Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015 09:04

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 15o)

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 15o)

Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

 

ΜΕΘΩΝΗΣ

Μεθώνη ή Μοθώνη

Κωμόπολη της Δυτικής Μεσσηνίας, της οποίας η ιστορία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κατά τον Παυσανία πήρε το όνομα από τον βράχο που αποτελεί νοητή προέκταση της ξηράς προς το απέναντι νησί και πάνω του έχει κτιστεί το Μπούρτζι. Ο βράχος αυτός ονομαζόταν Μόθωνη λίθος. Το όνομα Μοθώνη εντοπίζεται σε αρχαία νομίσματα της πόλης. Το αρχαιότερο όνομα ήταν Πήδασος που αναφέρεται από τον Ομηρο ως «αμπελόεσσα» και το έβδομο «ευ ναιόμενο πτολίεθρο» που προσφέρθηκε από τον Αγαμέμνονα στον ορισμένο Αχιλλέα. Το όνομα Μοθώνη δόθηκε μετά τον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο, όταν η πόλη παραχωρήθηκε στους Ναυπλιείς, και διατηρήθηκε και μετά την ανεξαρτησία της Μεσσηνίας, το 369 π.Χ. Τότε οχυρώθηκε η πόλη που διέθετε ναό της ανεμώτιδος Αθηνάς και ιερό της Αρτέμιδος.

Στην περίοδο του Βυζαντίου ήταν έδρα Επισκοπής, αλλά στο πέρασμα των αιώνων η περιοχή παρήκμασε καθώς το λιμάνι της έγινε άντρο πειρατών. Το 1125 μ.Χ. καταστρέφεται από το βενετσιάνικο στόλο λόγω της παρενόχλησης των εμπορικών πλοίων από τους πειρατές. Πέρασε στους Φράγκους και το 1209 παραδόθηκε στους Ενετούς. Το 1500 καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και την περίοδο από το 1686 μέχρι το 1715 πέρασε πάλι στους Ενετούς. Από τότε μέχρι και τις 23 Σεπτεμβρίου 1828, όταν στην κωμόπολη έφθασε το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μαιζώνα, βρισκόταν και πάλι στην κυριαρχία των Τούρκων.

Πάνω στο θαλάσσιο δρόμο η Μεθώνη, για πολλούς αιώνες αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίου για τη Μεσόγειο και γνώρισε εποχές μεγάλης ακμής. Αναφέρεται σε ελληνικούς και ξένους πορτολάνους ως ένα από τα πλέον γνωστά στους ναυτικούς σημεία της περιοχής, ενώ την επισκέφθηκαν κατά καιρούς πολλοί ξένοι περιηγητές που κατέγραψαν την κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα σε αυτή, ήδη από τον 17ο αιώνα.

Η ιστορική της πορεία καταγράφεται σε ένα πλήθος μνημείων με κορυφαίο το Κάστρο της που ήταν από τα σημαντικότερα της Μεσογείου.

ΜΕΛΙΣΣΟΠΥΡΓΟΥ

Μελισσόπυργος

Σύμφωνα με το σκεπτικό της ονοματοθεσίας που έγινε το 1996, πρόκειται για «πύργο του 900 μ.Χ. της οικογένειας των Μελισσηνών που δεν υπάρχει πια και που ευρίσκετο στη θέση του ναού της Ζωοδόχου Πηγής». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το όνομα σε δρόμο της περιοχής.

Πρόκειται για μια αναπόδεικτη ιστορική παραδοχή, η οποία έχει τις ρίζες της στην εποχή των Ορλωφικών και σε αναφορές ορισμένων ιστορικών για τη μάχη που έγινε στο «Μελίπυργο».

Εν προκειμένω αυτός που ασχολείται με την ιστορία του Νησιού έχει να αντιμετωπίσει δύο ζητήματα: Το πρώτο έχει να κάνει με την οικογένεια των Μελισσηνών και το δεύτερο με το σημείο που έγινε η μάχη κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών.

Οσον αφορά την οικογένεια των Μελισσηνών θα πρέπει να αναφέρουμε ότι επρόκειτο για μια οικογένεια βυζαντινών φεουδαρχών με τεράστια περιουσία και στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον Αγησ. Τσελάλη, οι Μελισσηνοί καταγράφονται ως μια από τις οικογένειες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο σύμφωνα με χρυσόβουλο του 1082 του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού (σχεδόν 200 χρόνια αργότερα από την εποχή που τοποθετεί την κατασκευή κάστρου η απόφαση ονοματοθεσίας). Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και τις αρχές του 13ου αιώνα όταν η Φράγκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, ο Θεόδωρος Μελισσηνός ήταν δεσπότης της Μεσσηνίας. Με την κάθοδο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Πελοπόννησο το 1427, σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Μίλλερ, μεταβιβάστηκε σε αυτόν η διοίκηση των

μεγάλων κτήσεων της οικογένειας των Μελισσηνών και μεταξύ αυτών της περιοχής του Νησιού. Οι Μελισσηνοί της Πελοποννήσου μετά την άλωσή της από τους Τούρκους, έφυγαν για την Κρήτη και επανήλθαν αργότερα στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον Αγ. Τσελάλη, οι Μελισσηνοί μετά τα μέσα του 16ου αιώνα «σήκωσαν στην Πελοπόννησο επανάσταση με 25 χιλιάδες πεζούς και 3 χιλιάδες ιππείς. Δύο χρόνια πολέμησαν με δικές τους δαπάνες, ζητώντας μάταια τη βοήθεια από τους Φράγκους». Μετά την αποτυχία τους οι Μελισσηνοί εγκαταστάθηκαν στη Νεάπολη όπου πέθαναν και στον τάφο τους τοποθετήθηκε επιτύμβια πλάκα στην οποία αναφέρονται ως δεσπότες μεταξύ των άλλων και «Μεσσηνιακού Κόλπου εν Πελοποννήσω».

Μπορούμε επομένως να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση των Μελισσηνών με το Νησί, σε καμία περίπτωση όμως δεν τεκμηριώνεται ότι εκεί είχαν κατασκευάσει πύργο και πολύ περισσότερο ότι αυτός είχε το όνομα «Μελίπυργος» ή «Μελισσόπυργος».

Ο Θεόδ. Τσερπές ισχυρίζεται ότι υπήρχε λοφώδης τοποθεσία την οποία ο λαός αποκαλούσε «Μελισσόπυργο» και στην οποία κατασκευάστηκε ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής και το τοπωνύμιο αντικαταστάθηκε από τη  «Πανηγυρίστρα». Περί τα τέλη του 19ου αιώνα όμως ο γηραιός πολιτικός Κ. Ι. Φλέσσας, ερεύνησε την ιστορία των όσων διαδραματίστηκαν στα Ορλωφικά και των όσων «μερικοί τινές ανακάλυψαν» για να αποφανθεί ότι «ημείς ερευνήσαντες δεν ηδυνήθημεν ν' ανακαλύψωμεν αν υπήρχε Μελίπυργος».

Πρόκειται για μια σημαντική μαρτυρία σε ανύποπτο χρόνο που ενισχύει την άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμη ιστορικό μύθο.

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο σκέλος που αφορά στο σημείο στο οποίο έγινε η φονική μάχη κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών. Και σημασία εν προκειμένω έχει η μαρτυρία εκείνων που βρέθηκαν κοντά στα γεγονότα.

Ο γέροντας Π. Μαυρομιχάλης διηγείται στο Ρήγα Παλαμίδη ότι οι Μαυρομιχαλαίοι «έπιασαν τα καλύτερα σπίτια του Νταρειώτη». Ο Κ. Ι. Φλέσσας γράφει ότι οι Μανιάτες επολιορκήθησαν «εν τη οχυρά οικία του Χατζή Γεωργίου, του αποκαλούμενου Πληγούρη». Και ο Ρουλιέρ  γράφει από αμύνθηκαν «από σπίτι σε σπίτι».

Εχουμε όμως και μια σημαντική μαρτυρία από τουρκικής πλευράς, το «Χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη» που έχει γραφτεί το 1785, ελάχιστα χρόνια μετά τα Ορλωφικά. Σύμφωνα με αυτό «Διορίστηκαν για την ανακατάληψη της Καλαμάτας ο Χατζή Οσμαν μπέης και ο Ισμαήλ αγάς και κατά την άφιξή τους στο τσιφλίκι του Νησίου που ήταν ο τελικός τους σταθμός βρήκαν μερικούς Μανιάτες και διάφορους (άλλους) επαναστάτες να έχουν κλειστεί στους πύργους. Και επειδή ήταν έτοιμοι για μάχη, ο στρατός του ισλάμ τους επιτέθηκε στ' ανοιχτά και δίνοντας μερικούς νεκρούς και τραυματίες καθάρισε αυτοστιγμεί τους απίστους που γκρέμιζαν τους πύργους με λαγούμια».

Είναι φανερό ότι οι κοντινές προς τα γεγονότα πηγές, με όλες τις διαφοροποιήσεις τους, δεν αναφέρονται σε «Μελίπυργο». Αναφέρονται όμως σε «πύργους», «οχυρό σπίτι» και τα «καλύτερα σπίτια» δίνοντας την εντύπωση ότι η οχύρωση των αμυνομένων έγινε σε κτίσματα που προσφέρονταν γι' αυτό. Και έχει αξία να καταγράψουμε εδώ την μαρτυρία του Αγγλου Μπέρναντ Ράντολφ, για την περίοδο 1671-1679 για τους «πύργους» της Τουρκοκρατίας: «Το μεγαλύτερο μέρος των Τούρκων ζει κοντά ή μέσα στα κάστρα, ενώ στα χτήματά τους στην ύπαιθρο (όπου μεταβαίνουν μερικές φορές) έχουν κατασκευάσει πύργοι περί τα 30 πόδια ύψος, στους οποίους οι είσοδοι βρίσκονται περί τα 10 πόδια από το έδαφος. Απέναντι -περί τα 5 πόδια από τον πύργο- είναι χτισμένο ένα τείχος με σκαλοπάτια. Από τον πύργο, από το σημείο εισόδου, πέφτει μια κινητή γέφυρα προς το τείχος κι από αυτή μπαίνουν. Οι γέφυρες αυτές σηκώνονται κάθε βράδυ για λόγους ασφαλείας εξ αιτίας των πειρατών».

Αινιγματική ιστορικά παραμένει η μάχη στο «Μελίπυργο». Ο πρώτος που έγραψε για την υπόθεση αυτή ήταν ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Βαρθόλδη το 1870. Εξιστορώντας πολύ σύντομα τα διαδραματισθέντα στα Ορλωφικά, σύμφωνα με τον Σωκρ. Κουγέα αναφέρεται σε «Mylipyrgo». Ο πρώτος που μετέφρασε στα ελληνικά το κείμενο ήταν ο Μιχαήλ Παπαρρηγόπουλος (1872) που αναφέρεται σε «Μυλίπυργο». Ενα χρόνο αργότερα ο Αγγελος Βλάχος μεταφράζει το βιβλίο και την περιοχή ως «Μελίπυργο» κατά παρετυμολογία. Ενώ συνέχισε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφοντας ότι «ο Μαυρομιχάλης οχυρώθη μετά 23 οπαδών εντός του Μελιπύργου». Και ο Σωκρ. Κουγέας σημειώνει: «Εκτοτε επεκράτησε κακώς μέχρι σήμερον το ανύπαρκτον αυτό ιστορικό τοπωνύμιον, το οποίον αναζητούμενον ματαίως, άλλοτε εις την Μεσσηνίαν και άλλοτε εις την Μάνην, εδημιούργησε μεγάλην σύγχυσιν».

Κατά το Σωκρ. Κουγέα, η τοποθεσία «Μυλίπυργος» αναφέρεται στους πύργους του Αλμυρού όπου σύμφωνα με τα Πρακτικά της Βουλής το 1846 έγινε μάχη μετά την υποχώρηση των Μανιατών από το Νησί κατά την οποία σκοτώθηκε ο Γιάννης Μαυρομιχάλης γιος του καπετάν Γιωργάκη και τραυματίσθηκε ο άλλος γιος του Πιέρος που διέφυγε κολυμπώντας προς τα Γιαννιτσάνικα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ένας άλλος μελετητής της Μάνης, ο Στ. Καπετανάκης, θεωρεί μύθο τα όσα αναφέρθηκαν κατά τη συζήτηση της Βουλής το 1846. Δεν αμφισβητεί το ενδεχόμενο να έγινε μάχη στον Αλμυρό με τη συμμετοχή του Πιέρου Μαυρομιχάλη, εκτιμά όμως ότι ένα τόσο σημαντικό γεγονός όπως περιγράφηκε στη Βουλή, θα έμενε στην τοπική ιστορία και τις παραδόσεις της περιοχής, κάτι που δεν συμβαίνει.

Ομως κάπου στα όρια της Μάνης τοποθετεί ο Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντης τη σύλληψη του «μανιάτη καπετάνιου», καθώς γράφει το 1785 ότι «δεν έγινε επίθεση στο εσωτερικό της Μάνης. Οπως, πιέστηκαν τα γύρω της και πιάστηκε ζωντανός ένας μανιάτης καπετάνιος, ο οποίος με τη βοήθεια του σερασκέρη μεταφέρθηκε όμηρος στο Ναύπλιο και φυλακίστηκε, και ο στρατός του ισλάμ αρκέστηκε σε έναν τέτοιο πειθαναγκασμό και αναχώρησε».

Για τις συγχύσεις που υπήρχαν στην περιοχή σχετικά με τους χώρους στους οποίους αμύνθηκε ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρουν σε δύο βιβλία τα μέλη της Επιστημονικής Γαλλικής Αποστολής που βρέθηκαν το 1829 στο Νησί.

Ο Αμπελ Μπλουε γράφει ότι «στο Νησί ο γενναίος Μαυρομιχάλης περιμένοντας κρυμμένος σε ένα σπίτι (maison) μαζί με 22 άνδρες, αναχαίτισε για 3 ημέρες το 1770 τις δυνάμεις των Τούρκων, για να προστατεύσει τη διαφυγή του Ορλώφ».

Την ίδια περίοδο ο Μπορυ ντε Σαιντ Βινσεντ γράφει πως κάποιοι «ισχυρίζονται ότι είναι μέσα σε αυτό το κάστρο που ο Μαυρομιχάλης, πατέρας του σημερινού Πετρόμπεη, αμύνθηκε το 1770 για 3 ημέρες, με 22 Μανιάτες ενάντια σ' έναν τουρκικό στρατό, δίνοντας χάρις σε αυτήν την ηρωική αντίσταση τον χρόνο στους Ορλώφ να αποτραβηχτούν με το στρατό τους στις παραθαλάσσιες περιοχές».

ΜΕΡΛΟΠΟΥΛΟΥ

Μερλόπουλος Δημήτριος

«Γενάρχης» μιας οικογένειας με μακρά πολιτική θητεία που διήρκεσε έναν αιώνα στο Νησί. Γιος του παλαιού προκρίτου της πόλης Παναγιώτη Μέρλα, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε στο Νησί και εξελέγη πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση (1862-1864). Το 1868 και το 1870 εξελέγη δήμαρχος Παμίσου. Άγνωστο για ποίο λόγο, δημοτικές εκλογές έγιναν και το 1871 κατά τις οποίες εξελέγη δήμαρχος ο Ιωάννης Καρατζάς. Ο Δημήτριος Μερλόπουλος εξελέγη δήμαρχος και στις εκλογές του 1874 και του 1883. Πέθανε και κηδεύτηκε στο Νησί από την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών το 1897.

Λαοφιλής ως γιατρός και δήμαρχος, ανήκε στη γενιά που επιχείρησε τον αστικό εκσυγχρονισμό στο Νησί και επί δημαρχοντίας του προωθήθηκε για έγκριση το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης (1875). Την ίδια χρονιά με «δωρεά και δαπάνες του» όπως σημειώνεται στην προμετωπίδα της εισόδου, κατασκευάστηκε το νεκροταφείο της πόλης.

Ο γιος του Παναγιώτης Μερλόπουλος, με νομικές σπουδές στην Ελλάδα και την Ευρώπη, εξελέγη βουλευτής σε πολλές εκλογές αρχής γενομένης από το 1892. Με το κόμμα του Δ. Ράλλη στις 4 πρώτες περιόδους, προσχώρησε αμέσως στο κόμμα του Ελ. Βενιζέλου όταν εμφανίστηκε. Χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης (1903), Ναυτικών (1927-1928) και Οικονομικών (1928).

Ο γιος του Δημήτριος Μερλόπουλος (γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1898)

σπούδασε και αυτός νομικά στην Αθήνα και συνέχισε σπουδάζοντας πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά το 1932 με το κόμμα του Γ. Καφαντάρη, αργότερα αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος και εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας με την αριστερά το 1958.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Μεταμόρφωση του Σωτήρος Εκκλησία «του Σωτήρος» ιστορείται «έξω από το χωρίον Νησί» το 1700 κατά την απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας από τους Ενετούς. Και ενδεχομένως είναι μια από τις τέσσερις «έξω από το χωρίον» που απογράφηκαν ένα χρόνο ενωρίτερα αλλά δεν καταγράφτηκαν τα ονόματά τους.

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη

«Το Νησί (Μεσσήνη) στο χώρο και το χρόνο»

Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο