Οι ιστορίες με το σχέδιο πόλης στην Καλαμάτα είναι πολλές και πάντα έχουν ένα ενδιαφέρον σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι καλαματιανοί το σχεδιασμό και το μέλλον της πόλης. Η «χωροστάθμησις της πόλεως» συζητήθηκε το Μάιο του 1900 στο δημοτικό συμβούλιο με εισήγηση του μηχανικού Π. Μοσχίδη. Αμέσως εκδηλώθηκαν αντιδράσεις και ξεκίνησε μια συζήτηση. Η εφημερίδα «Φαραί» στο φύλλο της 20/5/1900 αρχίζει να δημοσιεύει ανωνύμως ένα «υπόμνημα». Όπως γράφει η εφημερίδα «απετάθημεν εις σπουδαίον συμπολίτην μας, εγκυκλοπαιδικωτάτης μαθήσεως, εμβριθή εις τας σκάψεις και τας γνώμας αυτού, και από σκοπιάς πάντα μελετώντα τα πράγματα. Ο συμπολίτης μας δε ούτος, θετικού πνεύματος άνθρωπος, και από μακρού χρόνου εκπατρισμού και αγάπης προς την πόλιν μας, μελετών μετά ζήλου και εμπεριστατωμένως τας δαφόρους ανάγκας αυτής και τον τρόπον της δυνατής βελτιώσεως, ευηρεστήθη δια της κατωτέρω επιστολής να διονυχίση το επίμαχον ζήτημα της πόλεως». Και για να δικαιολογήσει την ανωνυμία γράφει «του οποίου η μετριοφροσύνη μας επιβάλει ν’ αποσιωπήσωμεν το όνομα αυτού».
Ο αρθρογράφος αναφέρεται στην ανάγκη εκτέλεσης έργων κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις με αιχμή κατά του επί τρεις (όχι διαδοχικές) θητείες δημάρχου Πέτρου Μαυρομιχάλη. Πρώτη από αυτές η οικονομική δυνατότητα του δήμου, δεύτερη η πλήρης μελέτη, τρίτη η σύνταξη προϋπολογισμού. Ενώ προσθέτει ότι τα έργα μπορούν να γίνουν από τον δήμο, ιδιώτες ή και επιτροπές κατά το πρότυπο της Λιμενικής μιας και το έργο του λιμανιού ήταν σε πλήρη εξέλιξη:
«Δεν ήτον ανάγκη να προβληθή εν τω υπομνήματι η απορία αν υπάρχη και δευτέρα γνώμη, ότι η πόλις Καλαμών έχει ανάγκην απόλυτον εκτελέσεως σπουδαίων έργων, διότι τούτο επεζήτησαν πάντοτε αι Καλάμαι, ατυχώς άνευ επιτεύξεως του ποθουμένου, τούτο επροκάλεσεν την αντικατάστασιν της επί μακρά έτη μη ανταποκριθείσης εις τον πόθον τούτον προηγουμένης δημοτικής αρχής, τούτο φέρεται ως πανθομολογούμενον εν τω υπομνήματι αυτώ, Ο σκοπός όμως των έργων τούτων δεν είνε η εξυγίανσις της πόλεως των Καλαμών, ήτις ευτυχώς κατέχει ίσως τα σκήπτρα μεταξύ των παραλίων πόλεων της Ελλάδος, υπό υγιεινήν έποψιν λόγω της αρίστης φύσεως και της εδαφικής συστάσεώς της, όσον η εξυπηρέτησις αμέσως και ουχί εμμέσως της αυτοπροσώπου αυτής παραστάσεως ως πόλεως ή μάλλον ειπείν, της ανθρωπίνης εν αυτή διαβιώσεως των κατοίκων της.
Δεν ήτον λογική συνέπεια ότι οφείλομεν να επιζητώμεν εκτέλεσιν έργων αναλόγων των μέσων, και ουχί τοιούτων απαιτησόντων μεγάλας δαπάνας πέραν της επαρκείας μας, καθόσον σκληρά ανάγκη χρηματική επιβάλει τούτο, να προβώμεν κατά τμηματικήν κλίμακα και βαθμιαίως εις την εκτέλεσιν των αναγκαίων έργων. Ούτως ουχί λύσις προβλήματος σοβαρού επιτευχθήσεται, αλλά στοιχειώδους καθήκοντος εκτέλεσις, όπερ καθήκον επιβάλλει μάλιστα, ως αρχόμενοι είπομεν, ότι εκείθεν πρέπει να αρχίσωμεν, τουτέστι να γνωρίσωμεν δια σοβαράς μελέτης την οικονομικήν κατάστασιν του Δήμου. Της δ’ εκτελέσεως των έργων τούτων πρέπει αναποφεύκτως να προταχθή ουχί μόνον η σύνταξις πλήρων επιστημονικών λεπτομερεστάτων μελετών, αίτινες βεβαίως πάντοτε συνοδεύονται υπό ακριβών, κατά το εν Ελλάδι σύστημα, προϋπολογισμών δαπανών, αλλά κυρίως έπρεπε να έχη ήδη διατυπωθεί πλήρες σχέδιον, ουχί εν χάρτη αλλ’ εν διανοία εξανθρωπισμού της πόλεως και των περιχώρων, τόσον δι’ έργων απ’ ευθείας υπό του Δήμου επιχειρηθησομένων, όσον και δια τοιούτων εκχωρηθησομένων τυχόν εις εταιρίας ή επιμεληθησωμένων δι’ ειδικών επιτροπών, κατ’ απομίμησιν της επί του λιμένος τοιαύτης».
Ο αρθρογράφος διαφωνεί με τις παρεμβάσεις στο κάστρο και κάτω από αυτές (διανοίξεις με απαλλοτριώσεις όπως μπορούμε να καταλάβουμε) και αντιπαραβάλει την πρόθεση αυτή με το γεγονός ότι η Ζαν και Ρος παρανόμως κατασκεύαζε το εργοστάσιο «εις τον οφθαλμόν της πόλεως» όπως έγραφε (πριν λίγες ημέρες είχα ανακοινωθεί διακοπή εργασιών από το υπουργείο Εσωτερικών). Ενώ θεωρεί ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους νέους συνοικισμούς της πόλης όπου «εκεί είναι η ζωή και το μέλλον». Μια αξιοπρόσεκτη παρατήρηση για την πραγματικότητα στην πόλη που ασφυκτιά, αλλά δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν αναφέρεται στους συνοικισμούς που είχαν δημιουργηθεί (όπως το Αβραμιού για παράδειγμα) ή για τις συστάδες αυθαιρέτων που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται: «Τι θέλετε προς το φρούριον να κατατρίψητε τον χρόνον σας και να πληρώση ο Δήμος εις σχέδια εκεί, όσα δεν αξίζει (με συγχωρείτε δια την υπερβολήν) όλος εκείνος ο συνοικισμός, όταν εις τον οφθαλμόν της πόλεως αφίνεται να οικοδομήται βιομηχανικόν κατάστημα, όπερ επί αιώνας ίσως όλους θα επιδρά επιβλαβώς επί πάσης αποπείρας βελτιώσεως της πόλεως, και τούτο εναντίον του νόμου του απαγορεύοντος πάσαν οικοδομικήν εργασίαν εντός ακτίνος 500 μέτρων από την τελευταίαν γραμμήν σχεδίου της πόλεως; Τι θέλετε προς το φρούριον, όταν εις το κέντρον της πόλεως και εν ταις συνοικισμοίς, πας οικοδομών δημιουργή και μάιν τροποποίησιν σχεδίου;
Τι θέλετε προς το φρούριον όταν κατά την διετίαν, καθ’ ην εσείς θα μελετάτε εκεί, οι νέοι συνοικισμοί θα εξακολουθήσωσι στρεβλούμενοι απελπιστικώς.
Ας αφεθή λοιπόν ήσυχος ο συνοικισμός των περί το φρούριον και κάτω τούτου, ας αφεθή ήσυχον το πλείστον της παλαιάς πόλεως, διότι ούτε χρήματα υπάρχουσι δια τοιαύτας πολυτελείας, ούτε, και αν υπήρχον, συνέφερε να δαπανηθώσιν όσα θα απήτει έστω και διόρθωσις τις μόνον του λαβυρίνθου του πλείστου της πόλεως, και ας στραφή πάσα προσοχή προς τους νέους συνοικισμούς. Εκεί είνε η ζωή, εκει είνε το μέλλον της πόλεως και ουχί εις τα περί τους πύργους του Βιλαρδουίνου.
Παντού της γης αι παλαιαί πόλεις αφέθησαν εις την τύχην τους, αφ’ού πρότερον διεσχίσθησαν δια τινω οδών ή λεωφόρων λόγω δημοσίας ευταξίας ή αερισμού, εστράφη δε πάσα προσοχή εις τους νέους συνοικισμούς. Τούτο λοιπόν πράξετε και σεις, αν δύνασθε και θέλετε να κάμητε το γενναίον, και μη κατατρίβεσθε εις αναθεωρήσεις νεκροταφείων και ερειπίων. Τούτο έπρεπε να έχητε ήδη μελετήσει, και να έχητε καταστρώσει εν γενικώ σχεδίω βλετιώσεων των της πόλεως, και είτα να σκεφθήτε περί του σχεδιαστικού χάρτου. Τούτο έπρεπε να έχητε συλλάβει εν τω δια επιτοπίου μελέτης των αναγκών της πόλεως και περιχώρων, και όχι να νομίζητε ότι δια της σημειώσεως επί χάρτου των λεπτομερειών του περί το φρούριον ή του νεκροταφείου λαβυρίνθου θα δυνηθήτε να πείσετε τον κόσμον των Καλαμών ότι θα βελτιωθή η οικτρά κατάστασις του τόπου».
Αμέσως μετά θέτει το πρόβλημα του Νέδοντα, οι πλημμύρες του οποίου καθιστούν απαγορευτική την επέκταση του σχεδίου. Ενώ ασκεί κριτική για τις προβλέψεις του σχεδίου που είχε παρουσιάσει ο Μοσχίδης για την ύδρευση της πόλης από του Λαδά: «Πως σκέπτεσθε και ομιλίτε περί χωροσταθμίσεως της πόλεως, χωρίς προηγουμένως να σταθεροποιηθή η κοίτη του χειμάρρου, όστις εκάστοτε δια των προσχώσεών του θα μας εξαναγκάζη να εποικοδομώμεν τοίχους επί τοίχων προφυλακτηρίων, και συνεπώς να επιχώνωμεν τα χθαμηλώτερα μέρη της πόλεως εφ’ ών θα απειλείται υπερχείλισης των υδάτων τους; Αφήσατε λοιπόν προσωρινώς τας περί χωροσταθμίσεως μελέτας, και εξασφαλίσατε την πόλιων από τον επικείμενον κίνδυνον τον εκ του χειμάρρου, δια σοβαράς μελέτης και εκτελέσεως προς τούτο έργων.
Πως συζητείτε περί υδρεύσεως της πόλεως και ζητείται 10 χιλιάδες δραχμών δια μελέτας προς τούτο, αφ’ ού ως μηχανικός του Δήμου, από μηνών ουδεμίαν προμελέτην παρουσιάζετε περί του δυνατού ή μη της υδρεύσεως υπό τε μηχανικήν και οικονομικήν έποψιν, και περί του μέρους ένθεν θα προσλάβητε το προς τούτο ύδατα, όπως πρότερον εξετασθή η ποιοτητης αυτών;
Πως προσδιορίζετε, μη παρουσιασθείσης προμελέτης, αποφθεγματικώς ότι αι μελέται γενήσονται επί μήκους 25 χιλιομέτρων μέχρι Λαδά Αλαγωνίας, χωρίς προηγουμένως να προερευνηθή μήπως η φύσις έλαβε πρόνοιας να οδηγήση τα προς τούτο ύδατα πολύ εγγύτερον, σχεδόν εις τα πρόθυρα των Καλαμών, και μήπως μόνον συμπλήρωσις του έργου της φύσεως απαιτήται, χωρίς να αναγκαιοί τοσούτον υδραγωγείον, ούτινος αι προς κατασκευήν και συντήρησιν δαπάναι είνε δια την σημερινήν κατάστασιν του Δήμου υπέρογκοι;
Που θα έπρεπε να αποβλέψητε δια την ύδρευσιν της πόλεως θα γράψωμεν άλλοτε».
Και κατέληγε με τις προτάσεις του: «Αλλ’ ίσως θελήσει τις να μάθη πως εγώ εννοώ ότι δύναται να βελτιωθή η οικτρά κατάστασις της πόλεως, και πως δέον να βαδίσωσι τα πράγματα.
Πάσης ανάγκης της πόλεως δέον, ως και αρχόμενος είπον, να προηγηθή σοβαρά μελέτη της οικονομικής καταστάσεως και δυνάμεως του Δήμου, και εκκαθάρισις, ούτως ειπείν, της θέσεώς του, διότι τότε μόνον βελτιουμένης της πίστεώς του, υπάρχει ελπίς να προθυμοποιηθώσι τα κεφάλαια να συντρέξωσι το έργον του εξανθρωπισμού της πόλεως δια την εκτελέσεως των αναγκαίων είτε δια παροχής δανείων είτε δι’ αναλήψεως επωφελών επιχειρήσεων υπό εταιριών εν τω τόπω, διότι δεν πιστεύω να υπάρχη τις νομίζων ότι εις την σημερινήν κατάστασιν θα φανώσι πρόθυμα τα κεφάλαια ή αι εταιρίαι να προσφερθώσιν. Αι δε ανάγκαι του Δήμου δέον να ταξινομηθώσιν ούτως.
1) Καθαριότης
2) Εξασφάλισις εκ του χειμάρρου, ύδρευσις, φωτισμός της πόλεως
3) Σχέδιον α) Εκπόνησις σχεδίου νέων οικισμών β) βελτίωσις παλαιάς πόλεως.
4) Συγκοινωνία προς τα χωριά του Δήμου και
5) Εξωραϊσμός εσωτερικώς
6) Εξωραϊσμός εξωτερικός».
Το κείμενο είναι πολύ μεγαλύτερο και υπάρχουν τμήματα στα οποία ο αρθρογράφος ασκεί κριτική για την ασάφεια στην πρόταση που έχει κατατεθεί και στο υψηλό κόστος όπως εκτιμούσε. Επί της ουσίας αναδεικνύει μια άλλη πλευρά των αντιθέσεων γύρω από το σχέδιο πόλης. Οι οποίες άλλοτε είχαν ιδιοτελή αφετηρία λόγω ιδιοκτησιών και άλλοτε ξεκινούσαν από μια διαφορετική αντίληψη σχετικά με τον προς τα πού θα επεκταθεί η πόλη. Και αυτήν παρουσιάζει ο αρθρογράφος: Αντί για τεράστιες επεκτάσεις, σχέδια πόλης στους δημιουργούμενους συνοικισμούς και εξασφάλιση συγκοινωνίας με την πόλη.
[Στη φωτογραφία: Πλατεία 23ης Μαρτίου το 1898, τσολιάδες και φραγκοντυμένοι την εποχή της μετάβασης]