, βρίσκεται μέσα στη Χώρα, στην οδό Αριστομένη Κοκκέβη. Τα ευρήματα του 1955 είναι ιδιαίτερα σημαντικά αφού αποτελούν την αρχαιότερη ομάδα κεραμικής της νεότερης Νεολιθικής εποχής στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο.

Η ανασκαφή του Σπύρου Μαρινάτου στην Καταβόθρα, ήταν προκαταρκτική (δοκιμαστική) και ολιγοήμερη. Αυτή έγινε από τις 18 μέχρι και τις 20 Ιουλίου 1955, στο πλαίσιο του προγράμματος των Ανασκαφών Πύλου. Με βάση τις καταγραφές η ανασκαφή περιορίστηκε στο «επίγειο κοίλωμα» και έφθασε σε απόσταση περίπου 15 μέτρων από το στόμιο του σπηλαίου, χωρίς να επιτευχθεί όμως η αποκάλυψη της εισόδου για το κάτω σπήλαιο.

Λίγο αργότερα, το 1962, ο Μαρινάτος στο λύμα «Πύλος.» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, (Συμπλήρωμα Δ': 287-292) σημειώνει σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή του μυκηναϊκού ανακτόρου του Εγκλιανού, χωρίς όμως να αναφερθεί ειδικά στην Καταβόθρα, ότι εντόπισε «ἴχνη τοῦ ἀνθρώπου […] ἐκ τῆς ὑστάτης Νεολιθικῆς περιόδου».

Μετά τη γρήγορη, διερευνητική ανασκαφή του Σπύρου Μαρινάτου, υπάρχουν αρκετές αναφορές για το σπήλαιο από τους Α.Κ. Ορλάνδο (1956), G. Daux (1956), W.A. McDonald και R. Hope Simpson (1961) που αναγνωρίζουν ότι τα κεραμικά ευρήματα ανήκουν στη Νεολιθική περίοδο.

Τα ευρήματα του σπηλαίου αναλύθηκαν και αργότερα από τους Δημήτριο Θεοχάρη (1973), W.W. Phelps (1975), Γεώργιο Κορρέ (1981). Ο Γεώργιος Λώλος από το 1994 μέχρι το 2004 χαρακτήρισε την Καταβόθρα ως τοποθεσία των προχωρημένων Νεολιθικών χρόνων και μία από τις δεκαπέντε σπουδαιότερες ιστορικές-αρχαιολογικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής της Χώρας– Εγκλιανού– Τραγάνας– Κορυφασίου. Από όλες αυτές τις αναφορές φαίνεται ότι η συστηματική διερεύνηση και ανασκαφή της Καταβόθρας στη Χώρα με τη συμβολή ειδικευμένων σπηλαιολόγων είναι αναγκαία.

Ρωμανός

Πάνω σε ύψωμα κοντά στο χωριό Ρωμανός, από το 2007 μέχρι το 2010, στην έκταση που προοριζόταν για την ΠΟΤΑ Ρωμανού, έγιναν σωστικές ανασκαφές αφού εκεί βρέθηκε εξαιρετικά εκτεταμένος οικισμός της εποχής του Χαλκού (πρωτοελλαδική περίοδος Ι και ΙΙ) που στα βόρεια φτάνει μέχρι τον ποταμό Σέλα ενώ τα ανατολικά και νότια όριά του είναι ασαφή. Ο πρωτοελλαδικός οικισμός καλύπτει μια έκταση τουλάχιστον 40 στρεμμάτων και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος της εποχής του στη Μεσσηνία.

Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο και υπεύθυνο της ανασκαφής, Δρ. Jörg Rambach:

«…Εντυπωσιακή είναι η οργάνωση του οικισμού, με τις ευρύχωρες κατοικίες, που έχουν ορθογώνια κάτοψη και προσανατολισμό από ΝΔ-ΒΑ. Διακρίνονται επίσης δρόμοι, πηγάδια με λίθινη επένδυση, εργαστήρια, αποθήκες, οικίες, καθώς και μία θέση, η οποία πολύ πιθανόν να συνδέεται με τελετές ή γιορτές στο πλαίσιο κάποιας λατρείας…».
Ο οικισμός είναι εξαιρετικά οργανωμένος, με κατοικίες, δρόμους πηγάδια αλλά και ένα εργαστήριο χαλκού. Αυτή η εγκατάσταση του χυτηρίου του χαλκού είναι μοναδική για την Πελοπόννησο της 3ης χιλιετίας π.Χ. Σε τμήμα αυτού του εργαστηρίου γινόταν και επεξεργασία οψιδιανού.
Εκτός του πρωτοελλαδικού οικισμού, το 2009 βρέθηκε στην έκταση, συλημένος από την αρχαιότητα, μυκηναϊκός θολωτός τάφος με τουλάχιστον έξι ταφές. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα:
…«Για τον θολωτό τάφο προβλεπόταν η κατασκευή ενός μόνιμου στεγάστρου, το οποίο θα επέτρεπε στο μέλλον την πρόσβαση και την επίσκεψη του μνημείου. Με απόφαση του ΥΠΠΟΤ του 2011 και αυτό το μνημείο θα διατηρηθεί σε κατάχωση και δεν θα είναι πλέον ορατό».

Ο τεράστιος αριθμός των εργαλείων αλλά και των αντικειμένων από οψιδιανό που βρέθηκαν στον προϊστορικό οικισμό επισημαίνει τις εμπορικές συναλλαγές του με αντίστοιχους οικισμούς των Κυκλάδων.

 

Ο καταποντισμένος οικισμός της Μέσης εποχής του Χαλκού στη Μεθώνη

Υποβρύχια ευρήματα από τον καταποντισμένο οικισμό της Μέσης εποχής του Χαλκού στη Μεθώνη

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στον όρμο Μεθώνης, μπροστά στο δημοτικό κάμπινγκ, σε βάθος από δυόμισι μέχρι πεντέμισι μέτρα, εντοπίστηκαν στον βυθό σε μια έκταση περίπου εκατόν είκοσι στρεμμάτων, ερείπια που θα μπορούσαν να αφορούν ολόκληρο οικισμό. Οι τοίχοι των κτηρίων φτάνουν σε ύψος τις πέντε σειρές απλής ή και διπλής, σχεδόν ακατέργαστης λιθοδομής. Ένα εντυπωσιακό εύρημα ήταν ένας τοίχος, χτισμένος σας ψαροκόκαλο, στα δυτικά ενός μεγάλου κυκλικού οικοδομήματος. Μετά την αρχική έκπληξη, από το 1993 μέχρι το 1999, ακολούθησε αρχαιολογική έρευνα με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Ηλία Σπονδύλη.

Ο γεωλογικός μηχανισμός της καταβύθισης του οικισμού αλλά και η χρονολόγησή του, ήταν από τα σημαντικότερα ζητήματα. Ο τρόπος της κατάρρευσης των κτηρίων του οικισμού και η ανάλυση των καταπλακωμένων σε αυτά αγγείων, συνηγορούν υπέρ της σεισμικής αιτιολογίας της καταστροφής. Η μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων οδηγεί στην μέση εποχή του Χαλκού, δηλαδή από το 1990 π.Χ. μέχρι το 1650 π.Χ. Ο τρόπος του απότομου καταποντισμού του οικισμού, τον άφησε αλώβητο από μεταγενέστερες αλλοιώσεις.

Η ανακάλυψη και αρχαιολογική έρευνα της θέσης του καταποντισμένου οικισμού, που καταστράφηκε λόγω σεισμικής δράσης, προκαλεί για τη συνέχιση της έρευνας που αναμένεται να αποδώσει σημαντικές πληροφορίες για τη μέση εποχή του Χαλκού αφού αυτός ο οικισμός είναι ο πρώτος αυτής της εποχής που ανασκάπτεται υποβρυχίως στην Ελλάδα. Ένα τμήμα του οικισμού που δεν βυθίστηκε και λίγα ανάλογα υπολείμματα θεμελίων κτηρίων, έμειναν πάνω στο Χελωνάκι, το μικρό νησί κοντά στην ακτή. Το ύψος του νησιού αλλά και το βάθος του καταποντισμένου οικισμού δείχνουν το σύνολο της γεωλογικής μεταβολής στον όρμο της Μεθώνης.


 Βιβλιογραφία:

-Κατερίνα Θεοδωρακοπούλου, Παλαιολιθική κατοίκηση στην νοτιοδυτική Μεσσηνία, Θέματα αρχαιολογίας, 2020, 4(2), σ. 182-195.

-Αρχαιολογικό Δελτίο 54 (1999) Σελ 1025

- Αρχαιολογικό Δελτίο 55 (2000) Σελ. 1225

-Μαρινάτος, Σ. 1955. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:245-255.