Πέμπτη, 17 Νοεμβρίου 2011 17:01

Ο Αρκάς συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος στην "Ε": "Συγγενικό σπίτι η Μεσσηνία"

Ο Αρκάς συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος στην "Ε": "Συγγενικό σπίτι η Μεσσηνία"

Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο "Τα παιδιά του Κάιν" παρουσιάζει αύριο Παρασκευή στην Καλαμάτα ο γνωστός συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο καφέ μπαρ IL Nono στη Στοά Λόντου στις 7 το απόγευμα. Ο ίδιος μίλησε στην "Ε" λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου, όχι μόνο για τα "Παιδιά του Κάιν", αλλά και για την κρίση που βιώνει η χώρα, για την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και τις εξελίξεις στην έντυπη δημοσιογραφία. Οσο για τη Μεσσηνία, τη χαρακτηρίζει..."σπίτι συγγενικό", αφού ίδιος κατάγεται από ένα χωριό της Αρκαδίας.

- Τι διαφορές εντοπίζετε στον εαυτό σας, στο τελευταίο σας βιβλίο, όσον αφορά το θέμα, τον τρόπο γραφής ίσως;

"Είναι μάλλον δύσκολο -συχνά σχεδόν ακατόρθωτο- να εντοπίσει κανείς τις αλλαγές πάνω του. Γι’ αυτό και κάθε τόσο ακούμε κάποιους (κυρίως τους πολιτικούς) να επαίρονται ότι δεν έχουν αλλάξει καθόλου στο πέρασμα του χρόνου, λες και η αλλαγή είναι αμαρτία κι όχι μια φυσική διαδικασία. Τις αλλαγές πάνω μας τις διαπιστώνουμε (όσοι δεν φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι αλλάζουμε) μέσα από το καθρέφτισμά μας στα μάτια εκείνων που ενδιαφέρονται για μας.

Κάτι τέτοιο προσπάθησα να κάνω και στο βιβλίο μου. Να κοιτάξω τους ανθρώπους της γενιάς μου και να μετρήσω τις αλλαγές που υποστήκαμε, να καταγράψω τη διαδρομή μας και, κυρίως, πόσες φορές λοξοδρομήσαμε για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε.

Για πρώτη φορά καταπιάνομαι μ’ ένα θέμα τόσο σύγχρονο και, ταυτοχρόνως, αυτοβιογραφικό. Κι ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υιοθέτησα ένα στυλ γραφής διαφορετικό από εκείνο των προηγούμενων βιβλίων μου. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ας πούμε, μου επέτρεψε να κρατήσω μιαν απόσταση ασφαλείας από το έντονα βιωματικό υλικό, ενώ ο κατακερματισμός σε μικρά κεφάλαια μου έδινε την ευκαιρία να κάνω τα απαραίτητα χρονικά άλματα, σχολιάζοντας την ίδια στιγμή την αφηγηματική κατασκευή από μέσα".

 

- Στο βιβλίο σας προσεγγίζετε μία παρέα παλιών φίλων, που επιστρέφουν στο χώρο και τις αναμνήσεις της εφηβείας τους. Αυτό ενδεχομένως δείχνει και μια ειδική εσωτερική σας ανάγκη, να "επιστρέψετε" σε καταστάσεις του παρελθόντος; Σε ηλικίες και σκέψεις πιο αγνές από αυτές του σήμερα;

"Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως στο παρελθόν όλα ήταν τέλεια. Ούτε και πιστεύω πως χάνει κανείς σώνει και καλά την αγνότητά του μεγαλώνοντας. Στόχος μου ήταν να συζητήσω πώς διαπραγματεύτηκαν τη ζωή τους οι άνθρωποι της γενιάς μου, της γενιάς της μεταπολίτευσης ή της γενιάς της "αλλαγής", αν προτιμάτε.

Οι άνθρωποι της γενιάς μου υπήρξαν τυχεροί από μια άποψη. Η Ιστορία δεν τους επεφύλαξε -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- μεγάλες φουρτούνες. Δεν κινδύνεψαν να τσακιστούν πάνω σε σκοπέλους όπως ο εμφύλιος, τα χρόνια των διώξεων που ακολούθησαν, τα χρόνια της πολιτικής αστάθειας που οδήγησαν στη χούντα. Εμείς ταξιδέψαμε σε γαλήνιες και ζεστές θάλασσες. Βουτήξαμε στα ήρεμα νερά της κατανάλωσης, λιαστήκαμε στις αμμουδιές της ευημερίας, λικνιστήκαμε στο απαλό κυματάκι του λάιφ-στάιλ... Οι Σειρήνες μας μάγεψαν με το τραγούδι τους: επιδοθήκαμε -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- στο κιτς του χαβαλέ χωρίς όρια, της κουτσομπολίστικης εξυπνάδας, που ακόμα και σήμερα, εν μέσω κρίσης, καλά κρατεί...

Κάπως έτσι, νομίζω, ήρθαμε και προσαράξαμε στην ξέρα της κρίσης που βιώνει η χώρα τα δύο τελευταία χρόνια. Και, αργά ή γρήγορα, θα αποδειχτεί πως αντιμετωπίζουμε πολύ πιο σοβαρά ελλείμματα από το οικονομικό που τόσο μας τρομάζει. Μιλάω για ελλείμματα σε επίπεδο ηθικής, σε επίπεδο αισθητικής, σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής... Ελλείμματα που, κατά τη γνώμη μου, έχουν τις αρχές τους στη δεκαετία του ’80, αλλά διογκώθηκαν στη δεκαετία του ’90 και σήμερα φαντάζουν μη διαχειρίσιμα.

Παραδόξως, οι περισσότεροι νομίζουν πως θα σωθούμε αν πάρουμε τη δόση μας. Ελάχιστοι αναρωτιούνται πώς θα τα βγάλουμε πέρα με μια κοινωνία διαβρωμένη και διχασμένη κι ένα πολιτικό σύστημα σαθρό και απαξιωμένο...".

 

- Η ενασχόλησή σας με το σενάριο και τον κινηματογράφο έχει στεφθεί με επιτυχία. Ετοιμάζετε κάτι καινούριο σε αυτόν τον τομέα; Αλήθεια πώς βλέπετε τον ελληνικό κινηματογράφο των τελευταίων ετών;

"Τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος δίνει διαρκώς εξαιρετικά δείγματα, ερήμην του φυσικού του αποδέκτη, δηλαδή του κοινού του, που μοιάζει να μη συγκινείται ούτε από χολιγουντιανά διαπιστευτήρια. Το μεγάλο κοινό επιμένει να χαχανίζει αυτιστικά μπροστά στην τηλεόραση την ώρα που ξανθιές τηλεστάρ χορεύουν άτσαλα με αδέξιους κομμωτές, ξορκίζοντας τον ζόφο του σάπιου μας κυνόδοντα... Το μεγάλο κοινό -η διαβρωμένη κοινωνία για την οποία μιλούσα προηγουμένως- εξακολουθεί να παίζει στοίχημα κι ας αποδείχτηκε στημένο το πρωτάθλημα...

Στοιχηματίζω κι εγώ με τη σειρά μου πως ο ελληνικός κινηματογράφος θα συνεχίσει να δίνει εξαιρετικά δείγματα, σε πείσμα της οικονομικής δυσπραγίας που απειλεί να τον εξοντώσει".

 

- Εχετε εργαστεί και ως αρθρογράφος σε αρκετά έντυπα. Η δημοσιογραφία... πόση ζωή και -πόσο ποιοτική- έχει μπροστά της αλήθεια;

"Υποθέτω ότι αναφέρεστε στην έντυπη δημοσιογραφία, γιατί στα ηλεκτρονικά μέσα η δημοσιογραφία ζει μιαν απίστευτη άνθηση. Δεν μου αρέσει να παριστάνω τον προφήτη, οπότε θα διατυπώσω την πρόβλεψή μου ως ευχή. Εύχομαι, λοιπόν, η έντυπη δημοσιογραφία να καταφέρει να διακρίνει την ουσία μέσα από την υπερπροσφορά πληροφορίας, να δει και να καταδείξει την αιτία πίσω από τον κατακλυσμό... Αν συνεχίσει να ανταγωνίζεται ταχύτερα και πολύ πιο ευέλικτα μέσα μετάδοσης αμάσητων πληροφοριών, είναι καταδικασμένη σε πρόωρο μαρασμό".

 

- Εχετε στο παρελθόν ξαναεπισκεφθεί τη Μεσσηνία... Τι σημαίνει για σας ο τόπος μας και οι άνθρωποί του;

"Ο πατέρας μου γεννήθηκε σ’ ένα άνυδρο και στείρο χωριό της Αρκαδίας, απ’ όπου οι άνθρωποι δεν έβλεπαν την ώρα να φύγουν. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους η Μεσσηνία, που τα όριά της δεν απείχαν παρά λίγα μόλις χιλιόμετρα, υπήρξε ανέκαθεν ένας τόπος ευλογημένος και γι’ αυτό ζηλευτός. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τη Μεσσηνία είναι σαν να επισκέπτομαι σπίτι συγγενικό που η μοίρα το ευνόησε...".

Συνέντευξη

στη Γιούλα Σαρδέλη