Κυριακή, 30 Ιουλίου 2017 08:28

Η Μαρία Φαραντούρη στην «Ε»: «Οσα έζησα κι όσα έκανα, μέσα από διάθεση ερωτική έγιναν όλα»

Η Μαρία Φαραντούρη στην «Ε»: «Οσα έζησα κι όσα έκανα, μέσα από διάθεση ερωτική έγιναν όλα»

 Η οικογένειά μου δεν ανήκε στην Αριστερά· παρ’ όλα αυτά στα πρώτα μας ακούσματα στο σπίτι, τη δεκαετία του 1970, κυριαρχούσαν τα τραγούδια της Μαρίας Φαραντούρη. Ο μικρός μου αδερφός πριν καλά καλά μιλήσει μουρμούριζε ψευδά το «Bella Ciao». 

Βέβαια χρειάστηκε να περάσουν κάποιες δεκαετίες, ν’ ακούσω Φαραντούρη σε πολλά ακόμα τραγούδια και ποιήματα, για να αντιληφθώ όλο το εύρος της καλλιτεχνικής της παρουσίας. Και να αιτιολογήσω πλήρως τη θέση της ανάμεσα στους θρύλους της ελληνικής μουσικής - αλλά και της ελληνικής δημοκρατίας. 

Τι ρωτάς λοιπόν έναν θρύλο; Τι ρωτάς ένα σύμβολο, σε μια εποχή που τα σύμβολα και οι βεβαιότητές τους ανατρέπονται; Η Μαρία Φαραντούρη πάντως είναι ακόμα όρθια εδώ, τώρα που «Ολα αρχίζουν ξανά»: Ετσι τουλάχιστον αισθάνεται εκείνη - αφού όπως λέει, «έρχονται πάντα νέες γενιές… δεν χάνεται η τέχνη». 

Αυτές οι νέες γενιές είναι κυρίως η αγωνία, το μέλημά της, η δημιουργική χαρά της. Γι’ αυτό τη Δευτέρα στο «Art Farm» θα έρθει παρέα με τα 24χρονα Καλογεράκια, για μια βραδιά γεμάτη ποίηση, νοσταλγία μα και φρεσκάδα. Οπως τότε. Οπως πάντα, όταν υπάρχουν άνθρωποι με ιδέες, «άτομα και μειοψηφίες που προχωρούν τα πράγματα…».

- Τραγουδάτε από 16 χρονών. Είναι ίσως γι’ αυτό πιο ευαίσθητες οι κεραίες σας στα νέα ταλέντα όπως ο Παντελής και ο Μιχάλης Καλογεράκης, με τους οποίους έρχεστε μαζί και στη Μεσσηνία;

(Γελάει). «Δεν είναι μόνο αυτό... Εχουμε μια συγγένεια  πνευματική: Ηταν καθοριστικό στοιχείο, όταν τους άκουσα κι όταν μου ζήτησαν να τραγουδήσω μαζί τους ένα τραγούδι του Μπέρτολντ Μπρεχτ, για τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο "Προσωπικό". Ηταν η όλη τους θεώρηση γύρω από την τέχνη που με προσέλκυσε, η άποψή τους για το πώς πρέπει κανείς να διαχειρίζεται την ποίηση - και μάλιστα ποίηση παγκοσμίου ρεπερτορίου... Αυτό είναι μοναδικό, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Μάλιστα τα παιδιά αυτά είχαν συνθέσει τέτοια τραγούδια ήδη 3-4 χρόνια πριν, όταν ήταν ακόμα νεότερα. Εκαναν την ποίηση του Γκανά, του Πεσόα, του Νερούδα, του Μπρεχτ, του Τσέλαν... Ολα αυτά δείχνουν ότι ο Παντελής και ο Μιχάλης έχουν πραγματική σχέση με την ποίηση, γι' αυτό και μπορούν να την αποδώσουν μ' έναν δικό τους τρόπο. Κάτι που μου έκανε πολλή εντύπωση - κι αυτό είναι που ψάχνω πια, σε κάθε νέο. Γιατί πολλοί τραγουδούν, πάρα πολλοί, έρχονται αρκετά νέα παιδιά να τα ακούσω... Αλλά δεν σημαίνει ότι ανοίγεις το στόμα σου και τραγουδάς: Πρέπει να είσαι και φορέας μιας ενέργειας, πώς να το πω, μιας σκέψης καλλιτεχνικής. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει στα νέα παιδιά. Γι' αυτό και φρόντισα να κάνουμε μαζί με τους αδελφούς Καλογεράκη στον «Παρνασσό», τον Φεβρουάριο-Μάρτιο ετούτη την πρώτη μας συνεργασία . Εκτοτε συνεχίζουμε με διάφορες εμφανίσεις, κοντά στην Αθήνα, στη Μεσσηνία τώρα, στην Κρήτη... Αυτή η διαδρομή θα βοηθήσει ελπίζω και τα παιδιά, θα τα βάλει στην επικαιρότητα, ενώ ίσως τους δώσει περαιτέρω έμπνευση και για άλλα πράγματα».

- «Ολα αρχίζουν ξανά…» λέτε, αγγίζοντας ακόμα μια φορά μεγάλους ποιητές και συνθέτες. Είναι όμως αλήθεια αυτό ή είναι πιο πολύ μια ανάγκη, μια προσωπική ή και συλλογική ευχή;

«Ναι, κάτι τέτοιο είναι (γελάει), ανάγκη και ευχή. Ομως, βλέποντας αυτά τα παιδιά που είναι μαζί μου, νιώθω πραγματικά ότι αρχίζουμε ξανά. Οπως τότε που ήμουν κι εγώ νέο παιδί κι αρχίζαμε με την ποίηση, με την παρέα των ποιητών και των μουσικών, με προσωπικότητες όπως ο Μίκης, ο Μάνος, ο Γκάτσος... Ετσι και τώρα αισθάνομαι ότι μπορούμε να έχουμε τέτοιες μικρές εστίες, να βγαίνει από μέσα τους αυτή η καλλιτεχνική ενέργεια που σας είπα: η ποίηση, ο ωραίος έξυπνος στίχος, μια διαφορετική προσέγγιση στο τραγούδι. Γιατί δεν μπορεί όλοι να μοιάζουν ούτε στον Μίκη ούτε στον Μάνο, έχουν τα δικά τους όπλα πια, είναι νέες γενιές, έχουν άλλα ακούσματα... κάτι που για μένα είναι, όπως σας είπα, το πρώτο ζητούμενο. 

Και ξέρετε, παίρνω κι εγώ από αυτούς. Μη νομίζετε καθόλου ότι βρίσκομαι με τα Καλογεράκια μόνο από την "αλτρουιστική" μου πλευρά, "για να τους βοηθήσω" κ.λπ., όχι. Βοηθιέμαι κι εγώ, με την έννοια ότι βρισκόμαστε σε κοινό πεδίο, συνεργαζόμαστε σε κάτι που το πιστεύουμε: στην ποίηση, στα φρέσκα πράγματα που φέρνουν τα παιδιά από αυτούς τους ποιητές. Γιατί, καλός ο απλός στίχος, που όλοι τον τραγουδάμε και τον ξέρουμε, αλίμονο. Αλλά χρειάζεται και κάτι πιο ιδιαίτερο. Πιο υπερβατικό, αν θέλετε, όπως είναι ουσιαστικά η ποίηση. Να φύγουμε από τον απόλυτο ρεαλισμό».

- Εσείς, πάντως, δεν ερμηνεύσατε απλώς σημαντικά τραγούδια: Ερμηνεύσατε μια ολόκληρη εποχή. Πώς πέρασε από μέσα σας τόση Τέχνη και τόση Ιστορία – και τι σας άφησαν; 

«Το 'χω πει... αυτές είναι οι αποσκευές μου. Τι άφησαν όλα αυτά; Ηταν ένα γεμάτο ταξίδι. Και ευγνωμονώ την τύχη μου που συναντήθηκα με τους μεγάλους αυτούς καλλιτέχνες και κυρίως δημιουργούς, που συνέπεσα δηλαδή μαζί τους. Σε μια άλλη συγκυρία ίσως θα πήγαινα προς το κλασικό τραγούδι ή κάπου αλλού. Ηταν όμως πολύ δημιουργική εκείνη η περίοδος... γι' αυτό λέω ότι υπήρξα τυχερή. 

Αυτό λοιπόν το κουβαλάω - όμως δεν προσπαθώ να το σκέφτομαι καθημερινά. Εκείνο που σκέφτομαι καθημερινά είναι το πώς θα σμίξω με νέους ανθρώπους, απ' όλο τον κόσμο. Οπως πρόσφατα, στη συναυλία στο Ηρώδειο όπου ήμουν με Τούρκους, Γερμανούς, Ισπανούς, και φτιάξαμε ένα κλίμα πολυεθνικό. Μα δεν μπορείτε να φανταστείτε τι όμορφη σουίτα ήταν αυτή! Την ηχογραφήσαμε μάλιστα, με την ECM, τη διεθνή αυτή εταιρεία που κάνει world music - και του χρόνου θα κυκλοφορήσει σε όλο τον κόσμο.

Αυτό έγινε στις 22 Ιουνίου στο Ηρώδειο και είναι από τα πράγματα που μου δίνουν μεγάλη χαρά, δημιουργική. Την τέχνη πια τη συναντάς παντού, γιατί είναι ανοιχτά τα σύνορα. Οι επιρροές είναι πλέον μεγάλες, ακούς τόσα πράγματα - και βλέπεις πού και με ποιους μπορείς να συναντηθείς. Ετσι συναντήθηκα και μ' αυτούς τους ξένους και κάναμε το "Beyond the borders / Πέρα από τα σύνορα": αυτό το όνομα έχει η κοινή μας δουλειά, που της δώσαμε πραγματικά πολύ χρόνο ώσπου να διαμορφωθεί αυτό το αποτέλεσμα και να ηχογραφηθεί...».

- Εσείς όμως είχατε ούτως ή άλλως ένα «παγκόσμιο» προφίλ.

«Ναι. Παράλληλα όμως με εκείνο το παγκόσμιο που λέτε -καθώς με ξέρουν πράγματι πολλοί έξω και με αναγνωρίζουν- τώρα μπορώ να κάνω κι αυτό που σας περιέγραψα παραπάνω. Δεν μπορούσα να το κάνω νωρίτερα, γιατί ήμουν τόσο αφοσιωμένη στον Μίκη (γελάει)! Οσο κάναμε τις περιοδείες με τον Μίκη, δεν είχα χρόνο, σπάνια είχα την ευκαιρία να κάνω και τα δικά μου... Τώρα λοιπόν που έχω χρόνο, όχι ότι αφήνω ποτέ τη μουσική του Θεοδωράκη, αλίμονο, αλλά προσπαθώ να κάνω και καινούργια πράγματα».

- Σας ενδιαφέρουν πολύ οι μουσικές του κόσμου, μα πόσο εύκολο είναι να μένει κανείς διαφορετικός μέσα στο παγκόσμιο χωριό; 

«Ενώνονται όλες οι διαφορετικές μουσικές και γίνεται μία μουσική. Οπως υπάρχει παγκοσμιοποίηση σε όλα τ' άλλα, έτσι υπάρχει παγκοσμιοποίηση και στη μουσική. Το ζητούμενο στη μουσική είναι να είναι καλή κι αληθινή. Γράφονται πολλά τραγούδια, πολλές μουσικές... υπάρχει όμως και κάτι με βαθύτερα κίνητρα - το ξεχωρίζεις αμέσως όταν το συναντάς, και στο στίχο και στη μουσική. Αυτό μπορεί να ακουμπάει και στις ρίζες του καθενός, αλλά το θέμα δεν είναι να μένουμε στο πρώτο επίπεδο και να παρουσιάζεται μόνο φολκλορική ή παραδοσιακή μουσική. Πρέπει να δίνει κανείς και φτερά, να παρουσιάζει κάτι καινούργιο. Ολοι οι μεγάλοι μας μουσικοί στηρίχτηκαν στην παράδοση: στη βυζαντινή μουσική, στο δημοτικό τραγούδι... Ετσι και οι νέες γενιές  αντλούν από την παράδοση, ενώνουν όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά δίνουν και καινούργιες πτυχές, δημιουργούν ένα καινούργιο είδος. Αλλοι με μινιμαλιστικά, άλλοι με τζαζ στοιχεία, άλλοι με ροκ ή με λόγια κλασική επιρροή... Μπορεί κανείς να δώσει με διαφορετικούς πια τρόπους την παράδοση, ή και να φτιάξει καινούργια απ' την αρχή τέτοια τραγούδια, όπως έκανε για παράδειγμα ο Τζιχάν Τούρκογλου με τον οποίο συνεργάστηκα κι εγώ».

- Κάποτε ενσαρκώνατε στην Ευρώπη την κολακευτική εικόνα μιας δημιουργικής Ελλάδας που προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από τη χούντα και να προοδεύσει. Τι πρόσωπο δείχνει σήμερα η Ελλάδα προς τα έξω – και πού βαδίζει, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ορμή;

«Αυτό είναι και το μεγάλο ερώτημα, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να δώσει μια απόλυτη απάντηση. Ωστόσο, περάσαμε από 40 κύματα. Ολοι γνωρίζουμε πόσο πολύ δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια της κρίσης, πόσο περιφρονητικά αντιμετώπισαν τη χώρα μας οι λαοί, και κυρίως οι άνθρωποι του συστήματος. Οι εφημερίδες, που ήθελαν να εναντιωθούν γιατί άρχιζε τότε αυτή η σχέση μας η οικονομική με τις χώρες, οι ίδιοι οι λαοί μας δάνειζαν - και καταλαβαίνετε πως φτιαχνόταν μέσω εφημερίδων και μέσω κάποιων συμφερόντων μια άσχημη εικόνα για την Ελλάδα: ότι οι Ελληνες είναι τεμπέληδες, ότι είναι εκείνο και το άλλο, ότι δεν μας αξίζουν αυτά... Το έζησα κι εγώ, στις περιοδείες μου. Βέβαια, πάντοτε υπήρχαν και άνθρωποι με σωστή νοημοσύνη, όχι μειωμένη, που αγαπούν την Ελλάδα και σέβονται τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της. Και οι άνθρωποι που έχουν, πώς να το πω, μια προοδευτική αντίληψη, όλοι στάθηκαν στο πλάι της Ελλάδας και τη στήριξαν. 

Τώρα έχει περάσει πια αυτό το στάδιο, εδώ και καιρό δεν μας βρίζουν. Ισως κατά καιρούς κυκλοφορεί κάνα ειρωνικό δημοσίευμα για τα πολιτικά, για τα κομματικά, όμως αυτά δεν έχουν τόση σημασία». 

- Τι είναι αυτό που έχει σημασία, για εσάς;

«Σημασία έχει ότι η Ελλάδα πάλεψε και παλεύει με τα θεριά, και φαίνεται ότι ακόμα θα παλεύει, αλλά θα βγει νικήτρια, το πιστεύω. Θέλω να είμαι αισιόδοξη. Υποφέρει ο κόσμος, έχουμε όλα αυτά τα προβλήματα, όμως πρέπει κανείς να τα βλέπει μέσα στο χρόνο. 

Κάτι θ' αλλάξει, κάτι καλύτερο θα συμβεί. Δεν μπορεί να γυρίζουμε συνέχεια προς τα πίσω. Κάθε κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία οφείλει να βάζει ένα λιθαράκι για να πηγαίνουμε πιο μπροστά. Δεν ξέρω πώς, με τι τρόπο - αυτά είναι πολιτικές, στις οποίες δεν θέλω να υπεισέλθω. Εγώ σαν πολίτης αυτής της χώρας, αλλά και σαν άνθρωπος που έχω κι εγώ παλέψει για να προβάλουμε τον πολιτισμό μας έξω, θέλω να πιστεύω ότι όλες οι κυβερνήσεις, με τα λάθη τους, με τα σωστά τους, με τις καθυστερήσεις τους κ.λπ., όλες προσπαθούν και θέλουν το καλό αυτής της χώρας, κανείς δεν θέλει το κακό της.

Ομως κι εμείς ως λαός, ως νοοτροπία, πρέπει να αλλάξουμε πολλά. Μην τα περιμένουμε όλα απ' τους ξένους. Βεβαίως και οι ξένοι τη δουλειά τους κάνουν και τα συμφέροντά τους κοιτάνε. Ε, να κοιτάξουμε κι εμείς κάποια στιγμή να σηκωθούμε όρθιοι και να παλέψουμε. Τώρα έχουμε "συνηθίσει" σχεδόν σ' αυτή τη δύσκολη κατάσταση... πιστεύω όμως ότι σε λίγο καιρό κάτι θα μπορέσουμε να κάνουμε, γιατί είναι κρίμα. Ερχονται οι νέες γενιές και είναι κρίμα να ‘ναι “φυλακισμένες” ή απομακρυσμένες στο εξωτερικό, ή να κάθονται εδώ στα καφενεία. Πρέπει να δοθεί το κίνητρο, να δημιουργηθούν νέες δουλειές - γιατί είμαστε φυλή πολύ δυνατή, επινοητικά άτομα. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι με σκέψεις και ιδέες, αλλά δεν τους επιτρέπεται, δεν μπορούν να κινηθούν. 

Νομίζω ότι θ’ αλλάξουμε. Να έχουμε λίγη ψυχραιμία και θα περάσουν τα δύσκολα. Αυτή τη στάση θέλω να κρατήσω».

- Η φωνή σας υπήρξε λάβαρο των αγώνων της Αριστεράς για δημοκρατία και μια πιο δίκαιη ζωή για περισσότερους. Πώς νιώθετε τώρα ακούγοντας τόσο πολλούς να αναθεματίζουν τη Μεταπολίτευση;

«Αχ, δεν θέλω να μπω σ’ αυτήν κουβέντα, μην με πας εκεί… Ξέρω τα πράγματα, τα ξέρω πολύ καλά κι από μέσα κι από έξω, όμως δεν θέλω… Ολα αυτά είναι απλώς στιγμές, μέσα στον ιστορικό χρόνο. Λένε τώρα ότι φταίει η Μεταπολίτευση… Μα, η Μεταπολίτευση χτίστηκε πάνω στα ερείπια μιας χούντας. Η Μεταπολίτευση ήταν ένας διαρκής αγώνας, για να δώσεις ένα καλύτερο περιεχόμενο σε μια δημοκρατία που χτιζόταν. Πάλι με λάθη, πάλι με παραλείψεις, όμως έτσι είναι τα πράγματα. Δεν μπορείς τώρα να λες “κάναμε το ένα” ή “κάναμε το άλλο”, να επισημαίνεις αυτό το λάθος ή εκείνο. Ψάχνουμε, ψάχνουμε… ενώ όμως νομίζω ότι τώρα πρέπει να παλέψουμε όλοι, συνειδητά, για να βγούμε από αυτή την κατάσταση το συντομότερο. 

Και πώς να παλέψουμε; Με τη δουλειά μας. Και με το να δημιουργηθούν τα κίνητρα – αυτό μ’ ενδιαφέρει εμένα: να δώσουμε στους νέους ανθρώπους το πλαίσιο για να κάνουν τις ιδέες τους πράξη.

Οσον αφορά τα καλλιτεχνικά… πάντοτε θα υπάρχει μια τέχνη. Χωρίς λεφτά ίσως αυτόν τον καιρό, καθώς δεν υπάρχουν σήμερα τα χρήματα που υπήρχαν, όμως ο καλλιτέχνης δεν σταματά: ούτε να ονειρεύεται ούτε και να τοποθετείται, με τις επιλογές που κάνει. Παίρνοντας ακόμα κι ένα αρχαίο κείμενο, μια τραγωδία ή μια κωμωδία, όλοι “απαντούν” με έναν τρόπο. Αρκεί η καλλιτεχνική διάσταση να είναι υψηλού επιπέδου, αυτό πιστεύω εγώ ότι μετράει. Πολιτική είναι και η υψηλή αισθητική σε ένα έργο, ένα υψηλό νόημα. 

Αυτά, λίγο πολύ, μέσα στην πληθώρα τόσων πραγμάτων, πάντοτε θα υπάρχουν – σε όλους τους τομείς της δημιουργίας. Ερχονται πάντα και νέες γενιές… δεν χάνεται η τέχνη. Υπάρχει επίσης μία παγκοσμιότητα σήμερα, που δεν υπήρχε σ’ εμάς, ήταν κλειστά τα σύνορα τότε. Παρ’ όλα αυτά καταφέραμε και ενωθήκαμε με τη μεγάλη ποίηση του Λόρκα, του Νερούδα… Ο Μίκης και ο Μάνος, για παράδειγμα, πέρα από τη μουσική τους ήταν και οι ίδιοι ποιητές. Γι’ αυτό άγγιζαν με τέτοιον τρόπο τους μεγάλους δημιουργούς απέξω, τους έφερναν εδώ και τους έκαναν δικούς μας. Τον Λόρκα ειδικά τον θεωρούσαμε δικό μας ποιητή, οι μεταφράσεις του Γκάτσου ήταν σαν μια καινούργια ποίηση».

- Κι ο έρωτας, τον οποίο επίσης τραγουδήσατε; Είναι τελικά σύντροφος της πολιτικής ή σαμποτέρ της;

«Ο έρωτας; (Γελάει). Εξυπνη ερώτηση αλλά δύσκολη. Εξαρτάται… Νομίζω ότι ο έρωτας με την πλατιά έννοια αφορά καταρχάς κάθε μεγάλο δημιουργό, ο οποίος ερωτεύεται το έργο του, βάζει έναν στόχο, βάζει την ιδέα του μπροστά και χωρίς έρωτα δεν μπορεί να την υλοποιήσει. Αυτή είναι μια μορφή έρωτα, έτσι δεν είναι; Και τα υπόλοιπα όμως, τα αμιγώς ερωτικά, είναι συμπληρωματικά και απολύτως αναγκαία κάθε φορά. Η ζωή έχει βέβαια τόσους τρόπους έκφρασης ερωτικής… δεν είναι μόνο "βρήκα τον άντρα ή τη γυναίκα μου, βρήκα τον έρωτα της ζωής μου, τέλος". Εγώ τι να σας πω... Εχω ζήσει τους μεγάλους έρωτες, και πλατωνικούς και σαρκικούς, συμβιώνω με τον άντρα μου τόσα χρόνια τώρα, από νέο παιδί, έχω και τον έρωτα της τέχνης μου… Οσα έζησα κι όσα έκανα, μέσα από μια ερωτική διάθεση έγιναν όλα».

- Τι σας έρχεται πρώτο στο νου όταν ακούτε Καλαμάτα ή Μεσσηνία; Με τι συναίσθημα θα μας επισκεφτείτε;

«Εχω πολύ καλές αναμνήσεις. Στην Καλαμάτα είχα έρθει και παλιότερα, και επί Μπένου εκεί στα πολιτιστικά... Εχω έρθει με το Μάνο Χατζιδάκι, με την ορχήστρα μου, και τελευταία φορά με τη Μάρθα Φριντζήλα, την περασμένη δεκαετία νομίζω… Θυμάμαι πολύ καλά το ενθουσιώδες κοινό της Καλαμάτας, το πάντα εκλεκτικό, που αγαπούσε πολύ το έντεχνο τραγούδι και γενικά ό,τι το σημαντικό. Αυτό το θυμάμαι. Και δεν ξέρω γιατί έκανα τόσον καιρό να έρθω πάλι! Μάλλον το έριξα πολύ στο εξωτερικό, και τα τελευταία χρόνια προλάβαινα να κάνω εδώ μόνο κάποιες μεγάλες εμφανίσεις, στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Ηρώδειο, που απορροφούσαν όλη μου την ενέργεια. Σπάνια μπορούσα να βγω και στην επαρχία - αλλά είπαμε φέτος, όπου υπάρχει κάτι όμορφο, ιδιαίτερο, να συμμετέχουμε μαζί με τα παιδιά.

Χαίρομαι λοιπόν που θα επιστρέψω στη Μεσσηνία, κι ακόμα περισσότερο που θα παίξουμε σ’ ένα ξεχωριστό περιβάλλον όπως το “Art Farm”, που μου κινεί πολύ το ενδιαφέρον, γιατί νομίζω ότι αποτελεί ακριβώς ένα δείγμα της δημιουργικότητας που έχουμε ανάγκη σήμερα. Μακάρι τέτοιες ιδέες να υλοποιούνται και σε άλλες περιοχές, να αξιοποιούνται οι χώροι από ανθρώπους με όραμα. Νομίζω μάλιστα ότι ο Μπένος άφησε μια τέτοια παρακαταθήκη δημιουργικότητας στον τόπο σας. Κι εγώ πάντα πιστεύω ότι οι άνθρωποι, οι μονάδες, είναι που κάνουν τη διαφορά. 

Δε λέω, παλιά η Αριστερά και τα κόμματά της αγκάλιαζαν τον πολιτισμό - και πάντα, δε σταματούν· αλλά εάν δεν έχεις τους ανθρώπους, δε γίνεται τίποτα. Αυτές οι μονάδες, αυτά τα πολύ δημιουργικά όντα είναι που σκέφτονται συνεχώς τι καινούργιο θα κάνουν. Αναφέρω και πάλι τον Μπένο, δείτε τι έχει καταφέρει με ό,τι καταπιάστηκε – και τώρα που ασχολείται με τα αρχαία θέατρα. Τώρα μαθαίνω και για τον κ. Μαρίνη που κάνει πάλι μια πρωτοπόρα προσπάθεια σε αυτόν το χώρο, στη Μεγάλη Μαντίνεια. Υπάρχουν κι άλλοι. Και γύρω από κάθε τέτοια εστία αναπτύσσονται κι άλλες ακόμα, που επιχειρούν το διαφορετικό και το καινούργιο. Ατομα και μειοψηφίες που προχωρούν τα πράγματα…».

 

Δευτέρα 31 Ιουλίου 9.30 μ.μ.

«Αrt Farm - Αγρόκτημα Μαρίνη»

Μεγάλη Μαντίνεια

«ΟΛΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΞΑΝΑ...» 

Mε τη Μαρία Φαραντούρη και τους νέους 

τραγουδοποιούς Μιχάλη και Παντελή Καλογεράκη. 

Πιάνο - μουσική επιμέλεια: Τάκης Φαραζής. 

Πνευστά: David Lynch.