Χθες βράδυ όμως, η εικαστικός Βάσω Γκιώνη εγκαινίασε την έκθεσή της «Μνήμες» στο Πνευματικό Κέντρο της Καλαμάτας - έχοντας επιλέξει τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα ως αφετηρία για το ταξίδι των αγαπημένων αυτών έργων της στην ελληνική περιφέρεια.
Πρόκειται για αφαιρετικά γλυπτά αλλά και παραστατικούς πίνακες, όπου τα μάτια κλέβουν πραγματικά την παράσταση και αποκαλύπτουν «τη μοναξιά, το θυμό, την απογοήτευση, την επιθυμία, την αναζήτηση του ονείρου»...
- Σε πολλά πορτρέτα σας το βλέμμα, τα μάτια, καταλαμβάνουν όλη την ψυχική επικράτεια του πίνακα. Είναι παράθυρα ανοιγμένα κυρίως προς τον έξω ή προς τον μέσα κόσμο;
«Εχετε απόλυτα δίκιο: Στα πορτρέτα που εκθέτω το ζητούμενο είναι το βλέμμα. Οχι ως αντικείμενο αυτό καθαυτό του πίνακα, αλλά ως μέσο καταγραφής των ψυχικών διεργασιών που απεικονίζονται. Χρησιμοποίησα δηλαδή αυτά τα βλέμματα ως το υλικό υπόβαθρο που θα μου επέτρεπε να ζωγραφίσω τη μοναξιά, το θυμό, την απογοήτευση, την επιθυμία, την αναζήτηση του ονείρου.
Από την άποψη αυτή το βλέμμα, όπως πολύ σωστά το παρατηρείτε, είναι ένα παράθυρο - το οποίο ανοίγει από μέσα προς τα έξω».
- Κάνατε τα πρώτα σας ζωγραφικά βήματα στο εργαστήριο του Τσαρούχη. Επηρέασαν τις μετέπειτα δημιουργίες σας η τεχνοτροπία αλλά και η προσωπικότητά του;
«Στο διάστημα που σπούδαζα ζωγραφική στο Παρίσι, είχα τη μεγάλη τύχη να συναντηθώ με το Γιάννη Τσαρούχη και για 3 χρόνια να μαθητεύσω στο εργαστήριό του. Επρόκειτο για μια μοναδική εμπειρία, γιατί ο Τσαρούχης ήταν ένας μοναδικός δάσκαλος. Σε δίδασκε, σε εμψύχωνε, σε βοηθούσε να βγάλεις αυτό που είχες μέσα σου, χωρίς να αφήνει να σε συνθλίψει η παρουσία του σε μια στείρα μίμηση της δικής του δουλειάς. Αναμφισβήτητα η επιρροή του, όχι μόνο στο έργο μου, αλλά και στη ζωή μου γενικότερα, υπήρξε μεγάλη - γιατί ο Τσαρούχης δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικός ζωγράφος, αλλά και ένας πραγματικός φιλόσοφος».
- Υπηρετείτε επίσης, εδώ και αρκετά χρόνια, τη γλυπτική. Πού εστιάζονται οι έρευνες και οι εκφραστικές σας αναζητήσεις στο πλαίσιό της;
«Η γλυπτική ήρθε στη ζωή μου με μια κάποια καθυστέρηση, παρότι ήταν μια επιθυμία που έσερνα μαζί μου από την αρχή. Κατά έναν περίεργο τρόπο, λειτούργησε μέσα μου σαν ένα μέσο εκτόνωσης μιας καλλιτεχνικής αναζήτησης που βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην αφηρημένη πλαστική έκφραση - σε αντίθεση με τη ζωγραφική μου, που παραμένει σε μεγάλο βαθμό παραστατική»
- Η εικαστική τέχνη είναι απαιτητική και συχνά απρόσιτη για τον μέσο φιλότεχνο. H τεχνολογία, το Ιnternet, κινήματα νέων καλλιτεχνών, επιχειρούν να το αλλάξουν αυτό. Υπάρχει τρόπος;
«Ο λόγος ύπαρξης της τέχνης είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό, στο μέτρο που δεν καλύπτει κάποια συγκεκριμένη χρηστική ανάγκη. Από την άποψη αυτή, η τέχνη θα μπορούσε να θεωρηθεί ίδιον του ανθρώπινου και μόνο ψυχισμού, που επεκτείνει τις ανάγκες του και στο πεδίο των αισθητικών αναζητήσεων. Αυτή την αναζήτηση εξυπηρετεί η τέχνη, ανεξάρτητα από τις μορφές και τα υλικά που χρησιμοποιεί και τα οποία ποικίλλουν ανά τους αιώνες. Ετσι και οι διάφορες μοντέρνες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης που κυοφορεί η νέα τεχνολογία και το Ιnternet, αποτελούν αναμφισβήτητα κι αυτές μέρος της τέχνης του σήμερα».
- Εχετε παρουσιάσει τη δουλειά σας σε πολλές μεγάλες πόλεις διεθνώς. Πώς συνομιλεί σήμερα η ελληνική τέχνη με το ευρωπαϊκό αλλά και το παγκόσμιο περιβάλλον της;
«Στην τέχνη -και ειδικότερα στη ζωγραφική-, με εξαίρεση ενδεχομένως την θεματική τους, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς σήμερα για τέχνες με εθνικό χαρακτήρα. Και όταν υπάρχει, είναι μάλλον η εξαίρεση. Η παγκοσμιοποίηση, με την έννοια των αλληλεπιδράσεων, λειτούργησε στην τέχνη πολύ νωρίτερα από ό,τι στην οικονομία. Υπό το πρίσμα αυτό, εκείνο που προέχει στον τρόπο “συνομιλίας” της ελληνικής τέχνης με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον της δεν έχει να κάνει τόσο με τη συνεισφορά μιας υποθετικής ιδιαιτερότητας, αλλά με την όσο το δυνατόν πιο έντονη και συνεχή παρουσία της σε αυτή. Και κατά την άποψή μου, η παρουσία αυτή ήταν και παραμένει σημαντική».
- Τι είναι αυτό που σας οδήγησε να εκθέσετε και στην Καλαμάτα;
«Μετά την Αθήνα, αυτή τη σειρά πινάκων την εξέθεσα στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Πρόθεσή μου είναι να την παρουσιάσω τώρα και σε ορισμένες άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ξεκίνησα από την Καλαμάτα, γιατί η Μεσσηνία είναι ένας τόπος που αγαπώ και με τον οποίο με συνδέουν στενές σχέσεις φιλίας. Eπιπλέον, η Καλαμάτα έχει αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, με διεθνούς φήμης πολιτιστικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις που υποστηρίζονται από ένα ευρύ φιλότεχνο κοινό. Σε τι καλύτερο λοιπόν θα μπορούσα να ελπίζω;».
Η Βάσω Γκιώνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική και σχέδιο στην Academie de la Grande Chaumiere στο Παρίσι, δουλεύοντας συγχρόνως στο εργαστήριο του Γιάννη Τσαρούχη. Παράλληλα, σπούδασε Ιστορία Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου. Συνέχισε τις σπουδές της στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών και μελέτησε Αρχαιολογία στο εκεί Πανεπιστήμιο (ULB). Εργάστηκε στο Βασιλικό Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Παράδοσης των Βρυξελλών, στη συντήρηση βυζαντινών εικόνων του Βελγικού Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας. Εχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε 19 ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Παρίσι, Βρυξέλλες, Λευκωσία, Χίο, Βόλο, Λουξεμβούργο και Ρόδο. Συμμετείχε επίσης σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, Παρίσι, Νίκαια, Κάννες, Μόντε Κάρλο, Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες και Αμβέρσα, και σε πολλές ελληνικές πόλεις. Τα τελευταία 15 χρόνια δραστηριοποιείται και στο χώρο της γλυπτικής. Εργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, τη Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Κύπρο, τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία. Είναι μέλος του Ελληνικού Εικαστικού Επιμελητηρίου.
• Η έκθεση «Μνήμες» θα φιλοξενηθεί στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας 29 Απριλίου με 7 Μαΐου και θα είναι επισκέψιμη τις εξής ώρες: Δευτέρα - Σάββατο 10 π.μ.-1 μ.μ. και 6-9 μ.μ., Κυριακές 6-9 μ.μ.